Η Καλούτσιανη και ο Τάκης Μουσαφίρης

on .

• Με την είδηση του θανάτου του μουσικοσυνθέτη Τάκη Μουσαφίρη, θυμήθηκα ξανά εκείνα τα χρόνια, την Καλούτσιανη και τα μαγαζιά της, όπου τον γνώρισα τυχαία στο ωρολογοποιείο των Αδελφών Μουσαφίρη.
Η Καλούτσιανη τότε διακρίνονταν για τα πολλά χάνια, τα πολλά εργαστήρια, τα λιγοστά μαγαζιά και τα φτωχικά μικρά σπίτια. Τα χάνια ήταν χτισμένα ψηλά με μαντρότοιχους, αποθήκες, πηγάδια, παχνιά για τα ζώα, χώρους διανυκτέρευσης και φυσικά μαγειρεία. Ήταν φάτσα στο δρόμο, έπιαναν μεγάλη έκταση και είχαν την όψη φρουρίου. Σαν φρούριο έστεκε μέχρι τώρα τελευταία το χάνι του Ντανάκα. Τα άλλα ήταν μεταγενέστερα, όπως το χάνι του Τσινάβου, του Μούλια, του Χολέβα, του Λύτρα, της Αγίας Παρασκευής, του Γοργόλη, του Κιτσαρά, του Κάλλου.
Σήμερα δεν σώζεται κανένα. Τα έφαγε η μανία της αντιπαροχής, της πολυκατοικίας. Όσα τα χάνια τόσα και τα μαγειρεία. Κάθε χάνι είχε στην πρόσοψη και το μαγειρείο. Εθνικό φαγητό η φασολάδα. Αν τύχαινε κι «έπεφταν» πολλοί πελάτες, που δεν υπολόγιζαν, έριχναν νερό στη φασολάδα, έβραζε λίγο ακόμα και ήταν έτοιμη για σερβίρισμα. Από τότε βγήκε η λαϊκή φράση: «Αντράλα στο χάνι, νερό στα φασούλια». Το χάνι του Ντανάκα το άλλοτε Γκιντρίμη, είχε και πεταλωτήριο. Τα άλλα χάνια της Καλούτσιανης εξυπηρετούσε στο καλίγωμα μετακινούμενος πεταλωτής. Στα χάνια κοντά ήταν τα σαμαράδικα, με το σαμαροσκούτι, το άχυρο, τη βριζάλα, τα λουριά, τα διακοσμητικά καρφιά, όλα συμπλήρωναν το κιουστέκι για κάθε φορτιάρη. Επίσης σέλλες, σπιρούνια, χαλινάρια, καμουτσίκια, καπίστρια, λαιμαριές, κρίκους, κρικέλες.
Το μοναδικό φαρμακείο τότε ήταν στη γωνία απέναντι από το Τζαμί του Ζάγκλη, μέχρι να έρθει και η Θεμελή, παραπλεύρως από τον Πορφύρη.
Τρία κουρεία πλαισίωναν την πιάτσα της Καλούτσιανης. Του Βράνου, του Καζιάννη του Σπύρου (δεν θυμάμαι το επίθετο). Τα δύο τσαρουχάδικα, με πρώτο και καλύτερο του Καπελιάρη. Ο φούρνος του Αλέξη Πλιάκου με τις πίτες στη μόστρα, πιο κάτω ο Γιωτόπουλος. Κεντρικά στο δρόμο το μπακάλικο με την ταμπέλα ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟ του Μ. Παπαδόπουλου. Το ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ ΤΟ ΝΕΟΝ του Γρηγόρη Τζίμα από το 1930. Πιο κάτω το κρεοπωλείο του Παύλου Καναρίνη. Το ουζερί του Γιάννη Μπακόλα. Ο Πάνο Παππάς μαγειρείο με πλούσιες νοστιμιές
Κάτω και πλάι στον μεγάλο πλάτανο δύο λουστραδόροι ο ένας δίπλα στον άλλον. Επίσης ο εφημεριδοπώλης Αλέξης Μούλιας, διαπεραστική φωνή: «Εφημερίδες… Ξυπνάτε όρνια» όταν πλησίαζε σε κοσμοπαρέες με αριστερούς, «ξυπνάτε μπούφοι» όταν πλησίαζε σε παρέες με δεξιές ιδέες.
