1822: Οι αγώνες στη θάλασσα…

on .

Το δεύτερο έτος της Επανάστασης ήταν κρίσιμο για τον Ελληνικό Αγώνα, διότι ο σουλτάνος και οι πασάδες του κατέβαλαν εντατική προσπάθεια, για να χτυπήσουν αποτελεσματικά την Επανάσταση.

Αλλά, συγχρόνως ήταν το πλέον ένδοξο έτος του Ελληνικού Αγώνα και το πλουσιότερο σε ηρωικά κατορθώματα των αγωνιστών μας.
Στην Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα νησιά είχε οριστικά στερεωθεί και αυτό ανησυχούσε την Τουρκική Κυβέρνηση. Γι’ αυτό το Διβάνιον, παρακινούμενο από την αυστριακή διπλωματία (Μέτερνιχ) και τον Άγγλο πρεσβευτή, δεν ήθελε να ακούσει για συνδιαλλαγή με τους επαναστάτες. Γι’ αυτό αποφάσισε με αποφασιστικές ενέργειες να συντρίψει την Επανάσταση.
Τα πράγματα εφαίνονταν ευνοϊκά για τους Τούρκους. Στις 24 Ιανουαρίου 1822 καταβλήθηκε τελικά η αντίσταση του Αλή Πασά στα Γιάννινα. Ο νικητής Χουρσίτ Πασάς, αφού με απατηλές υποσχέσεις και περιποιήσεις επέτυχε κάθε τι που επιθυμούσε από τον γηραιό σατράπη της Ηπείρου, αποκεφάλισε αυτόν στο Νησί Ιωαννίνων και έστειλε στην Κων/πολη την κεφαλή του μαζί με τις κεφαλές των τριών γιών του και των εγγονών του. Επομένως ο στρατός που πολιορκούσε τον Αλή ήταν ελεύθερος να εκστρατεύσει κατά των Ελλήνων.
Οι Τούρκοι πασάδες κατάστρωσαν το εξής σχέδιο: ο Χουρσίτ με το στρατό της Ηπείρου θα εβάδιζε κατά της Αιτωλίας και Ακαρνανίας και διερχόμενος από τα στενά του Μακρυνόρους θα ανάγκαζε σε υποταγή τη χώρα μέχρι τη Ναύπακτο. Κατόπιν θα περνούσε από το Ρίο στην Πελοπόννησο. Δεύτερος τουρκικός στρατός βαδίζοντας διαμέσον της Ανατολικής Ελλάδας επρόκειτο να εισβάλει στην Πελοπόννησο από τον Ισθμό.
Οι δύο στρατοί ενωμένοι επρόκειτο να καταπνίξουν την επανάσταση στην κοιτίδα της. Τη δράση του στρατού ξηράς επρόκειτο να υποστηρίξει ο τουρκικός στόλος, συντρίβοντας τη θαλάσσια δύναμη των Ελλήνων και μεταφέροντας το στρατό της Δυτ. Ελλάδας στην Πελοπόννησο. Την πεποίθηση αυτή των Τούρκων στρατηγών συμμερίζονταν και οι φίλοι της Τουρκίας διπλωμάτες του Μέττερνιχ και εθριαμβολογούσαν λέγοντας: «Πλησιάζει η καταστροφή των Ελλήνων».
Όλοι τους διαψεύτηκαν. Και οι τρεις εκστρατείες απέτυχαν. Μόνον που είχαμε την καταστροφή της Χίου.
Από τις τρείς επιχειρήσεις που περιλάμβανε το τουρκικό σχέδιο προηγήθηκε η επιχείρηση, από τη θάλασσα. Η Χίος το πλουσιότερο και ειρηνικότερο από τα νησιά του Αιγαίου είχε προσχωρήσει στο επαναστατικό κίνημα, όταν υποκινήθηκε από τολμηρούς άνδρες, που ήλθαν από τη Σάμο. Ο ριψοκίνδυνος αρχηγός των Σαμίων Λυκούργος Λογοθέτης, συνεννοήθηκε με το Χιώτη έμπορο Ράλλη και αποβιβάστηκε το Μάρτιο 1822 στη Χίο με 1500 άνδρες. Ο Λογοθέτης διορίστηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αρχηγός των όπλων της Σάμου. Η Τουρκική φρουρά αιφνιδιάστηκε από την αποβίβαση 1500 πολεμιστών στη Χίο. Γι’ αυτό αποσύρθηκε στο φρούριο της Πόλης και το νησί παραδόθηκε στους Σάμιους ελευθερωτές, οι οποίοι μπήκαν στην πρωτεύουσα του νησιού και την κατέλαβαν. Δεν μπόρεσαν, όμως, να κυριεύσουν το φρούριο.
