Ένα κουτί σοκολατάκια...

on .

 Ο Χρηστάρας, δικαίως ή αδίκως, είχε αποκτήσει τη φήμη ενός κλασικού τεμπελχανά. Μερικοί λένε ότι αυτό το κουσούρι το απέκτησε από γεννησιμιού του, όταν την πρώτη νύχτα που τον επισκέφτηκαν οι Μοίρες για να του «γράψουν» τα μελλούμενα, ήταν κι οι τρεις τους… αδιάθετες. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι τον χάλασε το περιβάλλον του, που του έκανε ανεξαιρέτως όλα τα χατίρια. Στην πραγματικότητα όμως, για όλη αυτή την τραγική κατάσταση και ρετσινιά που τον ακολουθούσε, ευθύνεται ένα κουτί σοκολατάκια!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ήταν ανήμερα των Χριστουγέννων και ο Χρηστάκης, όπως τον φώναζαν τότε, γιόρταζε για έκτη φορά το όνομά του. Ξαφνικά, εκεί που έτρωγε το πρωινό του αυγουλάκι, το μάτι του έπεσε κάτω ακριβώς από το χριστουγεννιάτικο δένδρο και πίσω από τη φάτνη, σε ένα φανταχτερό κουτί με καταπράσινο περιτύλιγμα. «Μαμά τι έχει εκείνο το πράσινο κουτί;», ρώτησε τη μάνα του. «Θα μάθεις την πρωτοχρονιά που θα ανοίξουμε όλα τα δώρα», του απάντησε εκείνη, που δεν σήκωνε και πολλές κουβέντες.
Τον Χρηστάκη όμως, όπως και όλα τα παιδιά στην ηλικία του, τον έτρωγε η περιέργεια! Έτσι λοιπόν, όταν η μάνα του πετάχτηκε λίγο αργότερα στην αγορά για κάτι ψώνια και έμεινε μόνος του στο σπίτι, πήρε στα χέρια το πράσινο κουτί, έβγαλε προσεκτικά το περιτύλιγμα για να μπορέσει μετά να το ξανατυλίξει, και όταν το άνοιξε, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια σειρά από λαχταριστά σοκολατάκια!
Αν ο δύστυχος Χρηστάκης ήξερε να διαβάζει, θα έβλεπε στο επάνω μέρος του κουτιού μία σημείωση που έλεγε: «ΠΡΟΣΟΧΗ: Η παρτίδα αυτή είναι σκάρτη και έχει παρενέργειες. Μοιράστηκε κατά λάθος από τον Άγιο Βασίλη. Συνίσταται η αποφυγή της κατανάλωσής της από τα παιδιά και η άμεση επιστροφή του κουτιού στα εργαστήρια της «Santa Claus A.E.» στη Λαπωνία»!
Ήταν όμως αργά!
Η γεύση από το πρώτο σοκολατάκι ήταν μαγευτική! Ο Χρηστάκης βρέθηκε αίφνης πάνω σε ένα ποδήλατο που παρότι δεν είχε ρόδες βοηθητικές, αυτός μπορούσε και το οδηγούσε! Τρελάθηκε από τη χαρά του! Κάποια στιγμή όμως βρέθηκε σε μία διασταύρωση με τρεις δρόμους.
Ο πρώτος ήταν ανηφορικός και οδηγούσε προς τον ουρανό. Στο έμπα του καθόταν ένα ξωτικό που έλεγε: «Περάστε από εδώ, αυτός είναι ο μόνος δρόμος προς την ευτυχία».
Ο δεύτερος που ήτανε στο ίσωμα, δεν έδειχνε να καταλήγει πουθενά! Αλλά το ξωτικό που στέκονταν στην είσοδό του φώναζε: «Αυτός είναι ο δρόμος της ευδαιμονίας»!
Ο τρίτος δρόμος ήταν κατηφορικός και στην αρχή του κάθονταν ένα καλικατζαράκι με σαρδόνιο χαμόγελο, έδειχνε με το δάχτυλο την κατηφοριά και διαλαλούσε: «Από εδώ ελάτε, όπου οι έσχατοι γίνονται πρώτοι! Αυτός είναι ο τρίτος δρόμος, της προόδου»!
Παιδάκι ήταν τότε ο Χρηστάρας, δεν του έκοβε και τόσο, κολακεύτηκε που θα γινότανε «και πρώτος», και έτσι αποφάσισε ο φουκαράς, να πάρει τον κατήφορο!!!
