Το μυστήριο της θείας ενανθρωπίσεως…

on .

 Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για το μυστήριο της θείας ενανθρωπίσεως στο σύγχρονο άνθρωπο, που ζυγίζει τα πάντα με τα δράμια της σκέψης και τον πήχυ της λογικής, που απολυτοποιεί την ανθρώπινη γνώση και δέχεται ως πραγματικό μόνον ό,τι αποδεικνύεται νοησιαρχικά.
Αγνοεί όμως ο άνθρωπος της εποχής μας μια βασική αλήθεια· ότι η ανθρώπινη γνώση είναι σχετική, μεταβλητή και πολύ περιορισμένη. Εξαρτάται από τα δεδομένα «της κατ’ αίσθησιν εμπειρίας και την δυνατότητα της διανοίας και της γιγνωσκούσης συνειδήσεως του ανθρώπου». Ό,τι είναι πέρα από τα όρια των γνωστικών του δυνατοτήτων αδυνατεί να τα γνωρίσει. «Η ανθρώπινη γνώση», γράφει ο Τόμσον, «αλιεύει σε μια μονάχα περιοχή της πραγματικότητας, ενώ στον ανεξερεύνητο ωκεανό της υπάρχουν πάρα πολλά, τα οποία αδυνατεί να αγρεύσει». Για να συνεχίσει και ο διάσημος φυσικός P. Jordan, o οποίος γράφει: «Περπατάμε πάνω σ’ ένα λεπτό στρώμα πάγου, στην επιφάνεια μιας λίμνης, με άγνωστα τα βάθη της κάτω από μας». Οι επιστημονικές θεωρίες, όπως και κάθε ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι ιστορικές οντότητες με γέννηση, ακμή και τέλος και με συμμετοχή όχι μόνο στην αλήθεια, αλλά και στο λάθος.

