Το όραμα ίδρυσης ενός Ιωνικού Πανεπιστημίου…

on .

Το έτος 1837, όπως είναι γνωστό, ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ιδρυτής του θεωρήθηκε ο Όθωνας, ο οποίος κυβερνούσε την Ελλάδα -αυτό το μικρό κρατίδιο που είχε γίνει ανεξάρτητο το 1830 -ως «Ελέω Θεού Βασιλεύς των Ελλήνων», με αποτέλεσμα το Ίδρυμα αυτό να ονομαστεί «Πανεπιστήμιον του Όθωνος». Οργανώθηκε δε έχοντας ως πρότυπο τα Γερμανικά Πανεπιστήμια, το δε διδακτικό προσωπικό του, το οποίο διοριζόταν από τα ανάκτορα, είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια της Ευρώπης και κατ’ ακολουθίαν είχε αποκτήσει «δυτικότροπο» χαρακτήρα.
Κατά τα εγκαίνια του Πανεπιστημίου, ο πρώτος πρύτανης -Φαναριώτης καθηγητής της Ιστορίας- Κωνσταντίνος Σχινάς, οριοθετούσε ιδεολογικά και γεωγραφικά το πεδίο δράσης του νεοσύστατου Ιδρύματος, επισημαίνοντας ότι: «Το Ελληνικόν Πανδιδακτήριον... κείμενον μεταξύ της Εσπερίας και της Έω (=μεταξύ Δύσης και Ανατολής) είναι προωρισμένο να λαμβάνη τα σπέρματα της σοφίας και αφού τα αναπτύξη εν εαυτώ ιδίαν τινά και γόνιμον ανάπτυξιν, να τα μεταδίδει εις την γείτονα Έω, νεαρά και καρποφόρα». Σαφής, με βάση τα λεχθέντα από τον πρύτανη, ο προσανατολισμός του νέου Πανεπιστημίου: «Να λαμβάνη τα σπέρματα της σοφίας-προφανώς από τη Δύση-και να τα μεταδίδει νεαρά και καρποφόρα, εις την γείτονα Έω» (=δηλαδή στην Ανατολή).
Με την πάροδο του χρόνου, όπως ήταν επόμενο, άρχισε να γίνεται αισθητό ένα κενό σχετικό με το ρόλο που διαδραμάτιζε το Πανεπιστήμιο ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Στη δημιουργία αυτού του κενού συντελούσε και η αντιβασιλεία της οποίας τα βλέμματα ήταν στραμμένα προς τη Δύση. Μερικοί μάλιστα έβλεπαν το Πανεπιστήμιο ως το κατάλληλο όργανο που «διέδιδε τα γράμματα στην Ανατολή», χωρίς όμως να παίζει πρωτοποριακό ρόλο στην αξιοποίηση του Πολιτισμού της Ανατολής, τη στιγμή μάλιστα που ήταν ευρύτατα διαδομένη -και από πολλούς παραδεκτή- η άποψη: «εξ Έω το φως». Άλλοι πάλι εξέφραζαν και το φόβο μήπως μέσω του Πανεπιστημίου δημιουργηθούν προϋποθέσεις επιρροής του Ελληνισμού από την Καθολική Εκκλησία. Ίσως μάλιστα δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Δομπόλης, ιδρύοντας αργότερα το Καποδιστρικόν Πανεπιστήμιον, όρισε με τη διαθήκη του ότι: «Η παίδευσις της νεολαίας να διευθύνηται και να στηρίζεται επί των αρχών της Αγίας Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ημών».
Το κενό αυτό δεν πρέπει να είχε διαφύγει τους οραματισμούς του Ελευθέριου Βενιζέλου, που μετά τους νικηφόρους αγώνες του 1912-1913, τις διπλωματικές του επιτυχίες μετά τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και την τροπή που έπαιρνε το Ανατολικό Ζήτημα, ως προς την τύχη της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε συνάρτηση με τις βλέψεις της Ανταντ στην οποία ανήκε η Ελλάδα, είχε καταστεί «ο τελευταίος μεγάλος φορέας της εθνικής μας συνείδησης».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το 1919 στο Παρίσι συναντιούνται δυο εκλεκτές ελληνικές προσωπικότητες: Ο εγνωσμένου κύρους πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος και ο παγκόσμιας εμβέλειας μαθηματικός επιστήμονας, καθηγητής τότε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή. Η συνάντηση εκείνη είχε τα αποτελέσματά της. Συμφωνήθηκε, σαν συμπλήρωμα απαραίτητο στο «Δυτικό» Πανεπιστήμιο της Αθήνας να ιδρυθεί Πανεπιστήμιο «Ανατολικό» στη Σμύρνη το οποίο θα ονομαστεί «Ιωνικό» και θα έχει ως έμβλημα τη φράση «ΦΩΣ ΕΞ ΑΝΑΤΟΛΩΝ». Η Σμύρνη εκείνη την εποχή αποτελούσε «ίδιον Κράτος» με ύπατο αρμοστή τον Αριστείδη Στεργιάδη, διορισμένο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ο καθηγητής Καραθεοδωρή ανέλαβε να συντάξει, με βάση την οργανωτική πείρα του, την Εισηγητική Έκθεση, να οργανώσει το Πανεπιστήμιο για το οποίο είχε εξευρεθεί το κατάλληλο οίκημα και να μεριμνήσει για την εξεύρεση του απαραίτητου διδακτικού προσωπικού.
Στην Εισηγητική Έκθεση, μαζί με την αναγκαιότητα της ίδρυσης του νέου Πανεπιστημίου, τονίζεται: «Καθ’ όλην την διάρκειαν του 19ου αιώνος η ελευθέρα Ελλάς εδεσπόζετο κυρίως από την επιθυμίαν να ζήση, ως ήδη είχαν πράξει εν τη Εσπερία οι άνδρες της Αναγεννήσεως με το όμμα τους προσηλωμένον επί της κλασσικής αρχαιότητος». Προστίθεται δε ότι πρέπει να αναπροσανατολισθεί η ελληνική κοινωνία για να αποφευχθεί η μονομερής στροφή προς τη Δύση, γι’αυτό πρέπει να ανατείλει το «φως εξ Ανατολών. Να διασώσωμεν μεταξύ των Ελλήνων την επιστημονικήν γνώσιν των σλαβικών και των ανατολικών λαών, όπως των δυτικών, και να βασίσωμεν την σπουδήν ταύτην επί αυτής της ιστορίας, των ηθών, της θρησκείας και της νομοθεσίας των εν λόγω λαών. Κατά τον τρόπον αυτόν, θα επιτευχθή δραστηρίωσις της αμοιβαίας κατανοήσεως διαφορετικών λαών, διαβιούντων επί του αυτού εδάφους, μέσω του πολιτιστικού διαποτισμού, προϋπόθεσις αναγκαία ίνα δυνηθή η Ανατολή, ύστερα από τόπους αιώνας πάλης να επαναρχίσει να ζη ζωήν κανονικήν ήγουν ειρηνικήν».
Ένας ακόμη εθνικός οραματισμός που ναυάγησε στα βράχια των εθνικών περιπετειών που ακολούθησαν, αρχής γενομένης με τις εκλογές του 1920, που απομάκρυναν το Βενιζέλο από την εξουσία και έφεραν πίσω στη χώρα μας τη βασιλεία.