Τρεις καθοριστικές μάχες της Επανάστασης!

on .

Κατά τις αρχές της επανάστασης ο κύριος στόχος των επαναστατών, με υπόδειξη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ήταν η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς. Ενώ οι Έλληνες της Πελοποννήσου αγωνίζονταν γύρω από την Τρίπολη και περιέσφιγγαν καθημερινά περισσότερο τους πολιορκουμένους, οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας παρεμπόδιζαν το πέρασμα τουρκικών στρατευμάτων, τα οποία θα πήγαιναν να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.

Δύο Τούρκοι πασάδες, ο Κιοσέ Μεχμέτ και ο Ομέρ Βρυώνης κατά διαταγή του Χουρσίτ (που βρισκότανε στα Γιάννινα και πολιορκούσε τον Αλή πασά), παρουσίασαν σημαντικές δυνάμεις, στη Λαμία για να καταπνίξουν «τις ταραχές στην Ελλάδα». Οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και Αθαν. Διάκος προσπάθησαν να τους αποκρούσουν. Αλλά, κοντά στο περίφημο στενό των Θερμοπυλών, το οποίο εδόξασε η ανδρεία των Σπαρτιατών του Λεωνίδα, εθυσιάστηκε ο νεαρός ήρωας του Αγώνα Αθαν. Διάκος.
Ο Αθανάσιος Διάκος (1788 – 1821), ρωμαλέος και ωραίος γιος χωρικού, κατάγονταν από τη Μουσονίτσα της Παρνασσίδας. Η οικογένειά του τον προόριζε για το ιερατικό στάδιο και πολύ νέος πήγε σε μοναστήρι. Αλλά, ο αέρας των βουνών ήταν πάντα πιο θελκτικός γι’ αυτόν και κάποια στιγμή έγινε υπασπιστής του Οδυσσέα Ανδρούτσου και οι δύο εντάχθηκαν να διαφυλάξουν τους δρόμους Άμφισσας και Δελφών. Ο Οδυσσέας όμως έφυγε για τα Ιόνια νησιά. Ο Διάκος τότε έμεινε ως ιδιώτης στη Λιβαδιά.
Τώρα που οι Τούρκοι, 9 χιλιάδες πεζοί και ιππείς και καλύτερα οπλισμένοι ανάγκασαν τους άλλους οπλαρχηγούς να υποχωρήσουν.
Ο Διάκος τάχθηκε με ολίγους εκλεκτούς συντρόφους να προστατεύσει το επικαιρότερο σημείο της διαβάσεως των Τούρκων, τη γέφυρα του Σπερχειού ποταμού τη λεγόμενη της Αλαμάνας. Εκεί, ο Διάκος ανάστησε τις αρχαίες ένδοξες ημέρες των 300 του Λεωνίδα. Επολέμησε με πρωτοφανή ανδρεία και με τη βεβαιότητα ότι με το τίμιο ελληνικό αίμα θα καθαγιάσει άλλη μία φορά τον ιερό εκείνο χώρο, όπου οι προσκυνητές θαυμάζουν την παλαιά και τη νέα ανδραγαθία των Ελλήνων.
Οι οπαδοί του Διάκου εφονεύτηκαν όλοι, ο ίδιος δε τέλος πληγωμένος συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος εθαύμασε το παράστημά του και την ανδρεία του νέου. Ο Διάκος αρνήθηκε με αποτροπιασμό τις δελεαστικές προτάσεις του Τούρκου πασά, ο οποίος του υποσχέθηκε τιμές και αξιώματα, αν ήθελε να συμπολεμήσει μαζί του. Κατά την παράδοση ο Βρυώνης του είπε: «Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις, να προσκυνήσεις στο τζαμί, την Εκκλησία να αφήσεις;» Και ο Διάκος απάντησε: «πάτε και σεις κι η πίστη σας, μουρτάτες, να χαθήτε, εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Ο Ομέρ Βρυώνης τηρώντας την παράδοσή τους διέταξε να φονευθεί με σουβλισμό. Έτσι, ο ήρωας της Αλαμάνας υπέμεινε μαρτυρικό θάνατο στη Λαμία στις 23 Απριλίου 1821.
Η Δημοτική μούσα αναφέρει: «Ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε: σκυλιά κι αν με σουβλίσατε ένας γραικός εχάθει. Ας είναι καλά ο Οδυσσεύς κι ο καπετάν Νικήτας, αυτοί θα σβήσουν την Τουρκία κι όλο σας το Δολβέτι».