Το τόλμημα της Χίου προκάλεσε κατάπληξη στην Κων/πολη. Ο σουλτάνος εθεώρησε αυτό προσωπική προσβολή και οι γυναίκες του χαρεμίου εζητούσαν με φωνές την τιμωρία των επαναστατών, διότι τη Χίο την είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος στην αδελφή του για να καρπώνεται το φόρο από τα μαστιχόδεντρα. Η πύλη (=κυβέρνηση) εφυλάκισε αμέσως τους Χίους που έμεναν στην Κων/πολη και αποκεφάλισε εξήντα από αυτούς.
Κατά το τέλος Μαρτίου 1822 ο Καπετάν πασάς Καρά Αλής εμφανίστηκε με 46 πλοία μεταξύ της μικρασιατικής ακτής και της Χίου (στο στενό). Μετά από ισχυρό βομβαρδισμό αποβίβασε 7 χιλιάδες στρατιώτες στη νότια ακτή του νησιού (30 Μαρτίου), συγχρόνως δε επιτέθηκαν και εκείνοι που είχαν καταφύγει στο φρούριο της πόλης.
Η πόλη και τα περίχωρα παραδόθηκαν στις φλόγες. Οι Σάμιοι με τον Λυκούργο Λογοθέτη πολέμησαν γενναιότατα, αλλά δεν άντεξαν για πολύ. Αλλά σώθηκαν από μερικά ψαριανά πλοία, τα οποία πρόλαβαν και τους πήραν, ενώ εγκατέλειψαν το νησί στην τύχη του.
Ευθύς αμέσως πέρασαν από απέναντι τα ασιατικά στίφη, τα οποία είχαν συγκεντρωθεί στην απέναντι παραλία, που τα παρακινούσαν η δίψα της λείας (=λαφυραγωγίας) και η παρότρυνση των δερβίσηδων και άρχισαν φοβερή σφαγή των χριστιανών. Μετά από λίγο σαράντα χωριά που κάπνιζαν μαζί με την πόλη και σοροί πτωμάτων ήταν τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας.
Έτσι, το Πάσχα του 1822 βάφτηκε με το αίμα των Χίων, όπως είχε βαφεί το Πάσχα του 1821 στο αίμα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ και των σφαγών της Κων/πολης. Χιλιάδες Χίων επουλήθηκαν ως δούλοι στις αγορές της Αλεξάνδρειας και της Τύνιδας και άλλες χιλιάδες διασκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέμους. Σε πολύ λίγους από τους επιζώντας εχάρισαν τη ζωή οι Τούρκοι για να περιποιούνται τους περίφημους κήπους των μαστιχοδέντρων. Υπολογίζουν ότι από τις 100 χιλιάδες κατοίκους του νησιού εσφαγιάστηκαν 23 χιλιάδες και 47 χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν.
Η αιματηρή τραγωδία της Χίου έδωσε ακόμη μία απόδειξη ότι η οσμανική φυλή ήταν ασυμβίβαστη με τον ανθρωπισμό της Ευρώπης και εβεβαίωσε τον ισχυρισμό των Ρώσων ότι οι Τούρκοι δεν ήταν δυνατό να συνυπάρχουν στην Ευρώπη με τις χριστιανικές φυλές, ενώ αντίθετα εξασφάλιζε τη συμπάθεια των Ευρωπαίων υπέρ των Ελλήνων.
Οι δημοσιογράφοι έδωσαν φρικιαστικές περιγραφές των σφαγών της Χίου, ζωγράφοι επεικόνισαν αυτές (όπως ο Ντελακρουά) και ποιητές της περιοπής του Βίκτωρος Ουγκώ έψαλαν τη θλιβερή καταστροφή…
Όμως, το τουρκικό κακούργημα δεν επρόκειτο να μείνει ατιμώρητο. Ο αγωνιζόμενος ελληνισμός απ’ άκρου εις άκρον ζητούσε εκδίκηση για την καταστροφή του ωραίου νησιού. Σύντομα κινήθηκε ο Ελληνικός στόλος, ο οποίος εμφανίστηκε στη θάλασσα της Χίου αποτελούμενος από 56 πλοία.
Οι Έλληνες πλοίαρχοι σε σύσκεψη αποφάσισαν να προσβάλουν τον τουρκικό στόλο με πυρπολικά. Την τολμηρή επιχείρηση ανέλαβαν ο υδραίος Πιπίνος και ο ψαριανός Κων. Κανάρης. Οι δύο ναυτικοί έπλευσαν αργά, γιατί επικρατούσε άπνοια (νηνεμία), έφθασαν μεταξύ της Χίου και της μικρασιατικής παραλίας και τη νύχτα της 6ης προς 7ης Ιουνίου 1822 πέρασαν σαν σκιές στο λιμάνι όπου εναυλοχούσε ο τουρκικός στόλος.
