Το Έθνος οφείλει πολλά στους αδελφούς Υψηλάντη!..

on .

Καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στην έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821. Εξίσου σημαντική είναι η συμβολή της οικογένειας των Υψηλάντηδων. Υπήρχε η Φιλική Εταιρεία, αλλά έλειπε η αποφασιστικότητα και η πρωτοβουλία.
Ο Αλέξ. Υψηλάντης χωρίς περιστροφές δέχτηκε αμέσως την πρόταση του εκπροσώπου της Φιλ. Εταιρείας Ξάνθου να αναλάβει την ηγεσία της και κατά συνέπεια ηγέτης της Επανάστασης.

Δέχτηκε γιατί την ώρα εκείνη ηχούσαν έναυλα στ’ αυτιά του τα μνημειώδη λόγια του πατέρα του Κων/νου Υψηλάντη: «Υιέ μου, μη λησμονής ποτέ ότι οι Έλληνες μόνον εις εαυτούς πρέπει να στηρίζονται, όπως γίνωσιν ελεύθεροι»!
Έτσι, το 1820 μυήθηκε από τον Ξάνθο στη Φιλική Εταιρεία. Αναδέχτηκε τον τίτλο του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής και έλαβε το ψευδώνυμο «Καλός» και θα χρησιμοποιεί τα αρχικά Α.Ρ.
Στα τέλη του 1820 ο Αλ. Υψηλάντης ξεκίνησε από την Πετρούπολη για το ιστορικό του ταξίδι. Πήγε πρώτα στο Κίεβο, όπου έμενε η μητέρα του. «Εγονάτισε εμπρός της εις το ένα γόνυ και αφού εφίλησε το χέρι της εζήτησε την ευχή της διά την πατρίδα. Εκείνη τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τον φίλησε στο στόμα χωρίς να του απαντήσει. Η ίδια είχε χύσει πολλά δάκρυα και είχε περάσει πολλές νύχτες αγωνίας από τη νεότητά της. Εκρατούσε το χέρι του στα δικά της χέρια και τον εκοίταζε σιωπηλή, με τα δάκρυα στα μάτια. Σαν να προέβλεπε ότι ολίγο αργότερα θα άφηνε τις σπαρακτικές και μάταιες κραυγές των εκκλήσεών της προς δύο αυτοκράτορες, για να λυπηθούν το γιό της. Αλλά δεν τολμούσε να τον εμποδίσει».
Στις 24 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλ. Υψηλάντης υπέγραφε την πρώτη επαναστατική προκήρυξη από το στρατόπεδο του Ιασίου. Η επανάσταση των Ελλήνων άρχιζε στη Μολδοβλαχία. Στην Εκκλησία των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου χοροστατούσε λαμπροφορεμένος ο Μητροπολίτης Βενιαμίν. Μπροστά στον μητροπολιτικό θρόνο, επάνω σε ένα μικρό τραπέζι, ήταν αποθεμένο το σπαθί του Υψηλάντη. Ο Δεσπότης είπε τον ψαλμό του Δαυΐδ «Περίζωσε την ρομφαία σου…», επήρε το σπαθί και το έθεσε στη ζώνη του Αρχηγού. Το πλήθος εζητοκραύγασε. Ύψωσαν τη σημαία: Στη μία πλευρά της είχε το Σταυρό, την εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης και τη φράση «Εν τούτω νίκα». Στην άλλη το σύμβολο του φοίνικα: «Εκ της τέφρας μου αναγενώμαι».
Ο Αλ. Υψηλάντης ξιφούλκησε, απήγγειλε τον όρκο της Ελευθερίας της πατρίδος του. Το έργο της Φιλικής Εταιρείας, αυτό το έργο του πάθους των φλογερών ταπεινών ανθρώπων που το εκίνησαν εύρισκε εκείνη τη στιγμή την κορύφωσή του. Άρχιζε ο αγώνας, οι μέρες της δόξας, των δακρύων και του αίματος. Οι μυστικοί οραματισμοί του Υψηλάντη να αναστήσει μέσα στην Κων/πολη την αυτοκρατορία του Βυζαντίου, θα εύρισκαν ευθύς αμέσως αντιμέτωπη την οδυνηρή πραγματικότητα.