Κι εκεί που άρχισε ο Χρηστάκης μας να ακολουθεί τον τρίτο δρόμο, χάθηκε ξαφνικά η μαγική εικόνα από εμπρός του.
Άρπαξε αμέσως το δεύτερο σοκολατάκι και το έβαλε στο στόμα του με βουλιμία! Βρέθηκε πάλι πάνω στο ποδήλατο να κάνει ορθοπεταλιά στην κατηφόρα όταν στην άκρη του δρόμου συνάντησε ένα λυχνάρι. Σταμάτησε, το έτριψε όπως ο Αλαντίν στο παραμύθι και παρουσιάστηκε μπροστά του το τζίνι! «Τι μπορώ να κάνω για σένα αφεντικό;», ρώτησε αυτό. «Θέλω, πολλά παιχνίδια, θέλω γκατζετάκια, θέλω και πολλά γλυκά», απάντησε με αφέλεια ο μικρός! «Αμέσως», είπε το τζίνι και γέμισε ο τόπος με υπέροχες λιχουδιές, παιχνίδια και γκατζετάκια πάσης φύσεως. Του έβαλε κι ένα χαρτί στην τσέπη της ζακέτας του. «Τι είναι αυτό;», ρώτησε παραξενεμένος ο Χρηστάκης. «Τίποτε που θα πρέπει να σε ανησυχεί», απάντησε το τζίνι, «είναι ο λογαριασμός αλλά θα τον πληρώσεις μετά από πολλά χρόνια όταν θα είσαι πια μεγάλος και τρανός. Μέχρι τότε όμως, παίξε, φάε και πιες να το φχαριστηθείς εδώ και τώρα, που λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι». Αυτά είπε το τζίνι και εξαφανίστηκε. Μετά από λίγο όμως, εξαφανίστηκε και η εικόνα.
Έτσι λοιπόν, ο μικρός Χρηστάκης, άρχισε να τρώει ένα - ένα τα σοκολατάκια και να ζητάει κάθε φορά που συναντούσε ένα λυχνάρι κι ένα …καινούριο τζίνι στο δρόμο του, όλο και περισσότερα αγαθά και ευκολίες, αδιαφορώντας για τα χαρτάκια που του έβαζαν κάθε φορά τα «τζίνια» στην τσέπη!
Με αυτά και με αυτά, περάσανε τα χρόνια και ο Χρηστάκης έγινε Χρηστάρας με τ’ όνομα! Κοίταγε πώς θα βολευτεί ο ίδιος σε βάρος των άλλων, μισούσε κάθε τι που θα του χάλαγε την ησυχία, υπερασπίζονταν για τους άλλους το δικαίωμα στην εργασία αλλά ο ίδιος δεν είχε καμιά διάθεση να πάει για δουλειά. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν σε ποια πιστωτική κάρτα θα χρέωνε το καμπριολέ, το τελευταίας τεχνολογίας κινητό του και τους λογαριασμούς στα παραλιακά τα …μαγαζιά!
Μέχρι που κάποια Χριστούγεννα μετά από χρόνια, ξύπνησε αμέριμνος γύρω στις έντεκα από το κρεβάτι του. «Μιράντα κανόνισες για ρεβεγιόν;», φώναξε στη γυναίκα του. «Μη ξεχάσεις να πεις και στην νταντά να έρθει το βράδυ για να κρατήσει τον μικρό»!
«Πάλι όνειρα έβλεπες καημένε μου», του είπε απ’ την κουζίνα η Μιράντα. «Ξέχασες πως εδώ και δέκα χρόνια είμαστε σε καραντίνα, είτε από μνημόνια, είτε από ιούς και πανδημίες;».
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα του το αντρόγυνο και ήρθε τρέχοντας απ’ το σαλόνι ο μικρός τους γιός, όλος χαρά! «Μπαμπά, μαμά, κοιτάξτε τι βρήκα κάτω από το δένδρο! Ένα κουτί που άφησε τη νύχτα ο Αϊ Βασίλης»!
Τον Χρηστάρα τον ζώσανε τα φίδια! Πήρε στα χέρια το κουτί και το άνοιξε με αγωνία. «Τι είναι εκείνα τα χαρτιά μπαμπάκα μου που έχει μέσα το κουτί;» ρώτησε όλος απορία ο μικρός!
«Τίποτε το σημαντικό παιδί μου», ψέλλισε ο Χρηστάρας και συνέχισε με ένα κόμπο στο λαιμό, «κάτι παλιοί λογαριασμοί! Φαίνεται… ήρθε η ώρα να πληρώσουμε»!!!