Αντίκρυ από το μαγειρείο του Παππά ήταν το καφενείο του Παπαδόπουλου, όπου σύχναζαν και ήταν το σημείο συνάντησης των χωριανών από τα Τζουμερκοχώρια (Χαροκόπι, Πετροβούνι, Ποτιστικά, Χουλιαράδες, Γκούρα, Μιχαλίτσι.
Δίπλα ήταν ένα κρεοπωλείο και παραδίπλα το ωρολογοποιείο των αδελφών Μουσαφίρη (συγγενείς του Τάκη). Είχα πάει για επισκευή το ρολόι αυτό με το κούρδισμά, οι της γενιάς μου θα τα θυμούνται. Εκεί γνώρισα από κοντά τον Τάκη Μουσαφίρη. Ήταν και ο ίδιος ωρολογάς και είχε το μαγαζί επί της Αβέρωφ, απέναντι από την Τράπεζα Ελλάδας. Τον έβλεπα, περνώντας έξω από το ωρολογοποιείο του, σκυμμένο με το «μονόκλ» (sic) να επισκευάζει ρολόγια αλλά και κάθε Κυριακή μεσημέρι από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ιωαννίνων άκουγα τακτικά το πρώτο τραγούδι που είχε γράψει, την «Λυγαριά». Η Λυγαριά ήταν σε όλα τα Γιάννενα γνωστή και σιγοτραγουδιόταν στις φιλικές συγκεντρώσεις.
Ένας άνθρωπος μειλίχιος, γελαστός, τότε θυμάμαι που αστειευόμενος με ρωτάει:
- Από πού είσαι;
- Από το Χαροκόπι, του λέω.
- Α! από το Μπουρντβάρ, μου λέει, γελώντας έτσι δεν το λέγαν το χωριό σου;
- Ναι, του απαντάω, έτσι το λέγαν.
Έφυγε από τα Γιάννενα, αφήνοντας τα ρολόγια, γιατί τον τράβηξε η αληθινή του κλίση, η μουσική. Τα πρώτα χρόνια ως τραγουδιστής και συνθέτης στην Αθήνα στον «Βάκχο» θυμάμαι.
Πράγματι, στην αρχή μπορεί να δυσκολεύτηκε, αλλά μετά καθιερώθηκε στο λαϊκό πεντάγραμμο, αφήνοντάς μας αθάνατα τραγούδια που θα τραγουδιούνται για πάντα.
Εις ανάμνηση του Τάκη και καθώς κάνει την εμφάνισή της η άνοιξη σιγά – σιγά θα σας θυμίσω την «Λυγαριά»:
«Στην αυλή του γείτονά μου,
σε θυμάμαι λυγαριά μου.
Σαν δεντράκι αψηλό
Ταχτικά το καλοκαίρι.
Στη σκιά σου μεσημέρι,
με τη ζέστη την πολύ.
Ξαπλωνόμουν στα κομμένα
τα κλαδιά σου τ’ ανθισμένα.
Ήσουν τότε κοριτσάκι
ήμουνα κι εγώ παιδί.
Τώρα πέρασαν τα χρόνια
και μας έδειρε ο βοριάς τους δυο.
Τα κλαδιά σου μαδημένα,
τα μαλλιά μου ασπρισμένα,
Γέρασες κι εσύ γέρασα κι εγώ…»
Αυτός ήταν ο Τάκης Μουσαφίρης, που κάποτε είχε πει για τα τραγούδια του: «Αυτά τα λαϊκά τραγούδια αν έχουν ένα δρόμο είναι πάντοτε ανήφορος. Κι αν τα ζουλίξεις λίγο στάζουν αίμα»
Καλό Παράδεισο Τάκη. Δεν θα ξεχαστείς ποτέ. Θα σε θυμίζουν τα τραγούδια σου.
Εύχομαι εκεί ψηλά να ξαναβρείς την «λυγαριά» σου με την οποία πρωτοξεκίνησες το ταξίδι σου στο ελληνικό πεντάγραμμο.
(ΜΕΤΣΟΒΟ)