Τα δημόσια και τα ιδιωτικά...

on .

Μια είδηση για τη συμπλήρωση 25 χρόνων από το θάνατο του Νομπελίστα ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη, με έκανε να ανασύρω από τη Βιβλιοθήκη «Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά» του και να διαβάσω τα υπογραμμισμένα από το πρώτο διάβασμα σημεία του βιβλίου του, τα οποία, με βάση τη δυσοσμία που αναπνέουμε αυτές τις μέρες με τις καταιγιστικές καταγγελίες, θεωρώ ότι έχουν την επικαιρότητά τους και γι’ αυτό κρίνω σκόπιμο, για όσους δεν έχουν διαβάσει αυτό το βιβλίο, να τα φέρω στην επιφάνεια.
Ήταν ακράδαντη η πεποίθησή του πως ο πολιτικός, καθώς διαχειρίζεται τις τύχες των συμπολιτών του, και ασκεί την ύψιστη, κατά τον Αριστοτέλη, τέχνη «του κυβερνάν ανθρώπους», πρέπει να είναι άνθρωπος βαθιά μορφωμένος, ψυχικά και ηθικά καλλιεργημένος. Δυστυχώς όμως -συμπληρώνει, κρίνοντας με βάση τους πολιτικούς της εποχής του- «αρκετοί πολιτικοί μας, από πλευράς παιδείας και της ανάλογης καλλιέργειας, είναι βαθιά νυχτωμένοι». Γράφει, λοιπόν, στο βιβλίο του που προανέφερα:
«Μυστήριοι άνθρωποι αυτοί οι πολίτες. Τους ξέρω χρόνια, τους παρακολουθώ, τους μελετώ, σαν να ’τανε πειραματόζωα. Στις κοινωνικές τους σχέσεις, τις οικογενειακές, αλλά και τις επαγγελματικές, συμπεριφέρονται με μιαν ευθύτητα και μια ψυχική ευγένεια που μαρτυρούν κοιτάσματα χρυσού στο προγονικό τους υπέδαφος. Η κρίση τους είναι καθαρό μαχαίρι. Κόβει τα πράγματα σε καλά και σε κακά, μαύρα και άσπρα, όπως μας τα’ μάθε η μάνα μας. Έτσι όμως και εμπλακούν στα συστήματα που τους προσφέρουν με το δικό τους, δόλιο τρόπο οι πολιτικές παρατάξεις, η καθαρότητα αυτή χάνεται. Και τα μεν και τα δε είναι όλα καλά, εάν βρίσκονται από το μέρος μας, και όλα κακά, εάν βρίσκονται από τ’ άλλο. Δεν υπάρχει τρόπος να χωριστούν αλλιώς. Ούτε κανείς βιοχημικός ή οφθαλμολόγος θα μπορούσε να μας εξηγήσει πώς γίνεται τόσο ετερόκλητα πράγματα ν’ αποκτούν έξαφνα το ίδιο χρώμα και να θολώνουν το ίδιο μυαλό.
Μακάρι να μπορούσανε και τα οργανωμένα κράτη να διαμορφώσουν μια δημόσια ζωή με νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή και μια διαταγή του Υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες των συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς. Να έπαιρνε πότε - πότε η συνεδρίαση του Κοινοβουλίου τις προεκτάσεις που παίρνει ένα δάκρυ, όταν διαθλά τις αθλιότητες όλες κι απομένει να λάμπει σαν μονόπετρο.
Κοντολογίς, να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη μετράνε απ’ το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμη και κάτω απ’ τις πιο δυσμενείς συνθήκες, όπως ο δικός μας λαός στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, όλα τους αποπνέουν μια αρχοντιά, κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων. Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκαν και έφτασαν ως τις Κοινότητες -μέσα και έξω απ’ την Ελλάδα; Ποιος καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας Πολίτευμα, όπου το κοινόν αίσθημα να συμπίπτει με μείνουν των αρίστων; Τι έγινε η φύση που μαντεύουμε, αλλά δεν τη βλέπουμε, ο αέρας που ακούμε ,αλλά δεν τον εισπνέουμε; Κουράστηκα να τα λέω».
Ελπίζω εσείς να μην κουραστήκατε που τα διαβάσατε!