Κλεπταποδόχος η Αγγλία για τα γλυπτά του Παρθενώνα!

on .

Διάβασα με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά και με μεγάλη απογοήτευση την προ ημερών συνέντευξη στην ελληνική εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» του Βρετανού Πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, σχετικά με την μη επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα.
Διάβασα, όμως, με αυτονόητη ικανοποίηση, μόλις το περασμένο Σάββατο, την συνέντευξη στην ίδια εφημερίδα της βρετανίδας διάσημης συγγραφέως Βικτόρια Χίσλοπ, η οποία διαφωνεί πλήρως με τον Βρετανό Πρωθυπουργό για τα γλυπτά του Παρθενώνα και τάσσεται ευθέως υπέρ του επαναπατρισμού τους στην Ελλάδα, ενώ η ίδια έχει ενταχθεί επισήμως στην εκστρατεία, που είχε αρχίσει προ ετών η Μελίνα Μερκούρη, για την επιστροφή τους στην Αθήνα και την επανατοποθέτησή τους στον ιερό βράχο του Παρθενώνα ή στο ασφαλέστατο Μουσείο της Ακρόπολης. Και ομιλούμε για τα σπουδαιότερα έργα τέχνης και γλυπτικής στον πλανήτη, και ακόμη για μνημεία μοναδικής καλλιτεχνικής αξίας, που αποτελούν σύμβολο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τα οποία έκλεψε και άρπαξε, κατά τον πλέον άθλιο και κακουργηματικό τρόπο, ο Έλγιν πριν από 200 και πλέον χρόνια και όταν μάλιστα η χώρα μας ήταν ακόμη σκλαβωμένη στον τουρκικό ζυγό και ασφαλώς δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει τότε στο πρωτοφανές αυτό έγκλημα.
Το τραγικότερο και ανιστόρητο για τον Βρετανό Πρωθυπουργό είναι αυτό που απροκάλυπτα ψευδόμενος δήλωσε, ότι δήθεν «τα γλυπτά αποκτήθηκαν νόμιμα από τον Έλγιν». Ως προς το θέμα αυτό, περί δήθεν νόμιμης απόκτησης των γλυπτών από τον Έλγιν και μετά από τη Βρετανία, πρέπει να δοθεί στο Μπόρις Τζόνσον και σε όλους τους Άγγλους μία δημόσια απάντηση και μάλιστα και με την αφορμή του εορτασμού φέτος στην πατρίδα μας των 200 ετών από την έναρξη του αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Και αυτό πρέπει να γίνει ευθέως και από δύο πλευρές:
Η πρώτη είναι, ότι, πράγματι, το έτος 1801 ο συλλέκτης Έλγιν (πρεσβευτής τότε των Άγγλων στην Κωνσταντινούπολη) κατάφερε ν’ αποσπάσει σχετικό φιρμάνι του Καϊμακάμη Σελούτ Αβδουλάχ (Τούρκου Διοικητή της Αθήνας), με το οποίο «του επέτρεπε την αφαίρεση λίθων ενεπίγραφων ή γλυπτών από την Ακρόπολη». Ένας αντιπρόσωπος του Έλγιν (ο Λουζιέρι) εγκαταστάθηκε τότε στην Ακρόπολη και άρχισε τη συστηματική επιλογή και αφαίρεση (κλοπή) των σπουδαιότερων γλυπτών από τον Παρθενώνα και το Ερέχθειο. Το τραγικότερο είναι, ότι ο Έλγιν το ίδιο επιχείρησε να κάνει και στην Ολυμπία και στις Μυκήνες, αλλά, λόγω απαιτούμενης μεγάλης δαπάνης, εγκατέλειψε την προσπάθειά του αυτή. Τα κλαπέντα μάρμαρα του Παρθενώνα και του Ερεχθείου, αφού τοποθετήθηκαν σε ειδικά κιβώτια, το έτος 1802 φορτώθηκαν στο ιδιόκτητο ιστιοφόρο του Έλγιν για τη μεταφορά τους και την πώλησή τους στο Βρετανικό Μουσείο. Όμως, το πλοίο αυτό βυθίστηκε στην Αυλεμώνα των Κυθήρων και απαιτήθηκαν δύο χρόνια για την ανέλκυσή του. Η λεηλασία του Έλγιν συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε μέχρι το έτος 1817. Τα κλαπέντα μάρμαρα από τον Παρθενώνα και από άλλα μέρη της Ελλάδος, ο Έλγιν τα πούλησε σε ειδική επιτροπή του Βρετανικού Κοινοβουλίου αντί του ποσού των 35.000 στερλινών. Είναι καταφανές, ότι οι αξιωματούχοι βρετανοί, εν γνώσει τους, ότι είναι κλεμμένα, τα αγόρασαν και τα τοποθέτησαν στο Βρετανικό Μουσείο, όπου είναι και σήμερα.
