Η αδούλωτη ελληνική ψυχή!

on .

Αυτοί που εξόντωσαν τον Τούρκο κατακτητή στον αγώνα της ανεξαρτησίας δεν ελέγοντο Κοραής και Τρικούπης, αλλά Κανάρης και Μιαούλης, Καραϊσκάκης και Τζαβέλας. Δεν ήταν σοφοί και λόγιοι, αλλά πολεµιστές αγράµµατοι.

Και η υψηλή ιδέα που δόνησε την καρδιά των απλοϊκών εκείνων ανθρώπων ήταν η αιώνια Ελληνική ψυχή. Η Ελληνική ψυχή, που από του Οµήρου µέχρι των αγνώστων ποιητών των κλέφτικων τραγουδιών, από τον Πλάτωνα και τον Αισχύλο µέχρι τον Κοραή και τον Φεραίο, υπήρξε µία και αναλλοίωτος. Δεν έσβησε ποτέ. Τα γράµµατα των

σχολείων του γένους, τα τυπογραφεία της Βενετίας και της Μοσχοπόλεως, τα κλέφτικα τραγούδια και οι θούριοι του Ρήγα και του Κοραή, την διατήρησαν θερµή πάντοτε , ώστε να µη τη παγώσει το ψύχος της δουλείας.
Αν η ελληνική πολιτεία µε την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως κατελύθη, η ελληνική ψυχή, βαρέως πληγείσα, ουδέποτε απέθανε. Η ψυχή του γένους ήταν πάντα ζωντανή και ακµαία. Ανέβαζε τους κλέφτες στα φαράγγια της Γκιώνας και της Λιάκουρας, κατέβαζε τους αρµατολούς στη πολεµική ακαδηµία του Αλή πασά, άναβε τη θρυαλλίδα της εξέγερσης που άρχισε από τα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς και συνεχίστηκε, πότε στη Μάνη, πότε στο Σούλι, πότε στον Πόντο, πότε στην Ήπειρο, από τον Κροκόνδιλο Κλαδά µέχρι το Διονύσιο Τρίκκης, από τον Μπούα Γρίβα µέχρι το Λάµπρο Κατσώνη. Το έθνος, µε τις αιωνόβιες παραδόσεις του, µε τον υψηλό πολιτισµό του, προσπαθεί και αγωνίζεται µε καταπληκτικό σθένος και µε αξιοθαύµαστη επιµονή, εν µέσω αφάνταστων δυσχερειών και µεγίστων κινδύνων, προσπαθεί και αγωνίζεται να απαλλαγεί της καταθλιπτικής τυραννίας. Η Ελλάδα, µεταµορφώνοντας σε σπαθί το µέταλλο των αλυσίδων της, πεθαίνει πολεµώντας, για να αναστηθεί στη δόξα της.
Την εποχή εκείνη κάθε ξεσηκωµένος ραγιάς, ήταν ενσάρκωση της πιο µεγάλης ιδέας του ανθρώπινου πολιτισµού, της ιδέας της ελευθερίας. Και η ιδέα αυτή δεν ήταν µόνο πνεύµα, ήταν και πράξη, δεν ήταν µόνο λόγος ήταν και ξίφος. Ήταν απόφαση θανάτου. Χωρίς απόφαση θανάτου δεν υπάρχει το ενδοξότερο της ζωής στεφάνωµα, η αθανασία.
Σκότος και ζόφος στυγνής δουλείας κάλυπτε τη χώρα µας. Τύραννος πανίσχυρος και απηνής σαν βαρύς εφιάλτης επεκάθητο επ’ αυτής. Και έξωθεν η απροκάλυπτος απειλή της Ιεράς Συµµαχίας, η οποία, εν ονόµατι της θεωρίας της «νοµιµότητας», καταδίκαζε κάθε πολιτική µεταρρύθµιση γινοµένη δια των όπλων.
Αλλ’ όµως η ελληνική ψυχή, αδούλωτος και απτόητος, δεν υπελόγιζε όλα αυτά. Και όταν ήλθε το πλήρωµα του χρόνου, το ασθενές σε µέσα, αλλά πανίσχυρο στην ψυχή έθνος, δηµιουργεί µέσω των απλοϊκών ηρώων του 21 µεγάλα, του Κανάρη και του Παπαφλέσσα, του Καραϊσκάκη και του Τζαβέλα, ένδοξα, αθάνατα κατορθώµατα, που προκαλούν τον τρόµο και τη λύσσα του τυράννου, τον θαυµασµό κάθε φιλελεύθερης καρδίας πανταχού του πολιτισµένου κόσµου. Η ελευθερία και η δόξα περιτρέχουν την οικεία ελληνική γη.
