Η διπλωματική θέση της Επανάστασης στην Ευρώπη…

on .

 Η επιτυχία μιας απελευθερωτικής επανάστασης εξαρτάται από δύο παράγοντες: Την επιτυχία πολεμικών επιχειρήσεων και την αναγνώριση από τις μεγάλες δυνάμεις. Έτσι και η απελευθέρωση της Ελλάδας δεν ήταν μόνον έργο της ανδρείας και αυτοθυσίας των Ελλήνων, αλλά και των διαθέσεων των ισχυρών, οι οποίοι συνήθως κανονίζουν την τύχη των μικρών λαών. Δηλαδή, πρέπει να γνωρίσουμε τη διπλωματική θέση του Ελληνικού ζητήματος. Αν η στιγμή για την εξέγερση ήταν

ευνοϊκή για τους Έλληνες, από διπλωματική άποψη, ήταν δυσμενέστατη. Η επανάσταση ξέσπασε έξι χρόνια μετά την πτώση του μεγάλου Ναπολέοντα, τότε που επικρατούσε στην Ευρώπη η αντίδραση εναντίον κάθε φιλελεύθερης κίνησης και οι δυνάμεις της «Ιερής Συμμαχίας» εξασκούσαν αληθινή δεσποτεία.
Οι δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας θεώρησαν την Ελληνική Επανάσταση ως «Διαπνεομένην υπό του πνεύματος της εποχής και προωρισμένην να αναφλέξη την φλόγα της επαναστάσεως εις την Ευρώπην». Κατά βάθος φοβόταν την αύξηση της Ρωσικής επιρροής στην Ανατολή, γιατί νόμιζαν ότι οι Έλληνες θα γινόταν όργανα των Ρώσων.
Όταν ο Αλεξ. Υψηλάντης περνούσε τον Προύθο ποταμό, οι ηγεμόνες και οι διπλωμάτες των Δυνάμεων ήταν συγκεντρωμένοι στο Λαϊμπάχ (Λουμπλιάνα) και συσκέπτονταν για την επανάσταση στη Νεάπολη. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή έφθασαν επιστολές του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου και του Αλεξ. Υψηλάντη στον Τσάρο. Ο Υψηλάντης έγραφε στον Τσάρο Αλέξανδρο: «Πάσαι αι ευγενείς των εθνών ορμαί πηγάζουν από Θεού και αναμφιβόλως εκ θείας εμπνεύσεως εγείρονται σήμερον οι Έλληνες αθρόοι, όπως αποσείσουν βδελυρόν ζυγόν, όστις βαρύνει επ’ αυτών από τεσσάρων αιώνων…» (Επιστολή 24 Φεβρουαρίου 1821).
Στο περιβάλλον του Τσάρου συγκρούονταν δύο αντίθετες τάσεις: Οι δύο υπουργοί του, ο Νέσελδορ και ο Καποδίστριας, ήταν υπέρ της διάλυσης της Τουρκίας. Ο Καποδίστριας ήθελε την άμεση (την ταχείαν) διά πολέμου διάλυση. Ο Νέσελροδ ήθελε την αργή με τη φυσική αγωνία. Οι αντιδραστικές δυνάμεις μπήκαν τότε σε κίνηση, για να ξεριζώσουν τις κρυφές συμπάθειες προς τους Έλληνες του Τσάρου και για να εξουδετερώσουν την επιρροή του Καποδίστρια.
Ο Μέττερνιχ επικράτησε και σε μία μυστική συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο ο Τσάρος Αλέξανδρος δήλωσε ότι μένει πιστός στις αρχές της Συμμαχίας (2 Μαρτίου 1821) και για να μην υπάρχει καμία υποψία, αποκήρυξε τον Αλέξ. Υψηλάντη και την επανάσταση που κήρυξε, τον διέγραψε μάλιστα από τον κατάλογο των Ρώσων αξιωματικών. Ανέθεσε δε στον Καποδίστρια το σκληρό έργο να συντάξει την επιστολή προς τον Υψηλάντη με την οποία τον αποκήρυξε.
Ο Τσάρος μάλιστα δήλωσε στην Τουρκική Κυβέρνηση ότι η Ρωσία είναι ξένη προς τις ταραχές της Μολδοβλαχίας. Λίγο πριν από τη λήξη των εργασιών της Συνόδου στο Λάιμπαχ ο Μέττερνιχ περιέλαβε τις σκέψεις και τους λόγους των αυτοκρατόρων στο υπόμνημα περί των ελληνικών πραγμάτων. Στο «Υπόμνημα» αυτό έγραφε ότι η Ελληνική εξέγερση δεν είναι προϊόν εθνικού κινήματος ή συνέπεια της τουρκικής καταπίεσης, αλλά αποτέλεσμα από πολύ χρόνο προπαρασκευασμένου σχεδίου και έχει σκοπό να διαταράξει τις αγαθές σχέσεις μεταξύ των μοναρχιών της Ρωσίας και Αυστρίας, των οποίων ο σύνδεσμος είναι τόσο φοβερός στους ανατρεπτικούς της Ευρώπης. Για τους Έλληνες ο Μέττερνιχ έγραφε: «Πώς είναι εν γένει δυνατόν, να εκινήθη η Ελληνική επανάστασις του Ελληνικού έθνους, αφού το έθνος αυτό εξέπεσε κατά τους τελευταίους αιώνες εις τας εσχάτας βαθμίδας της εθνικής υποστάσεως;» (Υπόμνημα της 25 Απριλίου 1821).
