«Ημετερισμός», η μεγαλύτερη πληγή στον δημόσιο βίο μας!

on .

Τα όσα, συγκλονιστικά για την βδελυρότητά τους, αποκαλύπτονται τούτες τις μέρες σχετικά με τον Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, σκηνοθέτη και ηθοποιό, Δημήτρη Λιγνάδη, έρχονται να θέσουν, με έναν επιτακτικό μάλιστα τρόπο, την ανάγκη, αλλά και την εθνική πλέον απαίτηση, «απογαλακτισμού» του δημόσιου βίου μας από τον επάρατο -όπως αποδεικνύεται- «ημετερισμό». Επειδή, μάλιστα, βρισκόμαστε σε ένα σημαδιακό έτος, αυτό της διακοσιοστής επετείου της Μεγάλης Εθνεγερσίας του 1821, έχουμε χρέος απέναντι στους γενναίουςπρογόνους μας, που έδωσαν τα πάντα -ακόμη και τη ζωή τους- για την πολυπόθητη, ύστερα από τετρακόσια χρόνια απηνούς σκλαβιάς, ελευθερία, να τιμήσουμε ως Νεότεροι Έλληνες τη σπουδαία αυτή παρακαταθήκη τους.
Έχω επισημάνει κατά καιρούς και σε άλλα επιφυλλιδικά μου σημειώματα στον Τοπικό Γραπτό Τύπο, ότι από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, το πολιτικό προσωπικό, ουδέποτε ασχολήθηκε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, πλην ελαχίστων «φωτεινών» εξαιρέσεων, μεταξύ των οποίων και ο Πρώτος Κυβερνήτης, μέγας ευπατρίδης Ιωάννης Καποδίστριας (γι΄ αυτό και είχε το τέλος που είχε), για τη δόμηση μιας υγιούς και σε ασφαλή θεμέλια στερεωμένης πολιτείας. Από το 1830 μέχρι σήμερα είχαμε, όσο κι αν αυτό φαίνεται υπερβολικό, κάτι σαν κράτος. Τα «σημεία» ήταν πρόδηλα από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Επανάστασης, όταν τα πρώτα κόμματα που δημιουργήθηκαν είχαν ξενικό όνομα: Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό, αντίστοιχα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Η κομματικοποίηση του κρατικού μηχανισμού είχε ξεκινήσει. Ο διαχωρισμός σε «ημέτερους» και σε «άλλους», επίσης. Ο συμπατριώτης μας Πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης, όπως σημειώνουν οι ιστοριογράφοι της εποχής, υπήρξε ο πρωτεργάτης σ΄ αυτή τη «θεμελίωση».
Η νοοτροπία του «κράτους – τσιφλίκι» από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα άρχισε να εμπεδώνεται σε επικίνδυνο βαθμό. Ο κομματισμός διεισδύει σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής. Και για να μη χαθεί η ...συνέχειά του, «αγκαλιάζει» κάθε κοινωνική δραστηριότητα: τα εργατικά και επαγγελματικά συνδικάτα και σωματεία, το φοιτητικό κίνημα, ακόμη και τους «άγουρους» μαθητές, στο όνομα της δήθεν οργάνωσης και ανάπτυξης του συνδικαλισμού και του συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο και βεβαίως υποληπτόμαστε για την ανάδειξη, προαγωγή και προστασία των εργατικών-επαγγελματικών δικαιωμάτων, διαφωνούμε, όμως, κάθετα με την κομματική χειραγώγησή του. Ο καθένας έπρεπε να «ανήκει» κάπου. Έτσι προέκυψαν ως επιδίωξη στην κοινωνία μας τα περιβόητα «κομματόσημα», υποκαθιστώντας τα ένσημα του μόχθου και της αξιοσύνης, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας. Η «αρεστεία» υποκατέστησε την αριστεία. Έτσι προέκυψε και κ. Λιγνάδης στη θέση του Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, καταργώντας εν μια νυκτί προηγούμενη νομοθεσία για προκήρυξη της θέσης, προκειμένου να γίνει η κομματική «εξυπηρέτηση».
Το περιστατικό αυτό δεν είναι, ασφαλώς, ένα τυχαίο περιστατικό. Είναι ένα από τα χιλιάδες περιστατικά βαθιάς διαφθοράς που κατατρύχει την κοινωνία μας. Η εκάστοτε κομματική προστασία τους καταδεικνύει τον αντίστοιχο βαθμό διαφθοράς των εκάστοτε κυβερνώντων. Από το πάρτι αυτό της διαφθοράς δε θα μπορούσε, βεβαίως, να απουσιάζει και η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κομματικοποιημένη σε μεγάλο βαθμό (τι σημαίνει άραγε η προεκλογική λέξη «χρίσμα»;) κι ας διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους οι εκπρόσωποί της για το τάχα «ακηδεμόνευτο» και «ανεξάρτητο», ως τμήμα της διοικητικής εξουσίας, «παίζει» και η ίδια σ΄ αυτό το κομματικό γαϊτανάκι, έστω όχι στον ίδιο βαθμό με την Κεντρική Εξουσία.
Η μεγαλύτερη κατάκτηση της μεταπολεμικής κοινωνίας μας, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) γινόταν και γίνεται προσπάθεια διαρκούς υπονόμευσης και υπερκερασμού του με διάφορα νομοθετικά τερτίπια, κατά το λαϊκό θυμόσοφο «όποιος έχει το κρατικό μαχαίρι, έχει και το πεπόνι». Μόνο που το «πεπόνι» δεν ήταν ποτέ από τον «μποστάνι» του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Ούτε το κράτος «λάφυρό» του. Γι’ αυτό και, για το σεβασμό και την προάσπιση της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, έχει την τεράστια ευθύνη ο καθένας από μας, απέναντι στον εαυτό του και τα παιδιά του, στα εγγόνια του, απέναντι, κοντολογίς, στο έθνος, ιδίως όσοι ασκούν κάποιον θεσμικό ρόλο, να γίνει «εισαγγελέας» στις περιπτώσεις καταστρατήγησής τους. Αλλιώς αυτός ο τόπος δεν έχει καμία τύχη.