Ο Αρχηγός της Κινητικής Αρχής είχε κάνει όνειρα και σχέδια να κάψουν οι Φιλικοί στην Πόλη τον Τουρκικό Στόλο, να συλλάβουν τον Σουλτάνο, να κυριεύσουν την Κων/πολη. Ο Σέκερης συμβούλευε φρόνηση, τους έλεγε ότι αυτά είναι δύσκολα πράγματα. Η οδυνηρή είδηση ήρθε από το Λάυμπαχ (Λουμπλιάνα), όπου οι δύο αυτοκράτορες, της Ρωσίας και της Αυστρίας, επιβεβαίωσαν την πίστη τους στα δόγματα της Ιεράς Συμμαχίας. Ο Τσάρος Αλέξανδρος απεκήρυξε το Κίνημα του Υψηλάντη.
Δύο περίπου μήνες αργότερα στις 7 Ιουνίου 1821, η μοίρα του ονειροπόλου Αρχηγού της Φιλ. Εταιρείας τελείωσε στο Δραγατσάνι. Εκεί τελείωσε και η επανάσταση στη Μολδοβλαχία με την καταστροφή του Ιερού Λόχου, ο οποίος καταρτίστηκε από πεντακόσιους νέους Έλληνες σπουδαστές ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων. Ο Λόχος αυτός αποτέλεσε τον πυρήνα του στρατού του Υψηλάντη.
Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία απέτυχε. Όμως, βοήθησε πολύ την επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα. Και αυτό με δύο τρόπους: Πρώτο, γιατί οι φήμες για μεγάλα κατορθώματα του Υψηλάντη και του στρατού του διέσχισαν τα όρη και τις ελληνικές θάλασσες και επιτάχυναν την έκρηξη της επανάστασης στην κυρίως Ελλάδα, όπου το κίνημα εντός ολίγου έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Δεύτερο, γιατί στο εξής ο Σουλτάνος ήταν αναγκασμένος να διατηρεί στα μέρη εκείνα ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, με τις οποίες θα μπορούσε να χτυπήσει την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Μπορεί η Ρωσία να αποκήρυξε τον Υψηλάντη, ο Σουλτάνος όμως, δεν πίστευε στις διακηρύξεις αυτές και φοβόταν ξαφνική επίθεση της Ρωσίας, γι’ αυτό διατηρούσε το στρατό στη Μολδοβλαχία. Επομένως προέκυψε μέγα εθνικό όφελος από το αποτυχόν εκείνο κίνημα. Είναι ένας από τους κύριους συντελεστές για την επιτυχία της Επανάστασης.
Ο Αλ. Υψηλάντης, μετά το Δραγατσάνι υποχώρησε στα αυστριακά σύνορα και παραδόθηκε στις αυστριακές αρχές. Κλείστηκε στο φρούριο του Μουγκάτς. Επί έξι χρόνια στο φρούριο αυτό, όπου τον κρατούσε τραγικό δεσμώτη το πνεύμα της Ιεράς Συμμαχίας, κάθε μέρα και κάθε νύχτα, άρρωστος θα ονειρεύονταν τον ήλιο της Ελλάδος. Όταν αποφυλάκισαν τον Αλέξανδρο ήταν πια αργά. Λίγες μέρες μετά την αποφυλάκισή του ο Αλ. Υψηλάντης πέθανε. Ετοιμοθάνατο τον βρήκε ένας συμπολεμιστής του, του Ιερού Λόχου, ο Λασάνης. Του έφερε την εφημερίδα «Αυστριακός Παρατηρητής». «Τι νέα γράφουν;» ρώτησε τον Λασάνη. «Ο Καποδίστριας έφθασε στη Μάλτα. Μια φρεγάδα αγγλική τον περιμένει να τον μεταφέρει στην Ελλάδα», του απάντησε ο Λασάνης. «Δόξα σοι ο Θεός» είπε ο Υψηλάντης. Άρχισε να ψελλίζει το «Πάτερ Ημών…». Αλλά πριν τελειώσει την προσευχή του είχε ξεψυχήσει!..
Ένα πρωί, 150 χρόνια από την ίδρυση της Φιλ. Εταιρείας, η ελληνική γη δέχτηκε επιτέλους τα οστά του Αλέξανδρου Υψηλάντη στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα. Αναπαύεται ήσυχος κάτω από το ζεστό ήλιο της πατρίδας του, που με τρόπο τόσο φλογερό, τόσο ονειροπόλο, θέλησε να την αναστήσει βλέποντάς την ως Ανάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ο Χριστόφορος Περραιβός στα απομνημονεύματά του γράφει: Υψηλάντης εκήρυξε πρώτος την Ελληνική Επανάσταση στη Μολδοβλαχία (ο Αλέξανδρος) και Υψηλάντης έδωσε την τελευταία της μάχη στα στενά της Πέτρας της Βοιωτίας (ο Δημήτριος).