Οι διπλωμάτες της Ευρώπης νόμισαν ότι ήταν δυνατό να αγνοήσουν την Ελληνική Επανάσταση. Αλλά, οι βιαιοπραγίες των Τούρκων εκίνησαν την αγανάκτηση των λαών της Ευρώπης και αυτός ο αυτοκράτορας της Αυστρίας καθώς και ο Μέττερνιχ θορυβήθηκαν, όταν έφθασε η είδηση για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη, διότι φοβόταν τη ρωσική επέμβαση. Πράγματι, η κακούργος αυτή πράξη προξένησε αγανάκτηση μεγάλη σε όλη τη Ρωσία.
Η ρωσική φιλοπόλεμη μερίδα και ο Καποδίστριας εκμεταλλεύτηκαν τη στιγμή και έπεισαν τον Τσάρο να στείλει τελεσίγραφο στην Τουρκία. Η ρωσική διακοίνωση, την οποία έγραψε ο Καποδίστριας, έδινε στις ρωσικές απαιτήσεις όψη γενικότερου ανθρώπινου και πανευρωπαϊκού συμφέροντος. Διαμαρτύρονταν για τη θανάτωση των εκκλησιαστικών και κοσμικών αρχηγών των Ελλήνων και για τις ύβρεις κατά της Χριστιανικής θρησκείας και έθετε το περίφημο δόγμα της συνύπαρξης της Τουρκίας με τα Χριστιανικά κράτη της Ευρώπης. Ως όρο της συνύπαρξης έθετε την εγγύηση για το απαραβίαστο της Χριστιανικής θρησκείας και τη διάκριση αθώων και ενόχων.
Αλλά η Τουρκία στάθηκε ανυποχώρητη και ο Ρώσος πρεσβευτής εγκατέλειψε την Κων/πολη στις 15 Ιουλίου 1821. Η αναχώρησή του θεωρήθηκε ως προμήνυμα πολέμου, εφόσον μάλιστα ο τουρκικός φανατισμός ξέσπασε σε νέες βιαιοπραγίες στο Αδραμύτιο, στη Σμύρνη και στις Κυδωνίες.
Ο Μέττερνιχ τότε ανέπτυξε όλη την τέχνη του και συνεργαζόμενος με τον τουρκόφιλο Άγγλο υπουργό Λονδόνδερρυ παρουσίασε στον Τσάρο ότι η ανάμειξή του στα ελληνικά πράγματα θα έδινε το σύνθημα σε ατελείωτες δημαγωγικές ανατροπές. Ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος έγραψε φιλική επιστολή στον Τσάρο Αλέξανδρο συμβουλεύοντας αυτόν: «Να φυλάγεται από τους άνδρες εκείνους, οι οποίοι υπερασπίζονται μεν με πολύ ζήλο τα Χριστιανικά δήθεν συμφέροντα, αλλά ούτε στον Θεόν πιστεύουν, ούτε στις εντολές αυτού, ούτε τους ανθρώπινους νόμους σέβονται». Με όλα αυτά εννοούσε τον Καποδίστρια. Ο Τσάρος υποχώρησε επειδή δεν ήθελε να αναλάβει πόλεμο κατά της Τουρκίας στον οποίο θα είχε εχθρούς δύο μεγάλες δυνάμεις. Συγχρόνως φοβόταν εξέγερση στην Πολωνία. Αρκέστηκε λοιπόν να απαιτήσει την εκκένωση μόνο της Μολδοβλαχίας. Έτσι ατόνησε η δύναμη των φιλοπόλεμων στην Πετρούπολη. Ο Καποδίστριας ζήτησε απεριόριστη άδεια και αποχώρησε από τη ρωσική υπηρεσία. Εγκαταστάθηκε στη Γενεύη.
Το καλοκαίρι του 1822 ο Μέττερνιχ και οι Άγγλοι συντηρητικοί εξακολουθούσαν να τηρούν την ίδια στάση στον ελληνικό αγώνα. Αλλά είχε ήδη αρχίσει να γίνεται σημαντική αλλαγή στην Ευρώπη. Ο Ελληνικός Αγώνας άρχισε να γίνεται συμπαθέστερος, ιδίως μετά την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη όλη η Ευρώπη αντηχούσε από τις διηγήσεις των ελληνικών κατορθωμάτων στην ξηρά και για την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στο λιμάνι της Χίου, οι σφαγές δε της Χίου αφύπνισαν τα φιλάνθρωπα αισθήματα όλων των λαών.
Μετά από αυτό η γνώμη ότι η Τουρκία δεν ήταν δυνατό να ζήσει με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη στην Ευρώπη, η λεγόμενη έννοια της συνυπάρξεως της Τουρκίας, κατακτούσε συνεχώς έδαφος. Ο ίδιος ο Μέττερνιχ κατά τον Ιούλιο του 1822 μετά τις ελληνικές επιτυχίες έγραψε στον Άγγλο πρεσβευτή στην Κων/πολη ότι: «Το ελληνικό ζήτημα έπρεπε να λυθεί σε ευρωπαϊκό δικαστήριο». Εδώ βλέπουμε ότι υπάρχει μεγάλη μεταβολή προς το καλύτερο για τον Ελληνικό αγώνα. Αλλά και η Αγγλική διπλωματία αναγκάζεται από την πίεση της κοινής γνώμης, πολύ ερεθισμένης, να αλλάξει τακτική και να συνηθίσει στην ιδέα της ευρωπαϊκής επέμβασης. Οι Τούρκοι όμως αντέταξαν οργισμένη αντίδραση: «Θέλετε την κατάπαυση της επανάστασης; Πολύ καλά, μην αναμειγνύεστε σ’ αυτήν ούτε φανερά, ούτε κρυφά», έλεγε η τουρκική διακοίνωση του Αυγούστου 1822.
Στο μεταξύ έγινε σημαντική μεταβολή στις διαθέσεις της Αγγλίας. Ο στύλος της συντηρητικής μερίδας Κάστλεριγκ αυτοκτόνησε, ενώ ετοιμάζονταν να πάει στη συνδιάσκεψη της Βερόνας, στην Ιταλία. Τη θέση του κατέλαβε ως υπουργός εξωτερικών ο Γεώργιος Κάννιγκ, ο οποίος έδωσε φιλελεύθερη τροπή στην πολιτική της Αγγλίας.
Ο Κάννιγκ αναγνώρισε τον ελληνικό αποκλεισμό, ο δε διοικητής των Ιονίων νήσων διατάχτηκε να συμπεριφέρεται προς τους Έλληνες σαν εμπόλεμο κράτος και να παραχωρήσει το νησί Κάλαμος ως άσυλο στους καταδιωκομένους από τους Τούρκους.
Οι Έλληνες ενθαρρυνθέντες από αυτά ζήτησαν επίσημα την υποστήριξη της Αγγλίας (Ιούλιος 1823) και αργότερα (8 Αυγούστου 1823), ο Αλέξ. Μαυροκορδάτος με εύστοχο υπόμνημά του υποδείκνυε στον Κάννιγκ ότι το ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος θα ήταν στήριγμα της Αγγλίας κατά των ρωσικών σχεδίων στην Ανατολή: «Η ανεξαρτησία της Ελλάδας είναι ο μόνος τρόπος να ιδρυθεί ο φραγμός, τον οποίον απαιτεί η σωτηρία της Ευρώπης κατά της κολοσσιαίας ρωσικής δυνάμεως».
Με έξυπνο τρόπο ο Μαυροκορδάτος έβαλε σε ανταγωνισμό δύο μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες χωρίς να το θέλουν θα βοηθούσαν την Ελλάδα. Αυτό φαίνεται στα αμέσως επόμενα…
Η Ρωσία, βλέποντας από ημέρα σε ημέρα να αυξάνεται η επιρροή της Αγγλίας στην Ελλάδα, έλαβε την πρωτοβουλία να λύσει το Ελληνικό ζήτημα. Κατά το τέλος του 1823 πρότεινε με υπόμνημα στις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις: Οι ελληνικές χώρες να αποτελέσουν τρεις χωριστές ηγεμονίες υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, τα δε νησιά να κυβερνούνται σύμφωνα με το παλαιό κοινοτικό τους σύστημα.
Αλλά το ρωσικό σχέδιο δεν ικανοποιούσε ούτε τους Έλληνες ούτε τους Τούρκους. Διότι οι μεν Τούρκοι δεν ήθελαν να γίνεται λόγος για απόσπαση οθωμανικών εδαφών, οι δε Έλληνες έβλεπαν στην κατάτμηση αυτή ματαίωση των εθνικών ονείρων. Οι Κυβερνήσεις της Ευρώπης εύκολα έβλεπαν τις προθέσεις της Ρωσίας, η οποία ήθελε αδύνατη την Ελλάδα και με προβλήματα την Τουρκία. Έπειτα από αυτό ακολούθησαν ατελείωτες συζητήσεις στη σύσκεψη που έγινε στην Πετρούπολη και ο Μέττερνιχ, για να προκαλέσει το ναυάγιο του ρωσικού σχεδίου, προχώρησε πολύ πιο πέρα: Πρότεινε την πλήρη ανεξαρτησία της Ελλάδας. Φυσικά, την πρόταση αυτή την έκανε γιατί ήταν βέβαιος ότι αυτή δεν θα γινόταν δεκτή από τη Ρωσία και θα διακόπτονταν οι συζητήσεις. Αυτό ακριβώς επιδίωκε και αυτός.
Η Αγγλία ήθελε ανεξάρτητη Ελλάδα, αλλά μικρή σε έκταση, δηλαδή να περιλαμβάνει μόνο την Πελοπόννησο και μερικά νησιά. Όλα αυτά μέχρι το 1823. Το πρόβλημα θα λυνόταν οριστικά το 1830.