Το πρόβλημα των σχέσεων θρησκείας και επιστήμης…

on .

 Η πανδημία του Covid19, πραγματική μάστιγα για την ανθρωπότητα, έφερε στην επικαιρότητα το γνωστό πρόβλημα των σχέσεων θρησκείας και επιστήμης. Επειδή και από τις δύο πλευρές ακούστηκαν πράγματα ανεδαφικά που μας μεταφέρουν στον ιθ αι., κρίνουμε σκόπιμο να πούμε τα εξής:

Η θρησκεία και η επιστήμη είναι δύο αξίες του πολιτισμού με διαφορετικό περιεχόμενο. Δύο διαφορετικές λειτουργίες της

πνευματικής ζωής εξίσου αναγκαίες και απαραίτητες για την ανθρώπινη ύπαρξη. Πρόκειται για δύο διαφορετικά φαινόμενα του πολιτισμού με ξεχωριστό σκοπό και αποστολή.
Η επιστήμη ασχολείται με την εντός τόπου και χρόνου εμπειρική πραγματικότητα, η θρησκεία με το νόημα του κόσμου και της ζωής. Η επιστήμη με το πότε και πώς έγινε ο κόσμος, η θρησκεία με το ποιος και γιατί τον δημιούργησε. Η επιστήμη δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα για το πώς γίνεται το κάθε τι, όχι όμως για τη σκοπιμότητα του. Δίνει τα μέσα στον άνθρωπο για να πετύχει τους σκοπούς, δεν του δίδει όμως τους σκοπούς.
Αυτή η διαφορά του αντικειμένου και του έργου της θρησκείας και της επιστήμης οφείλεται στο γεγονός ότι κατάγονται από διαφορετικές ανάγκες του ανθρώπου. Η επιστήμη από τη δίψα για γνώση, η δε θρησκεία από την ανάγκη για λυτρωμό. Κάθε προσπάθεια της μιας να μπει στα όρια της άλλης σημαίνει υπέρβαση αρμοδιοτήτων και πτώση στο λογικό σφάλμα της μεταβάσεως σε έτερο γένος.
Οι περιπτώσεις συγκρούσεων που παρατηρήθηκαν κατά καιρούς, οφείλονται στο ότι η μία αξία του πολιτισμού έμπαινε αναρμόδια στα όρια της άλλης. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση Γαλιλαίου, που η θρησκεία μπήκε ανεπίτρεπτα στο χώρο της επιστημονική έρευνας, καταδικάζοντας τον, επειδή μίλησε για το ηλιοκεντρικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά πρόβλημα δημιουργήθηκε, όταν η επιστήμη, υπηρετώντας τη στρατευμένη αθεΐα, έμπαινε αναρμόδια σε μεταφυσικά πεδία, αποφαινόμενη για θέματα που ξεπερνούν κατά πολύ τις επιστημονικές δυνατότητες της παρατηρήσεως και του πειράματος. Τέτοιες περιπτώσεις αναφέρουμε την κοσμοθεωριακή εκμετάλλευση της θεωρίας του Δαρβίνου ή τον βιογενετικό νόμο του Χαικελ, ο οποίος για να υποστηρίξει τη θεωρία της εξελίξεως φωτογράφησε τρεις φορές το ίδιο έμβρυο και το παρουσίασε ως έμβρυο σκυλιού, πιθήκου και ανθρώπου, γενόμενος καταγέλαστος από την επιστημονική κοινότητα. Το γεγονός αυτό έκανε τον Ρώσο βιολόγο-γενετιστή Βίρχωφ να αναφωνήσει στη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών: «Κύριοι, ποτέ στην επιστήμη δεν έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε τις επιθυμίες μας γεγονότα».