Έτσι και έγινε: τον ηρωικό θάνατο του ήρωα της Αλαμάνας Αθαν. Διάκου εκδικήθηκε μετά από λίγο ο εμπειροπόλεμος Οδυσσέας Ανδρούτσος, όταν οχυρώθηκε με ολίγα παλικάρια στο Χάνι της Γραβιάς. Το μικρό, αλλά ένδοξο αυτό Χάνι βρίσκεται στην είσοδο του αυχένα, στο δρόμο, τον αμαξωτό που πάει Μπράλο – Ιτέα και εκεί επρόκειτο να περάσει ο τουρκικός στρατός. Αυτό το Χάνι εδιάλεξε ο Οδυσσέας με 100 παλικάρια να οχυρωθούν και να περιμένουν τον τουρκικό στρατό να περάσει.
Η επιχείρηση ήταν επικίνδυνη. Γι’ αυτό ο Ανδρούτσος είπε στα παλικάρια του: Όσοι θέλουν να θυσιαστούν μαζί μου, να πιαστούν στο χορό, τον οποίο έσυρε πρώτος αυτός. Έτσι, τα παλικάρια χορεύοντας και με περιφρόνηση προς το θάνατο ακολούθησαν τον αρχηγό τους και εκλείστηκαν στο χάνι, του οποίου έκλεισαν όλα τα ανοίγματα και άνοιξαν πολεμίστρες.
Οι Τούρκοι ανύποπτοι ξεκίνησαν για να περάσουν στην Πελοπόννησο. Προπορεύονταν ένας δερβίσης καβάλα στο άλογο. Ο Οδυσσέας μιλώντας αλβανικά τον ερώτησε από το παράθυρο που πηγαίνεις. Απάντησε: πάω να σκοτώσω απίστους. Ο Ανδρούτσος με το καριοφίλι τον έριξε νεκρό από το άλογο. Αλλά και ο στρατός που ακολούθησε εδέχτηκε ομοβροντίες και οι γύρω χώροι εκαλύφτηκαν με σωρούς πτωμάτων. Οι επανειλημμένες και λυσσώδεις επιθέσεις των Αλβανών δεν κατόρθωσαν τίποτε και γι’ αυτό ο Ομέρ Βρυώνης διέκοψε τη μάχη και έστειλε να του φέρουν τηλεβόλα από τη Λαμία.
Έτσι, μέχρι να έρθουν τα τηλεβόλα θεωρούσε ότι οι έγκλειστοι στο Χάνι δεν μπορούν να βγουν και δεν εφρόντισε για τη φύλαξή τους. Αλλά ο Οδυσσέας και τα παλικάρια του βαθιά μεσάνυχτα ξημερώνοντας 8 Μαΐου 1821 με τολμηρή έξοδο πέρασαν ανάμεσα στο κοιμώμενο στράτευμα του Βρυώνη με γιαταγάνια σκορπώντας το θάνατο στο εχθρικό στρατόπεδο, έφυγαν προς τα όρη, αφού έχασαν δύο μόνον συντρόφους τους.
Η παράτολμη αυτή αντίσταση ολίγων ανδρών, η οποία εσταμάτησε ολόκληρη μέρα χιλιάδες τουρκικού στρατού, αναπτέρωσε το καταπέσον φρόνημα των Ελλήνων μετά το ατύχημα της Αλαμάνας συγχρόνως δε έγινε ένδοξο το όνομα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος αναδείχτηκε ο Κολοκοτρώνης της Στερεάς Ελλάδας.
Αλλά, συγχρόνως, επιτεύχθηκε και ο κύριος στόχος του επαναστατικού Αγώνα που ήταν να μη προχωρήσουν τα τουρκοαλβανικά στρατεύματα στην Πελοπόννησο και λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Πραγματικά, το κατόρθωμα του Οδυσσέα εμπόδισε τον Ομέρ Βρυώνη να διαβεί στην Πελοπόννησο και να λύσει την πολιορκία της Τριπολιτσάς, διότι ο Τούρκος πασάς δεν έκρινε ορθό να προχωρήσει προτού καταστείλει την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα. Παρέμεινε ακόμη οχτώ ημέρες κοντά στο Χάνι και έπειτα προχώρησε στη Βοιωτία και κατέλαβε τη Λιβαδειά, την οποία ελεηλάτησαν οι Αλβανοί του. Ο Ανδρούτσος και άλλοι οπλαρχηγοί της Ανατολικής Ελλάδας παρακολουθούσαν αυτόν και ενοχλούσαν το στράτευμά του με κλεφτοπόλεμο. Ο Βρυώνης στη συνέχεια πήρε τη Θήβα και προέλασε στην Εύβοια, προσπαθώντας να προσελκύσει τους Έλληνες με φιλάνθρωπο τρόπο.
Στην Εύβοια συνάντησε αντίσταση γενναία στη θέση Βρυσάκια 15 Ιουλίου 1821. Εκεί διακρίθηκε ο οπλαρχηγός Γοβγίνας, ο οποίος προσπαθούσε να αυξήσει, κατά το δυνατόν, τους άνδρες του και κυρίως να τους καταστήσει άξιους μεγάλου εθνικού αγώνα, ο οποίος προβλέπονταν μακρύς και σκληρότερος από όσο φαινόταν στο ξεκίνημά του.