Το Μάρτιο του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ως Γενικός Επίτροπος, δηλ. Αρχηγός της Επανάστασης έστειλε τον αδελφό του Δημήτριο στην Πελοπόννησο, όπου είχε αρχίσει η επανάσταση, με τον τίτλο «πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου». Έφερε μαζί του όπλα, τρόφιμα και εφόδια. Συνοδεύονταν από τον Αναγνωστόπουλο, στέλεχος της Φιλ. Εταιρείας.
Πήρε μέρος στις πρώτες μάχες κατά των Τούρκων. Διηύθυνε την πολιορκία της Τριπολιτσάς και γενικά πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Διετέλεσε και πρόεδρος του Βουλευτικού. Συμπαραστάθηκε στον Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια. Θεωρούσε θανάσιμες πληγές της Ελλάδας τα εξωτερικά δάνεια και τους εσωτερικούς αλληλοσπαραγμούς.
Το 1825 μαζί με το Μακρυγιάννη απέκρουσαν τον Ιμπραήμ στους Μύλους της Λέρνης. Στο μεταξύ οι Άγγλοι είχαν βάλει στόχο το ελληνικό κράτος, που θα προέκυπτε από την επανάσταση, να περιλαμβάνει μόνο την Πελοπόννησο και μερικά νησιά. Γι’ αυτό έκαναν ό,τι μπορούσαν να σβήσει η επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα. Τεχνηέντως οδήγησαν στην καταστροφή του Φαλήρου, 24 Απριλίου 1827. Στη Στ. Ελλάδα έσβησε η επανάσταση.
Στο μεταξύ η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε Κυβερνήτη τον Ιω. Καποδίστρια. Η σωτηρία της Ελλάδος ήλθε από αυτόν, γιατί γνώριζε καλά την πολιτική των Άγγλων. Αρχές Ιανουαρίου του 1828 έφθασε στην Ελλάδα. Πρώτη του φροντίδα ήταν να αναζωπυρώσει την επανάσταση στη Στ. Ελλάδα. Έστειλε τον Γ. Βαρνακιώτη και άλλους στη Δυτική Στ. Ελλάδα και όρισε Αρχιστράτηγο στην Ανατολική Στ. Ελλάδα τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Ο Βαρνακιώτης πολιόρκησε το Μεσολόγγι και ανάγκασε τους Τούρκους να υπογράψουν συνθήκη παράδοσης στις 2 Μαΐου 1829. Αμέσως οι Άγγλοι έτρεξαν να προλάβουν! Ο Ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος στο κλασικό έργο του «Η Ελληνική Επανάστασις» εκδ. 1957, Τόμος 12ος, σελ. 120, γράφει: «Κατά την αυτήν ημέραν έφθασε προ του Μεσολογγίου ο Άγγλος πλοίαρχος Σπένσερ επιβαίνων του πολεμικού σκάφους Μαδαγασκάρη και ως διά να επαληθεύσει δια σκανδαλώδους επεμβάσεως την εναντίον της επεκτάσεως των ορίων της Ελλάδος επί της Στερεάς βρετανικήν πολιτικήν, ανακοίνωσε ότι ήλθε με την εντολήν να λύση έστω και δια της βίας την πολιορκίαν. Αυτοί είναι οι μεγάλοι μας σύμμαχοι.
Ο Μιαούλης έσπευσε να τον επισκεφθή και δια θαρραλέας δηλώσεώς του τον ανάγκασε να αρκεσθή μόνον να γνωστοποιήση τον σκοπόν της επισκέψεώς του εις τους Τούρκους και να αποπλεύση. Οι Τούρκοι δεν άλλαξαν γνώμη».
Στις 3 Μαΐου 1829 το Μεσολόγγι ήταν ελεύθερο!
Ο Δημ. Υψηλάντης συγκρότησε αξιόμαχη δύναμη. Ανάμεσά τους και έμπειροι πολεμιστές, όπως ο Δυοβουνιώτης, ο Κριεζώτης, ο Μαμούρης, ο Ψαροδήμος, ο Σπηρομήλιος. Οι Άγγλοι, όμως, έσπερναν ζιζάνια και παρουσιάζονταν διαλυτικά σημάδια. Ο Υψηλάντης με τη φλογερή πίστη του στον αγώνα κατόρθωνε να τους συγκρατήσει. Ο Άγγλος αντιπρέσβης Δώκινς, στον Πόρο, πίεζε τον Καποδίστρια να αποσύρει από τη Στερεά Ελλάδα τα στρατεύματα. Ο Καποδίστριας του απάντησε, ότι δεν είναι κυβερνητικά στρατεύματα, απλά ένοπλοι ντόπιοι Έλληνες, οι οποίοι απώθησαν τους Τούρκους. Το έλεγαν φανερά πλέον «οι μεγάλοι μας σύμμαχοι» ότι δεν έπρεπε να ελευθερωθεί η Στ. Ελλάδα…
Ο Δημ. Υψηλάντης με δύο χιλιάδες άνδρες κατέλαβε τα στενά μεταξύ Λειβαδιάς και Θηβών, τα στενά της Πέτρας, από τα οποία ήταν αναγκασμένος να περάσει ο Ασλάμπεης. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 επιτέθηκε εναντίον των ελληνικών θέσεων. Από τη σύγκρουση εκατό Τούρκοι σκοτώθηκαν, πολλοί τραυματίστηκαν και αρκετοί αιχμαλωτίστηκαν. Από τους Έλληνες, οι οποίοι ήταν οχυρωμένοι, σκοτώθηκαν μόνο τρεις και τραυματίστηκαν δώδεκα.
Στις 13 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε συνθήκη κατάπαυσης των εχθροπραξιών και οι Τούρκοι έφυγαν βόρεια. Αυτή ήταν η τελευταία μάχη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η συνθήκη που υπογράφηκε στην Πέτρα της Βοιωτίας αποτέλεσε το αδιαμφισβήτητο τεκμήριο της επικράτησης της ελληνικής δύναμης στη Ρούμελη, την οποία δεν ήθελε να περιλάβει στα όρια της ελεύθερης χώρας, η «μακρόθυμη» πολιτική της μιας από τις τρεις Δυνάμεις (της Αγγλίας) και επηρέασε στην τελική παραδοχή των πρώτων προς βορράν συνόρων της ελεύθερης Ελλάδας (Αμβρακικός – Παγασητικός Κόλπος).
Ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος δεν ήταν από τους φίλους της οικογένειας των Υψηλαντών, τόνισε στο σημείο αυτό της ιστορίας τον διθύραμβο σε αναγνώριση όλης της δράσης του Δημ. Υψηλάντη: «Μεταξύ των μεγάλων μορφών του Εικοσιένα η παρουσία του ανδρός τούτου (Δημ. Υψηλάντη) ακτινοβολεί με την λάμψιν του ευγενεστέρου και του καθαρωτέρου ελληνικού μετάλλου. Ήλθεν εις την Ελλάδα διά να ηγηθή του αγώνος με δεδομένην την εντολήν, αλλ’ αμέσως απέδειξεν ότι ήλθε δια να προσφέρη. Αγωνιστής απλούς εις τα Δερβενάκια μετά την περιπέτειαν των ηγετικών του φιλοδοξιών, τηρηθείς μακράν του θλιβερού σάλου του εμφυλίου πολέμου, οδηγός και ήρως της αντιστάσεως κατά την προέλασιν του Ιμβραήμ εις τους Μύλους, αριστοκράτης, που επίστευεν εις την δημοκρατίαν, ικανός να τάσση εαυτόν εις την υπηρεσίαν της εθνικής ανάγκης, ξένος προς τα κόμματα που εδημιούργησεν η ξένη προπαγάνδα, φίλος του στρατευομένου λαού, δαπανήσας μέγα μέρος της μεγάλης πατρικής περιουσίας (δεν του είχε μείνει παρά μόνον το σπαθί του), ανιδιοτελής εις πάσαν περίπτωσιν, υπήρξεν από της ενάρξεως μέχρι του τέλους του αγώνος άξιος της πατρίδος.
Απεσύρθη μετά την μάχην εκείνην, χωρίς να ακουσθή έκτοτε καμμία μεγαλαυχία του δι’ όσα πολλά έπραξε και απέθανεν εις το Ναύπλιον τον Αύγουστον του 1832 με μόνην την ικανοποίησιν ότι είδεν ανεξάρτητον την Ελλάδα. Τα οστά του αναπαύονται εις το Ναύπλιον εις την πλατείαν του πλατάνου, υπό το εκ των περισσότερον δικαιολογημένων ηρώον, που ανήγειραν οι Έλληνες εις αιωνίαν δόξαν του».