Άλλη κλασική περίπτωση ιδεολογικής εκμετάλλευσης της επιστήμης στον πόλεμο κατά της θρησκείας ήταν υποτιθέμενη δήλωση Γκαγκάριν ότι στο διάστημα δεν συνάντησε πουθενά το Θεό. Ο συνάδελφός του Γιούρι Γκαγκάριν Σχης Βαλεντίν Πετρόφ, καθηγητής της Αεροπορικής Ακαδημίας της Ρωσίας, αποκατέστησε την αλήθεια δηλώνοντας τα εξής: «Η δήλωση δεν έγινε ποτέ από τον Γκαγκάριν, αλλά από τον κομμουνιστή ηγέτη Νικήτα Κρουτσόφ, κατά τη συνάντηση του ΚΚΣΕ επί της αθεϊστικής και αντιθρησκευτική προπαγάνδας. Ο Γκαγκάριν ήταν πιστός χριστιανός. Αυτό μου το είχε αποκαλύψει ο ίδιος ο Γκαγκάριν κατά την επίσκεψή μας στη Λαύρα του αγίου Σεργίου το 1964, τέσσερα χρόνια πριν σκοτωθεί με το αεροπλάνο Μίγκ15, που πιλοτάριζε».
Γενικά, οι αντιθέσεις που παρατηρήθηκαν κατά καιρούς μεταξύ θρησκείας και επιστήμης οφείλονται σε λαθεμένους χειρισμούς και υπερβάσεις αρμοδιοτήτων εκπροσώπων των δύο αυτών αξιών του πολιτισμού. Υπήρξαν δηλαδή αντιθέσεις προσώπων και όχι πραγμάτων.
Γεννιέται όμως το ερώτημα: Έχει θέση στην εποχή μας η θρησκευτική πίστη, σε μια εποχή απολύτου επιστημονικής γνώσεως;
Εν πρώτοις πρέπει να τονίσουμε ότι είναι κοινή πεποίθηση στο χώρο των θετικών επιστημών ότι η ανθρώπινη γνώση είναι σχετική, μεταβλητή και πολύ περιορισμένη. Εξαρτάται αφ’ ενός μεν από τα δεδομένα της κατ’ αίσθησιν εμπειρίας, αφ’ ετέρου δε από τη δυνατότητα της διάνοιας και της γιγνωσκούσης συνειδήσεως του ανθρώπου. Ό,τι είναι πέραν από τα όρια των γνωστικών δυνατοτήτων του ανθρώπου δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε. «Η ανθρώπινη γνώση», λέγει ο Τόμσον, «ψαρεύει σε μια μονάχα περιοχή της πραγματικότητας, ενώ στον ανεξερεύνητο ωκεανό της υπάρχουν πάρα πολλά, τα οποία αδυνατεί να ψαρέψει». Για να συνεχίσει και ο Νεύτων, ο οποίος έλεγε ότι «πάντα η διαλεύκανση ενός επιστημονικού μυστηρίου γεννάει πλήθος ερωτηματικών και πάντα ο κύκλος του γνωστού και επιστητού είναι πολύ μικρός σε σχέση με τις απέραντες εκτάσεις του αγνώστου».
Οι επιστημονικές θεωρίες, όπως κάθε ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι ιστορικές οντότητες, με γέννηση, ακμή και τέλος και με συμμετοχή όχι μόνο στην αλήθεια, αλλά και στο λάθος. Ακόμη και η φυσική επιστήμη που θεωρούνταν η πλέον ακριβής και αντικειμενική επιστήμη, μετά την ανατροπή όλων σχεδόν των θεωριών του παρελθόντος με τις επαναστατικές έρευνες των μεγάλων φυσικών του αιώνα μας, σχετικότητας του Αϊνστάιν, κβάντα του Μαξ Πλάνγκ, κομπλαμενταριτέτ του Μπορ, απροσδιοριστίας του Χάιζεμπεργ, ήρθε σε συναίσθηση όχι μόνο της σχετικότητας και του υποκειμενισμού που διέπουν το έργο της, αλλά και του μυστηρίου που περιβάλλει τον κόσμο. Κυρίως, όμως, αναγνωρίζει ότι οι φυσικοί νόμοι δεν είναι αιώνιοι, αλλά προσωρινές μονάχα σταθερές στην εξελικτική πορεία του σύμπαντος. Η κβαντική φυσική διατυπώνει τα πορίσματά της όχι με βάση την αριστοτελική λογική του ή αυτό ή εκείνο, αλλά κατά παράδοξο τρόπο ήτοι και αυτό και εκείνο, όπως π.χ. τα φωτόνια είναι και μόρια και κύματα. Ενδεικτικές είναι οι ριζοσπαστικές παρατηρήσεις του Bolr για την ιδιότητα του ηλεκτρονίου να εμφανίζεται είτε ως σωματίδιο είτε ως κύμα, χωρίς καθεαυτό να είναι ή το ένα ή το άλλο, αλλά κάτι που προϋποθέτει και τα δύο μαζί.