Προς τα Βρυσάκια εξεκίνησε και ο Ομέρ Βρυώνης κατά των στρατοπεδευόντων εκεί επαναστατών. Όταν η μεταξύ των αντιπάλων παρατάξεων απόσταση εμειώθηκε στο ελάχιστο, ομοβροντία από όλα τα ελληνικά όπλα χτύπησε τους Τούρκους. Η μάχη άρχισε. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να οχυρωθούν και κατόπιν διαταγών του Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος μαίνονταν για την αντίσταση που συνάντησε, έκαναν εφόδους, αλλά οι ελληνικές θέσεις παρέμεναν ακλόνητες. Στη μάχη εδόθηκε ιερός χαρακτήρας. Έλληνες ιερείς φορώντας τα άμφιά τους περπατούσαν γύρω από τις τάξεις των μαχομένων επαναστατών ψάλλοντας: «Σώσον, κύριε, τον λαόν Σου». Στο μεταξύ, τα κανόνια της ξηράς καθώς και τα κανόνια του Κριεζή που είχε στο πλοίο του έκαναν εύστοχες βολές κατά των Τούρκων. Η μάχη κράτησε εφτά ώρες, στο διάστημα των οποίων οι Τούρκοι έκαναν τρείς μάταιες επιθέσεις με βαριές απώλειες.
Μετά από αυτό, ο Ομέρ Βρυώνης θεωρώντας ανεπαρκή τη δύναμή του διέταξε το στράτευμά του να επιστρέψει στη Χαλκίδα. Η επιστροφή, όμως, αυτή σε λίγο μετατράπηκε σε φυγή, διότι οι Έλληνες όρμησαν από τα χαρακώματά τους και καταδίωξαν τους Τούρκους και άλλους κατέκοψαν και άλλους ανάγκασαν να πέσουν στα έλη.
Η μάχη αυτή είχε εξαιρετική σημασία, διότι επέδρασε στο ηθικό των Τούρκων και εμπόδισε την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, κυρίως για να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Σ’ αυτό συντέλεσε η ικανότητα του οπλαρχηγού Αγγελή Γοβγίνα. Η νίκη εκείνη των Βρυσακίων ήταν νίκη αρχηγού. Διότι αυτός εμψύχωνε συνεχώς τους μαχητές τρέχοντας στην πρώτη γραμμή και κατόρθωσε να εμψυχώσει τους άνδρες του μεταδίδοντάς του τη δική του φλόγα.
Μετά την αποτυχία του Όμερ Βρυώνη νέα ενίσχυση με μεγάλες δυνάμεις των Τούρκων ερχότανε από τη Μακεδονία. Ήταν οχτώ χιλιάδες έφιπποι με αρχιστράτηγο τον Μπεϊράν πασά. Το σχέδιο της επιχείρησης αυτής ήταν πράγματι σοβαρό. Ο Μπεϊράν θα ενώνονταν με τον Κιοσσέ Μεχμέτ στη Βοιωτία. Θα προχωρούσαν από διαφορετικά σημεία με κύριο στόχο το κέντρο της Πελοποννήσου, για να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Αλλ’ όμως, οι επαναστάτες οπλαρχηγοί καραδοκούσαν και τους περίμεναν. Ο Δυοβουνιώτης, ο Πανουργίας και ο Γκούρας επιτέθηκαν εναντίον αυτής της στρατιάς στα Βασιλικά που βρίσκονται στη λεωφόρο, η οποία οδηγεί από τη Λαμία στην Αταλάντη. Είναι χωριό της Φθιώτιδας κοντά στις Θερμοπύλες. Εκεί 2 χιλιάδες επαναστάτες επιτέθηκαν στη στρατιά του Μπαϊράν πασά στις 26 Αυγούστου 1821 και εθριάμβευσαν. Ο τουρκικός στρατός με μεγάλες απώλειες επέστρεψε στη Λαμία. Ο τουρκικός στρατός έφευγε πανικόβλητος και αποσυντεθειμένος ο καθένας εκοίταζε πως να σωθεί φεύγοντας προς την Πλατανιά, όπου μόλις πρόφθασε να διαφύγει και ο ίδιος ο Μπαϊράν.
Η νίκη των βασιλικών είναι μία από τις επιφανέστρες νίκες του Ελληνικού Αγώνα και το κυριότερο είναι ότι συνέβαλε πολύ στην πτώση της Τριπολιτσάς. Αν περνούσε όλος αυτός ο στρατός στην Πελοπόννησο, θα εξορμούσαν και οι πολιορκημένοι στην Τριπολιτσά Τούρκοι και θα διαλύονταν η πολιορκία.