Στ’ αλήθεια, υπάρχει σήμερα λογικός και πολιτισμένος άνθρωπος, που μπορεί να υποστηρίξει, βάσει των προαναφερθέντων, ότι δήθεν η Βρετανία νομίμως αγόρασε και απέκτησε την κυριότητα των ανωτέρω γλυπτών του Παρθενώνα; Υπάρχει σύγχρονος άνθρωπος, που μπορεί, να δεχθεί το φιρμάνι του Τούρκου στην Αθήνα Καϊμακάμη, σχετικά με τα ανυπολόγιστης αξίας γλυπτά του Παρθενώνα της σκλαβωμένης τότε Ελλάδος, ότι ήταν νόμιμο και ότι νομίμως έδωσε τη δυνατότητα και το δικαίωμα στον αδίστακτο συλλέκτη Έλγιν να λεηλατήσει τον Παρθενώνα; Εξάλλου, αμέσως μετά την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση της Ελλάδος, σταμάτησαν όλες αυτές οι λεηλασίες. Είμαι βέβαιος, ότι δεν μπορεί να υπάρχει τέτοιος άνθρωπος σε όλη την ανθρωπότητα, εκτός μόνο από τους αξιωματούχους της Βρετανίας (και όχι όλους), που υποστηρίζουν, όσα είπε ο Μπόρις Τζόνσον, αλλά που είναι παντελώς αβάσιμα νομικά, ιστορικά, πολιτικά και ηθικά.
Υπάρχει, όμως και η δεύτερη πλευρά, ότι οι Βρετανοί τότε (1809) υπήρξαν ένας από τους μεγαλύτερους κλεπταποδόχους, που αγόρασε με ευτελές τίμημα όλα τα γλυπτά του Παρθενώνα και άλλες αρχαιότητες της Ελλάδος.
Στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα (ασφαλώς και στον αγγλικό) υπάρχει η διάταξη του άρθρου 394, βάσει της οποίας τιμωρείται ποινικά, όποιος αγοράζει ή λαμβάνει ή κατέχει ένα πράγμα, που προήλθε από αξιόποινη πράξη. Ασφαλώς, ο Έλγιν απέκτησε όλα τα ελληνικά γλυπτά με αξιόποινο τρόπο και ασφαλώς, οι τότε και διαχρονικά και μέχρι σήμερα οι Αξιωματούχοι της Βρετανίας γνώριζαν, ότι όλα τα γλυπτά που «αγόρασαν» και τα διακατέχουν μέχρι και σήμερα στο Αγγλικό Μουσείο ήταν κλοπιμαία. Επομένως, σαφέστατα συγκροτείται το αδίκημα του άρθρ. 394 Π.Κ. και ασφαλώς και του αντίστοιχου του Αγγλικού Ποινικού Κώδικα, που κάνει λόγο για το αδίκημα της κλεπταποδοχής.
Βεβαίως, το αδίκημα αυτό, από καθαρά νομική άποψη, ως στιγμιαίο έγκλημα, έχει παραγραφεί, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει παραγραφεί ηθικά, ιστορικά και πολιτικά. Επομένως, οι Βρετανοί αξιωματούχοι, που αρνούνται, να επιστρέψουν όλα τα κλεμμένα από τον Έλγιν γλυπτά στην Ελλάδα, είναι ουσιαστικά κλεπταποδόχοι και η ενέργειά τους αυτή είναι σαφέστατα καταδικαστέα ποινικά, ιστορικά και ηθικά. Εξάλλου, η Ουνέσκο το 1982 στο Μεξικό απεφάνθη, με σαφέστατο τρόπο, υπέρ της επιστροφής των κλεμμένων μαρμάρων στην Ελλάδα, αλλά, δυστυχώς, η Βρετανία το αρνείται κατά ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο.