Η ξενιτιά και οι ξενιτεμένοι…

on .

 Η μοίρα του Έλληνα, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμα, είναι να ξενιτεύεται, προκειμένου άλλος ν’ αποφύγει την σκλαβιά, άλλος να εξασφαλίσει τον επιούσιο και άλλος, από δική του πρωτοβουλία, για καλύτερες σπουδές και εκπαίδευση.
Η ξενιτιά είτε για τον ένα, είτε για τον άλλο λόγο, είναι όπως λέει ο λαός μας «ζωντανός χωρισμός, που παρηγοριά δεν έχει». Τον χωρισμό που φέρνει ο θάνατος, λέει, είναι θέλημα Θεού, εδώ όμως αναγκάζεσαι να αποχωριστείς αγαπημένα σου πρόσωπα και να πας στο άγνωστο.συγγράμματα και ποιήματα δεν έχουν γραφτεί για την ξενιτιά, αλλά και πόσα τραγούδια δεν τραγούδησε και δεν τραγουδά ο λαός μας για την «κακούργα ξενιτιά».
Όλα τα νησιά μας έχουν ψηλά το «αγνάντιο» με τα ξωκλήσια αφιερωμένα στην Παναγία την «Κατευοδώτρα». Εκεί λοιπόν, σε κάθε ξενιτεμό των ναυτικών μας, οι γυναίκες, οι θυγατέρες, οι αρραβωνιασμένες, οι γονείς ανεβαίνουν, ανάβοντας τα καντήλια και αγιοκέρια παρακαλώντας την Παναγία να οδηγήσει και να κατευοδώσει τους θαλασσοδαρμένους δικούς τους ανθρώπους σ’ απάνεμα λιμάνια.
«Φουρτούνιασε η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά
κι η δόλια μου ματιά θολή, παιδί μου ώρα σου καλή
και πίνοντας τόση χολή σου λέμε το ώρα σου καλή…
Αλλά και από τη στεριά παρόμοιες εικόνες έχουμε με τον ξενιτεμό. Εμείς οι Ηπειρώτες τον έχουμε νιώσει περισσότερο στο πετσί μας, γιατί ο φτωχός τόπος μας, μας αναγκάζει να ξενιτευτούμε. Από παιδάκια ταξιδεύουν κι έχουν συνδέσει τη ζωή τους με το Οδύσσειο πνεύμα. Κι έτσι, σε όποια γωνιά της γης κι αν βρεθείς θα συναντήσεις το Ελληνικό στοιχείο και Ηπειρώτες στην πλειονότητα που προσπαθούν να νικήσουν τη μοίρα τους. Ποιος δεν θυμάται το “καραβάνι του Ρόβα” και το τραγούδι “κίνησε ο Ρόβας κίνησε μες στην Βλαχιά να πάει”.
Πορείες ζωής με άπειρους σταθμούς και πολλαπλές εμπειρίες, που καθιστούν τις μαρτυρίες των ταξιδεμένων πολυσήμαντες. Πολλοί από αυτούς κατόρθωσαν να ευημερήσουν, να γίνουν πάμπλουτοι και πολλοί αναδείχθηκαν σε επιστήμονες παγκόσμιας εμβέλειας. Ποτέ όμως δεν ξέχασαν την πατρίδα τους.
Έτσι βλέπουμε, από τους ταξιδεμένους αυτούς, να ξεπηδούν οι Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες με τα κληροδοτήματα. Σ’ αυτά τα ξενιτεμένα μας παιδιά η Πατρίδα οφείλει πολλά. Πώς θα ελευθερωνόταν δίχως την συμβουλή του Κοραή, του Φεραίου, του Υψηλάντη, του Καποδίστρια και τόσων άλλων, στον υπέρ πάντων αγώνα για την λευτεριά από τον Τουρκικό ζυγό; Και μετέπειτα οι εθνικοί ευεργέτες με κορυφαίο τον Γ. Αβέρωφ, που έδωσε τα πάντα, να σταθεί στα πόδια του το Ελληνικό Κράτος.
Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, είναι που βλέπουμε ότι οι εκτός Ελλάδας Έλληνες αγαπούν και νοσταλγούν περισσότερο την πατρίδα από εμάς που ζούμε και κινούμαστε μόνιμα εδώ και δεν την εκτιμούμε.
Παρά τις αντιξοότητες και τα βάσανα της ξενιτιάς, θυμούνται τους δικούς τους, τα αγαπημένα πρόσωπα που άφησαν πίσω. Δεν ξεχνούν τις ρίζες της γενιάς τους και τις καταβολές τους, τις οποίες κουβαλούν σαν επτασφράγιστο φυλαχτό στην καρδιά τους. Σε όλους είναι πόθος και καημός να γυρίσουν στα πάτρια εδάφη όπου και να βρίσκονται. Πώς να ξεχάσεις τον «Σταυραετό» του Κρυστάλλη:
«Παρακαλώ σε σταυραετέ για χαμηλώσου λίγο
και πάρε με στα νύχια σου, πάρε με στις φτερούγες
πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος…
Αυτή την αγάπη των ξενιτεμένων για τις ρίζες τους, θέλω σήμερα να επισημάνω καθώς είδα στο διαδίκτυο ότι Μετσοβίτης, καταξιωμένος επιστήμονας, με την χιονόπτωση στην Αθήνα «φιλοτέχνησε» μια φιγούρα Μετσοβίτικης γυναίκας -πιθανόν να είχε στο νου του τη μάνα του- με την παραδοσιακή φορεσιά, αντί για χιονάνθρωπο, για να δείξει πόσο βαθιά ριζωμένη είναι, στην καρδιά του, η αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Μια Βλάχα στην Αθήνα
Επετειακός -χιον- άνθρωπος»
-------------
Ματίνα – Νικόλας – Γιάννης
Κείμενο που έγραψε ο
Δημήτριος Μαντζούρης
αφού είδε το έργο
-------------
Μέρα φλεβάρη μέρωσε, μέρα φλεβάρη εφάνη
μέσα στη ζάλη του χιονιά, στου Υμηττού τη ράχη
μια νύφη σ’ άσπρο φόρεμα, μία πανώρια κόρη.
Κι έπεσε η νύχτα στα βουνά, κι η νύχτα μες στους κάμπους
κι έμεινε η κόρη αγέρωχη, μονάχη στο σκοτάδι.
Επέρασε κι ο κυρ-βοριάς κι εσκίρτησε κι εστάθη
-Για δες περίσσεια ομορφιά, για δες περίσσεια χάρη
για δες αρχόντισσα κυρά σα νύφη μέσα στ’ άσπρα.
Θε να φυσήξω από βραδιού, τον κόσμο να παγώσω
να μη σου λιώσει αφέντρα μου, ο ήλιος το κορμί σου.
Κι η κόρη εσείστηκε με μιας, ετίναξε τους ώμους
και του βοριά κουβέντιασε και του βοριά του κρένει:
-Βοριά μου, τί πολύ αργείς και στέκεις και θωρείς με;
Τράβα γοργά τη στράτα σου, δρασκέλισε τα όρη,
τί έχεις χώρες να διαβείς, τί έχεις βουνά ν’ ασπρίσεις.
Ας με χαρούν του Υμηττού ‘πόψε τα νυχτοπούλια
και το φεγγάρι ας με χαρεί και τ’ ουρανού τα νέφια
κι ας βγει ο ήλιος το πρωί κι ας λιώσει το κορμί μου.
Εγώ είμαι η Βλάχα, κυρ -βοριά, η Βλάχα του Μετσόβου
Μένα με ξέρουν τα βουνά, με ξέρουν τα λαγκάδια
με ξέρει η νύχτα η παγερή και τα θεριά του λόγγου.
Στους ώμους μου εβάσταξα της λευτεριάς τα πάθη
κι ανέστησα κι ανάθρεψα αμέτρητους λεβέντες.
Δεν με τρομάζεις κυρ -βοριά ουδέ το φώς του ήλιου
Φώς είμαι και του λόγου μου και φέγγω στους αιώνες.
(Μέτσοβο)