Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων και οι προκλήσεις του σήμερα…

on .

 Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος ήταν η ομιλία του πολιτικού μηχανικού και συγγραφέα Δημήτρη Οικονόμου κατά την πρόσφατη πανηγυρική εκδήλωση του Δήμου Ιωαννιτών για την απελευθέρωση της πόλης, παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.

Κι αυτό επειδή ο κ. Οικονόμου συνέδεσε την απελευθέρωση του 1913 με τις εθνικές προκλήσεις του σήμερα. Ωστόσο, η εκδήλωση έγινε διαδικτυακά και, καθώς πολλοί Γιαννιώτες δεν είχαν την ευκαιρία να ακούσουν την ομιλία, ο «Π.Λ.» τη δημοσιεύει σε δύο συνέχειες, σήμερα και αύριο.
***
Φέτος συμπληρώνονται 108 χρόνια από εκείνο το πρωινό της 21ης Φεβρουαρίου του 1913, όταν ύστερα από 85 ημέρες εχθροπραξιών και σκληρών συγκρούσεων, μέσα στο κρύο και την παγωνιά του ανελέητου ηπειρωτικού χειμώνα και των

απόκρημνων βουνών, ο ελληνικός στρατός εισήλθε απελευθερωτής στα Γιάννενα, μέσα σε ξέφρενο πανζουρλισμό, βάζοντας τέλος σε μισή σχεδόν χιλιετία σκλαβιάς.
Ανάμεσα στους έφιππους αξιωματικούς παρελαύνει κι ένας άγνωστος στο πλήθος για τη συμβολή του ταγματάρχης, ονόματι Τσιριγώτης, που στα μάτια κάποιων μυημένων είναι γνωστός με το ψευδώνυμο Άραχθος.
Η ιστορία, όπως τη διδασκόμαστε, είναι λίγο πολύ γνωστή. Στις 12 Οκτωβρίου του 1912 ο Ελευθέριος Βενιζέλος δίνει την παρακάτω διαταγή: «Με ακμαίον ηθικόν ημετέρου Στρατού και το συντετριμμένον ηθικόν του εχθρού, η Κυβέρνησις νομίζει ότι επιβάλλεται να μεταβάλει τας δοθείσας υμίν διαταγάς, όπως επιτεθείτε κατά του εν Ηπείρω Τουρκικού στρατού και καθαρίσητε απ’ αυτόν την Ελληνικοτάτην ταύτην επαρχία» Αμέσως οι Ελληνικές μεραρχίες περικυκλώνουν την πόλη από την Ανατολή και τον Νότο. Κι ενώ στα ανατολικά στις 31 Οκτωβρίου απελευθερώνουν το Μέτσοβο και βαθμιαία προωθούνται και φτάνουν μέχρι τον Δρίσκο, όπου εκεί διεξάγονται ηρωικές μάχες, με αποκορύφωμά τους τον θάνατο του σπουδαίου Έλληνα ποιητή Λορέντζου Μαβίλη, ο κύριος όγκος του στρατού είναι καθηλωμένος για περισσότερο από τρεις μήνες έξω απ’ το Μπιζάνι. Την στρατηγική αυτή τοποθεσία την έχουν επιλέξει Γερμανοί αξιωματικοί, οι οποίοι ύστερα από πρόσκληση των Τούρκων, όχι μόνο έχουν σχεδιάσει την άμυνα του φρουρίου, αλλά έχουν επιβλέψει και την κατασκευή των οχυρωματικών έργων, τοποθετώντας σε καίρια σημεία το βαρύ πυροβολικό της πόλης. O κλοιός στενεύει απ’ το βορρά. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1912 απελευθερώνεται η Κορυτσά. Όμως το Μπιζάνι παραμένει απόρθητο. Τα 130 πυροβόλα όπλα του εχθρού θερίζουν τους Έλληνες κάθε φορά που εφορμούν. Γρήγορα οι πολιορκητές τούς δίνουν παρατσούκλια. Το χειρότερο απ’ όλα, το πιο φονικό, το πιο καλά κρυμμένο, το έχουν ονομάσει Σκύλλα, απ’ το ομηρικό τέρας, επειδή το Ελληνικό επιτελείο, προσπαθώντας, αποτυχημένα, να το εντοπίσει και να το χαρτογραφήσει, του προσφέρει ως βορρά τους στρατιώτες του.
Και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Το ΓΕΣ λαμβάνει κάποιες καινούριες πληροφορίες, αναθεωρεί το σχέδιο επίθεσης, υλοποιείται η προπαρασκευή, οι γυναίκες της Ηπείρου, αυτές που θα συναντήσουμε μερικά χρόνια αργότερα στην εποποιία του Σαράντα, είναι παρούσες και σε αυτό το κάλεσμα, ανεβάζοντας κανόνια στο όρος Ολύτσικα στη θέση «2 Βουνά», γίνονται οι απαραίτητες κινήσεις αντιπερισπασμού στη Χιμάρα και τον Δρίσκο και ο ελληνικός στρατός επιτίθεται στο Μπιζάνι, δυτικότερα των προηγούμενων προσπαθειών και με σαφή εντολή να μην εκθέσει τις πληροφορίες που έχει λάβει. Δύο ταγματάρχες όμως, οι Βελισσαρίου και Ιατρίδης αγνοώντας τη ρητή διαταγή να μην προχωρήσουν πέρα απ’ το χωριό Πεδινή, προσπέρασαν από τα ανατολικά το χωριό Κοσμηρά και έφτασαν περίπου 3 χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη των Ιωαννίνων. Τα υπόλοιπα τα κατέγραψε η Ιστορία. Τα Γιάννενα έπεσαν.
«Θρίαμβο της τακτικής» χαρακτήρισε το γεγονός ο γαλλικός τύπος. Για να φτάσουν όμως οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στον θρίαμβο αυτό, αξιοποίησαν μια σημαντική πληροφορία που είχαν λάβει λίγες μέρες νωρίτερα. Είχαν στα χέρια τους τα λεπτομερή σχέδια των οχυρών και κυρίως της Σκύλλας. Οι Μυστικές Υπηρεσίες είχαν κάνει το θαύμα τους. Όμως ο χαρακτηρισμός θαύμα είναι άδικος. Όπως και ο χαρακτηρισμός Μυστικές Υπηρεσίες είναι αδόκιμος για εκείνη την εποχή. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας σκληρής επταετούς περιόδου προπαρασκευής και κατασκοπίας, κατά τη διάρκεια της οποίας κάποιοι αποφασισμένοι Γιαννιώτες, πολίτες, όχι στρατιωτικοί, πρέπει να το υπογραμμίσουμε αυτό, είτε επιφανή μέλη της κοινωνίας, είτε απλοί άνθρωποι του μόχθου, αψήφισαν τον Οθωμανικό ζυγό και κάτω απ’ την μύτη των Τούρκων προετοίμαζαν την απελευθέρωση με σιδερένια πυγμή και κυνική αποφασιστικότητα που με τα σημερινά δεδομένα οι πρακτικές τους θα άγγιζαν τα όρια της βαρβαρότητας.
Πρόκειται φυσικά για την περίφημη Ηπειρωτική Εταιρεία που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1906 στα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας και αμέσως έλαβε δράση μέσα στα τουρκοκρατούμενα εδάφη της Ηπείρου. Η οργάνωση είχε σαφή ιεραρχία, με βαθμίδες, ψευδώνυμα και κρυπτογραφημένα μηνύματα, η ένταξη σε αυτή γινόταν κατόπιν μιας τελετής ορκωμοσίας στο Ευαγγέλιο και απαιτούσε απ’ τα μέλη της τυφλή υπακοή. Με πρώτο διοικητή τον ταγματάρχη Τσιριγώτη η μυστική οργάνωση είχε σκοπό να εξοπλίσει τους χωρικούς, να τροφοδοτήσει με όπλα και πολεμοφόδια τα ένοπλα τμήματα που δρούσαν στην ύπαιθρο (υπολογίζεται πως οι βαρκάρηδες τις λίμνης μετέφεραν πάνω από δυόμιση χιλιάδες όπλα) και γενικά να προετοιμάσει το έδαφος για την ώρα της μεγάλης μάχης εναντίον δύο εχθρών: των Τούρκων και των Ρουμάνων. Και όταν ήρθε η ώρα αυτή, κατάφερε να υποκλέψει τα σχέδια του Μπιζανίου και να χαρίσει στον ελληνικό στρατό μια δαφνοστεφανωμένη νίκη, χωρίς ποτέ, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, να της αποδοθούν οι τιμές που της αξίζουν.
Όμως το τίμημα για κάποιον αποδείχτηκε πάρα πολύ βαρύ. Για εκείνον, τον ένα, που θυσιάστηκε, αφού αμφιταλαντεύτηκε, προβληματίστηκε, και έβαλε στη ζυγαριά από την μια πλευρά την πατρίδα του κι από την άλλη τον ίδιο και την οικογένειά του. Αναφέρομαι στον Νικολάκη Εφέντη, τον μεγάλο αφανή ήρωα, η ιστορία του οποίου είναι σε πολλούς άγνωστη ή καλύτερα αποσιωπημένη, γιατί κάποιοι πιστεύουν πως ο πόλεμος κερδίζεται μόνο στο πεδίο της μάχης με τους νεκρούς να πέφτουν ηρωικά μαχόμενοι, αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας ίσως τις μυστικές επικοινωνίες και αποφάσεις σε κάποιο σκοτεινό δωμάτιο.
Με ελληνική καταγωγή από την Σμύρνη στην οποία κατοικούσαν οι γονείς του και οι πέντε αδερφές του, ο Νικόλαος Μισιατζόγλου, όπως πιθανόν ήταν το πραγματικό του όνομα, αφού αποφοίτησε απ’ το Ζωγράφειο Γυμνάσιο σπούδασε μηχανικός στην Γερμανία και όταν το 1908 το Σύνταγμα των Νεότουρκων έδινε πλέον το δικαίωμα σε όλους τους Τούρκους υπηκόους να υπηρετήσουν στο στρατό, κατετάγη. Μεταφέρθηκε στα Ιωάννινα όπου με τον βαθμό του λοχαγού ήταν υπεύθυνος για την συντήρηση του οχυρού του Μπιζανίου. Εκεί τον Φλεβάρη του 1913 τον πλησίασαν τα στελέχη της Ηπειρωτικής Εταιρείας και προσπάθησαν να τον προσεταιριστούν. Οι μαρτυρίες λένε πως στην αρχή ήταν αρνητικός (προφανώς αναλογιζόμενες τις συνέπειες που θα είχε μια τέτοια πράξη) αλλά οι αντιστάσεις του κάμφθηκαν, όταν συναντήθηκε με τον μητροπολίτη Γερβάσιο, του οποίου η καταγωγή ήταν απ’ την Καππαδοκία. Ίσως το κοινό στοιχείο της καταγωγής στα βάθη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να έπαιξε τον ρόλο της. Τελικά υπέκλεψε τα σχέδια των οχυρών, τα αντέγραψε, τα παρέδωσε στον σύνδεσμό του και επέστρεψε τα πρωτότυπα στη θέση τους, χωρίς κανείς να καταλάβει την ενέργειά του. Είναι άγνωστο ποια θα ήταν η έκβαση του αγώνα, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο Νικολάκης Εφέντης.
Μετά την απελευθέρωση του ζητήθηκε να παραμείνει στα Γιάννενα, αλλά εκείνος αρνήθηκε και επέστρεψε στη Σμύρνη. Όμως, δυστυχώς, η μυστική δράση του αποκαλύφθηκε, όταν εφημερίδα της εποχής δημοσίευσε την απίστευτη ιστορία του. Το τέλος του ήταν τραγικό, καθώς οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον κρέμασαν αυτόν και όλη του την οικογένεια.
Ένας άνθρωπος λοιπόν μόνος του, θυσιάζοντας τη ζωή και την οικογένειά του, άλλαξε τον ρουν της ιστορίας. Πόσο πιθανό είναι να γίνει κάτι τέτοιο σήμερα; Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που στέκονται μόνοι τους μπροστά στα τανκς, όπως εκείνος ο Κινέζος φοιτητής στην πλατεία Τιεναμέν του Πεκίνου. Αλλά πόσοι πραγματικά αλλάζουν την ιστορία; Και μάλιστα χωρίς κανένα αντάλλαγμα; Καμία αμοιβή; Χωρίς κανένα όφελος; Ο Νικολάκης Εφέντης πέρασε στη λήθη και την αφάνεια. Υπάρχει θέση για ανιδιοτέλεια στο σύγχρονο κόσμο; Ή μήπως δεν υπήρχε ποτέ, κατά το σεφερικό εκείνο «oι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά»; Άραγε όταν η Ιστορία μας καλέσει, γιατί πολύ φοβάμαι με τις ανακατατάξεις που συμβαίνουν στην γειτονιά μας θα μας καλέσει αργά ή γρήγορα, θα βρεθούν απλοί πολίτες να θυσιάσουν τον εαυτό τους και την οικογένειά τους για το υπέρτατο αγαθό της Ελευθερίας και της Πατρίδας; Τα ερωτήματα αυτά μπορεί να ακούγονται κάπως αφελή και ίσως άκαιρα μέσα στο περιβάλλον της πανδημίας που έχει γονατίσει τον πλανήτη, που μας έχει κλείσει όλους στα σπίτια μας, που μέσω της άποψης για προσωπική ευθύνη, μας έχει στρέψει να κοιτάμε μόνο τον εαυτό μας, την δική μας επιβίωση, αλλά είναι διαχρονικά. Και οι απαντήσεις τους δυστυχώς δεν είναι τόσο αυτονόητες. Αυτές οι θυσίες δεν γίνονται έτσι ξαφνικά, χρειάζεται προετοιμασία, ιστορική αφύπνιση και καλλιέργεια εθνικής συνείδησης.
Και αν εκείνη την εποχή, εποχή συνεχών ανακατατάξεων, αυτά ήταν για χρόνια στο επίκεντρο, σήμερα δεν είναι. Όμως τα ερωτήματα επανέρχονται εξίσου επίκαιρα, διότι ξυπνάει πάλι ο κίνδυνος εξ ανατολών. Διότι η Τουρκία αμφισβητεί ανοιχτά τη συνθήκη της Λωζάνης και κατ’ επέκταση τα κοινά σύνορά μας και μιλάει για τα σύνορα της καρδιάς της και οραματίζεται μια κάποια γαλάζια πατρίδα με το μισό Αιγαίο δικό της. Αν λοιπόν συμβεί το μοιραίο, που όλοι το απευχόμαστε, είτε ως ατύχημα, είτε ως προσχεδιασμένη ενέργεια, κανείς δεν θα μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ήξερε και δεν είχε χρόνο να προετοιμάσει και να προετοιμαστεί. Γιατί τί μας διδάσκει, ανάμεσα στα άλλα, η απελευθέρωση της πόλης μας; Ότι δεν χρειάζεται μόνο ο ηρωισμός, οι Μπιζανομάχοι, η εφόπλου λόγχη και οι πράξεις αυτοθυσίας, όπως αυτή του Λορέντζου Μαβίλη, αλλά και η προπαρασκευή της κοινωνίας, τόσο υλική, όσο και ψυχική. Σαν αυτή που για εφτά ολόκληρα χρόνια έκανε η Ηπειρωτική Εταιρεία.
(αύριο το β’ μέρος)

*Ο Δημήτρης Οικονόμου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορεί το τέταρτο μυθιστόρημά του «Ο τελευταίος Φύλακας».