Τρεις χαμένες ευκαιρίες...

on .

Παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, από την Ιταλία, ο Ανώνυμος Συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας», ο πρώτος δάσκαλος της Πολιτικής Παιδείας, ο οποίος, κατά τον Ακαδημαϊκό Κωνσταντίνο Τσάτσο, «αν δεν είναι ο ίδιος γηγενής Ηπειρώτης, είναι διαποτισμένος από το κλίμα των Ιωαννίνων στον 18ο αιώνα, που υπήρξαν η πηγή της λυτρωτικής ροπής για περισσότερο φως, αληθινό επίκεντρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», μας έστειλε, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, το βαρυσήμαντο μήνυμα: «Βραβεύσατε την αξιότητα σε όποιο υποκείμενο την συναντήσετε».
Αυτό ακριβώς έκανε, το 1827, στην Τροιζήνα η Γ’ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων εκλέγοντας ως Κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη Καποδίστρια με το σκεπτικό ότι διαθέτει «πολλήν πείραν και πολλά φώτα» και συνεπώς είναι «ο κατά πράξιν και θεωρίαν Έλλην πολιτικός, κατάλληλος να κυβερνήση κατά τον σκοπόν της πολιτικής κοινωνίας».
Και ενώ πάσχιζε, με τους εκλεκτούς συνεργάτες του, να βγάλει την Ελλάδα από τα ερείπια στα οποία την είχε καταδικάσει η μακροχρόνια σκλαβιά, έκανε, για μια ακόμη φορά, απειλητική την εμφάνισή του στον ελληνικό ορίζοντα εκείνο το προαιώνιο και διαχρονικό σαράκι της φυλής μας, «η διχόνοια που κρατάει ένα σκήπτρο η δολερή», άπλωσε τα δίχτυα των μηχανορραφιών και της ραδιουργίας και δε δίστασε τα κλαδιά της δημιουργίας και της προκοπής να τα μετατρέψει σε προσάναμμα για ένα νέο –και καταλυτικό για τη χώρα μας- αλληλοφάγωμα.
Ήρθε το δολοφονικό χέρι των Μαυρομιχαλαίων, έβαλε το μαχαίρι στην καρδιά του Καποδίστρια, μαζί δε και στην καρδιά της Ελλάδας, με αποτέλεσμα,ό πως είχε προβλέψει ο Ανώνυμος Έλληνας της «Ελληνικής Νομαρχίας», να παραδοθεί η χώρα μας «στους αλλογενείς δυνάστες», οι οποίοι καθιέρωσαν στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία, την «Ελέω Θεού μοναρχία», με όλες τις γνωστές συνέπειες που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της πατρίδας μας.
Και όταν, ύστερα από αρκετές δεκαετίες, εμφανίστηκε στον πολιτικό ορίζοντα της πατρίδας μας μια νέα φωτεινή προσωπικότητα που, με τους σκληρούς πολιτικούς του αγώνες, υποχρέωσε τη μοναρχία, η οποία είχε την ευχέρεια να διορίζει ως πρωθυπουργό ακόμη και τον «κηπουρό» της, να εφαρμόσει την «αρχή της δεδηλωμένης» και είχε ξεκινήσει ένα μεγαλόπνοο μεταρρυθμιστικό και δημιουργικό έργο, πάλι ο ιός του «ραγιαδισμού», απ’τον οποίο προσβληθήκαμε, κατά τα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς, έβαλε το χεράκι του: και το χειρότερο, για να μην γίνεται εύκολα αισθητός και για να μην είναι πλήρως ιάσιμος, «μεταλλάχθηκε», έγινε πιο ελκυστικός, εμφανίστηκε τεχνηέντως με τη μορφή του λαϊκισμού, με συνέπεια, αντί να γίνεται τάχα για το συμφέρον του λαού, σύμφωνα με τις υποσχέσεις των εμπνευστών του, να εξυπηρετεί τα συμφέροντα εκείνων που τον υποθάλπουν.
Θύμα αυτού του ιού υπήρξε και ο Χαρίλαος Τρικούπης περί ου ο λόγος. Αυτόν βέβαια δεν τον δολοφονήσαμε όπως τον Καποδίστρια: Αυτόν δεν τον βγάλαμε ούτε βουλευτή και στη θέση του βγάλαμε τον άσημο Γουλιμή, και γεμίσαμε την πολιτική σκηνή του τόπου από Γουλιμήδες.
Και όταν, αργότερα, μετά την ήττα και το όνειδος του 1897, που «ήταν σβησμένες όλες οι φωτιές κι οι πλάστρες μες στη χώρα» και η πατρίδα μας δεν είχε «άλλο σκαλί να κατέβει πιο βαθιά στου κακού τη σκάλα», άρχισαν να φυτρώνουν -αργά αλλά σταθερά- «τα φτερά, τα φτερά τα πρωτεινά, τα μεγάλα», που προοιωνίζονταν ένα νέο ανέβασμα και με έντονη την εθνική αφύπνιση, το Έθνος ενωμένο, με ακμαίο το φρόνημά του και με πρωτεργάτη τον Κρητικό πολιτικό, άνοιξε το δρόμο για τους ηρωικούς αγώνες του 1912-1913, καθ’όλα αντάξιους προς το έπος του 1821, και φθάσαμε στην Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο Ηπείρων. Πώς όμως συμπεριφερθήκαμε; Εναντίον του Ελευθέριου Βενιζέλου, που ήταν κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό ιστορικού της εποχής του, «ο τελευταίος μεγάλος πολιτικός φορέας της εθνικής μας συνείδησης» πραγματοποιήσαμε δυο δολοφονικές απόπειρες.
Χάσαμε, με άλλα λόγια, τρεις ευκαιρίες που μας παρουσιάστηκαν κατά τα δύσκολα χρόνια που περάσαμε μετά την Επανάσταση του 1821, την οποία ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την εκδήλωσή της. Και καλό είναι να θυμούμαστε, γιατί «η λήθη του κακού γίνεται αιτία για την επανάληψή του».

ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