Ο Αδαµάντιος Κοραής προσπάθησε να διαδοθεί στο γένος η παιδεία. Η παιδεία όχι µόνο της κεφαλής, αλλά και της καρδίας, του στήθους, όπως έλεγε. Αυτή η παιδεία τόνωσε τη συνείδηση των ιερών υποχρεώσεων, και χάλκευσε τα πνευµατικά όπλα µε τα οποία εθραύσθησαν τα δεσµά της δουλείας. Εις αυτήν οφείλεται η διάσωση του πατριωτισµού, της θρησκείας και της γλώσσας, η προσήλωση στις πατρώες παραδόσεις. Σ’ αυτήν οφείλεται το ιερό εκείνο συναίσθηµα που δηµιούργησε το Σούλι, το Δραγατσάνι, τα Ψαρά, και γέννησε τους ήρωες του 21, οι οποίοι, αν και εστερούντο µορφώσεως, ασυνείδητα ανέπνεαν τον πνευµατικό αέρα, και καθοδηγούντο από τις παραδόσεις του έθνους.
Άπειρα παραδείγµατα µας αποδεικνύουν ότι στην απλοϊκή ψυχή του Κ. Τζαβέλα, του Μάρκου Μπότσαρη και των άλλων αγωνιστών του 21 υπήρχε µεγάλη και υψηλή η ιδέα του Ελληνικού πνεύµατος. Ήταν αυτή που ενέπνεε στον αγώνα το αίσθηµα της υπεροχής έναντι του κατακτητή. Αόριστος και ασαφής, αλλά πάντοτε µεγάλη ήταν σ’ αυτούς εµφυτευµένη η ιδέα του Ελληνικού φρονήµατος. «Σταθείτε Πέρσες να πολεµήσουµε», φώναζαν οι οπλαρχηγοί στους Τούρκους, όταν οι τελευταίοι πανικόβλητοι ετρέποντο σε φυγή. Η καταφρόνηση του θανάτου υπαγόρευε στον Καραϊσκάκη, λίγο πριν σφραγίσει ο θάνατος τα µάτια του, κατά τη µαρτυρία του ιστορικού, τα λόγια: «Η τιµή και το καύχηµα των ελλήνων παλικαριών είναι να τους κράζουνε σφαγάδια και όχι ψοφίµια».
Για τους αγωνιστές κατά των τούρκων ο Όμηρος, ο Δηµοσθένης, ο Θεµιστοκλής, των οποίων γνώριζαν τα ονόµατα και αµυδρώς τη δράση από τις διηγήσεις των γραµµατισµένων, ήταν οι ηµίθεοι της χώρας, και αυτοί ο φυσικός κληρονόµος. Ο Παρθενώνας εκπροσωπούσε την εύκλεια των αρχαίων χρόνων, που ήθελαν να αναστήσουν, και όταν οι Τούρκοι εντός της Ακροπόλεως ήθελαν να αποσπάσουν το µόλυβδο που συνέδεε τους λίθους, τότε από τους πολιορκητές εστάλη µόλυβδος, για να περισωθούν τα αρχαία µνηµεία. Προτιµούσαν να πέσουν από το βόλι του Τούρκου οι ίδιοι, παρά τα µνηµεία. Αγράµµατοι οι ίδιοι, έκαναν πράξη τη ρήση του Σωκράτη «ταις µεν πόλεσι τα τείχη, ταις δε ψυχές ο εκ παιδείας νους κόσµον και ασφάλεια παρέχει».
Τα χρόνια εκείνα, διέλαµψε, όσο και στην εποχή του Μαραθώνα, όσο και την εποχή του Διγενή Ακρίτα, η εθνική µας αρετή. Έντονα προβλήθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά της. Ακαταγώνιστη αποδείχθηκε η δύναµη της. Και το µέγα θαύµα είναι ότι η προαιώνια και αστείρευτη αυτή αρετή δεν εξόπλισε ψυχικά µόνο τους λίγους και τους διαλεχτούς. Αλλά και τους πολλούς, τους ταπεινούς και τους πιο αφανείς. Εξόπλισε τη γενεά όλη. Το γένος ολόκληρο. Επειδή ο αγώνας ήταν πανελλήνιος, δεν ήταν ποτέ αγώνας ταξικός.

* Ο Γιώργος Γκορέζης είναι υποστράτηγος ε.α., αρθρογράφος, συγγραφέας. E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.. Web: ggore.wordpress.com.