Η θεία ενανθρώπιση, που γιορτάζουμε αυτές τις ημέρες, είναι το μεγάλο μυστήριο της ιστορίας. «Το πάντων καινόν καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον», όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Το μυστήριο που τερματίζει την μεταξύ του μεταφυσικού και ιστορικού υπάρχουσα διάσταση, συνοψίζει και ανακεφαλαιώνει την πνευματική ζωή των ανθρώπων και αφυπνίζει τον ιστορικό χρόνο, δίνοντας σ’ αυτόν μεταφυσικές προεκτάσεις. Με τη θεία ενανθρώπιση καταφάσκεται η ιστορία, η υλική πραγματικότητα και το ανθρώπινο πρόσωπο.
Ως μυστήριο η θεία ενανθρώπιση δεν προσεγγίζεται με τη λογική. Γιατί η λογική, που κινείται σε ορισμένα πλαίσια και σε ορισμένες συχνότητες για να μας γνωρίσει δευτερογενείς ιδιότητες των αντικειμένων, είναι τόσο αδύναμη να προσεγγίσει τον γνόφο του μυστηρίου όσο το αυτί την όραση και το μάτι τους μουσικούς τόνους. Το μυστήριο δεν είναι ο αντιλογικός χώρος του επέκεινα, αλλά ο πέραν της λογικής χώρος της ελευθερίας. Η παρουσία του μυστηρίου δεν αποτελεί απαίτηση για τη λογική, αλλά πρόκληση. Αποτελεί την έσχατη δοκιμασία της ανθρώπινης ελευθερίας.
Η υπέροχη υμνολογία των Χριστουγέννων με ωραιότατες ποιητικές εκφράσεις τονίζει την έννοια του μυστηρίου της σαρκώσεως του Λόγου: «Ακατάληπτον το τελούμενον εν Βηθλεέμ σήμερον μυστήριον». «Παράδοξον πιστοί, το μυστήριον τούτο! Θεός εκ γυναικός, εγεννήθη ως οίδε». «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον». Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο Μέγας Αθανάσιος: «Μυστήριον ξένον βλέπω, αντί ηλίου τον ήλιον της δικαιοσύνης απεριγράπτως χωρήσαντα εν τη Παρθένω. Και μη ζήτει το πως· όπου Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξις. Ηβουλήθη γαρ, ηδυνήθη, κατήλθεν, έσωσεν».
Το μυστήριο των Χριστουγέννων εστιάζεται στο γεγονός ότι ο Λόγος «μη εκστάς της φύσεως μετέσχε του ημετέρου φυράματος». Παρόλο που «όλος ην εν τοις κάτω, ουδόλως απην και των άνω», όπως τονίζει ο ποιητής της ακαθίστου ακολουθίας. Ο Λόγος του Θεού υπήρχε ταυτόχρονα και στην Παρθένο και στους κόλπους του Πατέρα. Και τούτο, γιατί στο άρρητο χριστολογικό μυστήριο δεν έχουμε μετάσταση τοπική, αλλά συγκατάβαση θεϊκή. Ο φυσικός χώρος ουδόλως ισχύει για τον Αχώρητο Θεό, που πληροί τα σύμπαντα και υπέρκειται παντός τόπου και χρόνου.
Όπως παρατηρεί ο Κύριλλος Αλεξανδρείας ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «αυτοπροαίρετον» και δεν τον εγκατέλειψε όταν αυτός απομακρύνθηκε από κοντά του και ως τρεπτός έχασε τη θεία χάρη, δηλαδή τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Τότε ο Θεός «επινόησεν ημίν εξ ουρανού τον δεύτερον Αδάμ», που έχει άτρεπτη τη θεία φύση. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος όχι για να δημιουργήσει νέα ανθρώπινη φύση, αλλά για να δώσει ό,τι δεν «διέσωσεν» ο πρώτος Αδάμ, την «χάριν». Ο Χριστός με τη σάρκωσή του προσλαμβάνει στη θεία φύση του ό,τι δεν είχε πριν, δηλαδή τη φθαρτή ανθρώπινη φύση, κενώνοντας ακένωτα σ’ αυτήν την άφθαρτη θεότητα του.
Η θεία ενανθρώπιση έχει τεράστιες ανθρωπολογικές διαστάσεις, αφού ως κενωτική κίνηση της θείας αγάπης σημαίνει πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως με δυνατότητα αφθαρτοποιήσεως και καινοποιήσεώς της.
Όπως σωστά έχει λεχθεί τον «επινίκιο» του ανθρώπου δε θα τον βρούμε ούτε στον Πίνδαρο ούτε στο Σοφοκλή, αλλά στη θεολογία των Χριστουγέννων, όπου υπέροχα τονίζεται ότι «Θεός ανθρώποις εκ Παρθένου πεφανέρωται, μορφωθείς το καθ’ ημάς και θεώσας το πρόσλημμα».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, μιλώντας για τη σάρκωση του Λόγου κάνουν λόγο για την αναγέννηση του ανθρώπου. Ο Θεός σαρκούται για να θεοποιήσει τον άνθρωπο. Ενανθρωπίζεται για να προσφέρει στον άνθρωπο τη μεγίστη δυνατότητα αναπτύξεώς του, τη θέωση. «Και ο πλουτίζων πτωχεύει. Πτωχεύει γάρ ίνα εγώ πλουτίσω την αυτού θεότητα. Και ο πλήρης κενούται… ίνα εγώ της εκείνου μεταλάβω πληρώσεως» γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Έτσι έχουμε θέωση του προσλήματος , ανάσταση της πεσμένης εικόνας και ανάπλαση του βροτείου γένους.
Καθώς γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, «την Μητρόπολιν των εορτών», οφείλουμε να προσεγγίσουμε το μεγάλο αυτό γεγονός βιωματικά. Να προσέλθουμε στο νοητό σπήλαιο της Βηθλεέμ με τον πόθο και τη νοσταλγία των Μάγων, την ταπείνωση και την απλότητα των ποιμένων για να βρούμε τον Μεγάλο Απόντα της ζωής μας, που θα μας δώσει πληρότητα και ποιότητα ζωής, σωστό κοσμοθεωριακό προσανατολισμό και πραγματική λύτρωση από την ανεστιότητα του παρόντος, τον πόνο και τον θάνατο. Αυτή την ανάγκη μας θυμίζει ο ιερός Χρυσόστομος: «Τοιγαρούν εορτάσωμεν μη πανηγυρικώς, αλλά θεϊκώς· μη κοσμικώς, αλλ’ υπερκοσμίως· μη τα ημέτερα, αλλά τα του Δεσπότου· μη τα της ασθενείας, αλλά τα της ιατρείας· μη τα της πλάσεως, αλλά της αναπλάσεως».