Αυτή η διαλεκτική μέθοδος δικαιώνει τις παράδοξες προτάσεις της θεολογίας ότι ο Θεός είναι ένας και τριαδικός, μυστήριο και αποκάλυψη, αγάπη και δικαιοσύνη κτλ.
Οι μεγάλοι φυσικοί του αιώνα μας αναγνώρισαν ότι το βάθος του φυσικού κόσμου είναι απροσδιόριστο. Συνεπώς η φυσική επιστήμη με βάση τη μαθηματική λογική πιάνει μόνο την επιφάνεια του κόσμου, δηλαδή τα φαινόμενα, όχι όμως και το πραγματικό βάθος αυτών. Ο διάσημος φυσικός Pascal Jordan διατυπώνει τη σκέψη: «Περπατάμε πάνω σε ένα λεπτό στρώμα πάγου, στην επιφάνεια μιας λίμνης, με άγνωστα τα βάθη της κάτω από μας».
Από τα εκτεθέντα φαίνεται καθαρά το σχετικό και διαρκώς μεταβλητό της επιστημονική γνώσης. Έτσι ανοίγει και πάλι ο δρόμος για την πίστη, η οποία δεν είναι μια ανόητη και τυφλή παραδοχή μυθικών πραγμάτων, αλλά ένας φωτισμένος τρόπος αποδοχής αληθειών που δε φθάνει και δεν τολμά η λογική. Είναι η υπέρβαση της λογικής που επιβάλλεται από την ίδια τη λογική, όταν φθάνει στα όριά της. Είναι μα προσωπική αποκαλυπτική εμπειρία, η οποία αφαιρεί κάθε απόδειξη, κάθε ενδιάμεσο, κάθε αφηρημένη έννοια για τον αντικειμενικά υπάρχοντα Θεό.
Η πίστη είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη ύπαρξη. Πιστεύει ο ασθενής στο γιατρό, ο μαθητής στο δάσκαλο, το παιδί στη μάνα. Η πίστη είναι βασική προϋπόθεση του γάμου, του εμπορίου και γενικά κάθε σχέσεως που συνάπτουν οι άνθρωποι. Ο Σενέκας έλεγε: «Διά της πίστεως ο άνθρωπος αποκτά τη βεβαιότητα επί του μεγαλύτερου μέρους των πραγμάτων».
Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς: «Όπως είναι αδύνατο να ‘γνωρίσουμε’ και να ερμηνεύσουμε τον ποιητικό και εικαστικό λόγο της τέχνης, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της νευτώνειας φυσικής, έτσι δεν είναι δυνατόν να προσεγγίσουμε και την καθολικότητα του υπαρκτικού γεγονότος της σωτηρίας και της προσωπικής αποκαλύψεως του ζώντος Θεού, χρησιμοποιώντας τις μεθόδους και τις κατηγορίες γνωσιολογικών συστημάτων, που περιορίζονται σε επί μέρους και αποσπασματικές περιοχές της ανθρώπινης γνώσεως».
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η επιστήμη δεν μπορεί να εκτοπίσει τη θρησκεία και για τους λόγους που αναφέραμε, αλλά κυρίως γιατί μέσα στον άνθρωπο υπάρχουν μεγάλα υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα στα οποία μονάχα η χριστιανική πίστη μπορεί να απαντήσει, αφού αντλεί το κύρος της από τη μοναδικότητα του θεανδρικού προσώπου του Χριστού.
Μονάχα ο Χριστός γεμίζει το εσωτερικό μας ανικανοποίητο, αμβλύνει την τραχύτητα των ανθρώπινων ενστίκτων και προσφέρει τη λύτρωση, την οποία καμιά άλλη ενδοκοσμική αξία δεν μπορεί να προσφέρει.