Ήταν η τελευταία νύχτα του Ραμαζανίου, τα πλοία ήταν φωταγωγημένα και οι Τούρκοι ήταν παραδομένοι στη διασκέδαση. Ο Καρά Αλής είχε προσκαλέσει σε δείπνο τους αξιωματικούς της ξηράς, η ναυαρχίδα του άστραπτε από πολύχρωμα φώτα και αντηχούσε από φωνές και ευθυμίες, ενώ από την πρύμνη ήταν κρεμασμένη η αιμοσταγής κεφαλή και τα αποκομμένα χέρια Έλληνα αξιωματικού…
Ο Κανάρης εκόλλησε το πυρπολικό του στην πλευρά της ναυαρχίδας και πριν ακόμη αντιληφθούν οι Τούρκοι τι έγινε, άναψε το πυρπολικό. Οι φλόγες μεταδόθηκαν στη ναυαρχίδα, η οποία πυρπολήθηκε και ανατινάχτηκε μετά από λίγο, όταν οι φλόγες έφθασαν στην μπαρουτοθήκη του πλοίου.
Πάνω από δύο χιλιάδες Τούρκοι βρήκαν τον θάνατο και οι ο ίδιος ο αιμοσταγής Καρά Αλής καθώς επιβιβάζονταν σε μία λέμβο έπεσε επάνω του ένα κατάρτι καιόμενο, τον εχτύπησε στο κεφάλι και μετακομιζόμενος στην ακτή εξέπνευσε εκεί, όπου πριν από λίγο είχε απαγχονίσει τους ομήρους των Χίων. Ο Πιπίνος δεν επέτυχε στην επιχείρησή του, διότι οι Τούρκοι κατόρθωσαν να αποκρούσουν το πυρπολικό.
Το κατόρθωμα του Κανάρη προξένησε κατάπληξη στους Τούρκους, οι οποίοι κατάλαβαν πλέον ότι τα ύδατα της Χίου δεν ήταν ασφαλή. Γι’ αυτό έφυγαν αμέσως από εκεί και έπλευσαν προς τον Ελλήσποντο. Την «ανδρεία» τους όμως έδειξαν, πριν φύγουν. Εκδικούμενοι για την απώλεια της ναυαρχίδας κατέστρεψαν τα Μαστιχοχώρια.
Η κυριαρχία της θάλασσας εξασφαλίστηκε πάλι για τους Έλληνες. Έτσι, όσες φορές ο τουρκικός στόλος πιεζόμενος από κάποια ανάγκη έβγαινε έξω από τον Ελλήσποντο, ο φόβος του πυρπολικού τον ακολουθούσε παντού.
Οι Έλληνες πυρπολητές, μαυρισμένοι από τους καπνούς του πυρπολικού και ασκεπείς, με επικεφαλής τον ένδοξο Κανάρη, έφθασαν στα Ψαρά και κατευθύνθηκαν αμέσως στην Εκκλησία, όπου ανέπεμψαν ευχαριστήρια δέηση για την επιτυχία και τη σωτηρία τους.
Ο Ελληνικός στόλος με χαρά και ανακούφιση, αλλά και ικανοποίηση επληροφορήθηκε το κατόρθωμα του τολμηρού πυρπολητή…
TTT
Ο Κων/νος Κανάρης (1790 – 1877), ο διασημότατος των Ελλήνων πυρπολητών, γεννήθηκε στα Ψαρά. Πριν από την Επανάσταση ήταν κυβερνήτης μικρού εμπορικού πλοίου και έτρεξε από τους πρώτους για να λάβει μέρος στο απελευθερωτικό αγώνα του Έθνους.
Έτσι, μεταβλήθηκε από εμποροπλοίαρχος σε καταδρομέα και άριστον πυρπολητήν. Χάρη σ’ αυτόν ο αιμοσταγής Καρά Αλής πλήρωσε ακριβά για τη θηριωδία του απέναντι στον άμαχο λαό της Χίου. Οι μεγάλες περιστάσεις ανέδειξαν αυτόν τολμηρόν και επιτήδειον ναυτικόν και συγχρόνως συνέβαλαν στη διανοητική του ανάπτυξη, ώστε αργότερα αναμείχτηκε στην πολιτική και έγινε Πρωθυπουργός της ελεύθερης πλέον Ελλάδας.