Το μοιρολόγι των πλατανιών…

on .

 Μια ζωή περνούσα το δρόμο κατά μήκος του Λούρου. Ήταν άλλωστε ο μόνος δρόμος που συνέδεε τα Γιάννενα με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Πανέμορφο το τοπίο δίπλα στον ποταμό. Πότε ήρεμα και πότε φουσκωμένα κυλούσαν τα νερά του, άρχοντας της περιοχής.
Αιωνόβια πλατάνια, γεροδεμένα, σωστό δάσος, ρουφούσαν αχόρταγα τα νερά του Λούρου και ζούσαν καταπράσινα κι ευτυχισμένα, σκορπίζοντας με την φυλλωσιά τους δροσιά κι ομορφιά. Χαρά Θεού!
Σταματούσαν μαγεμένοι από το θέαμα οι περαστικοί να ξαποστάσουν, να χορτάσει το μάτι τους ομορφιά! Όμως, όχι πια!
Ύστερα από χρόνια πέρασα το καλοκαίρι. Δεν πίστευα στα μάτια μου! Ασυγκράτητη βγήκε η κραυγή «όχι, δεν είναι δυνατόν»! Δεν είναι αυτό το ποτάμι που ήξερα κι έχω φωτογραφίσει πολλές φορές.
Μπροστά μου βρίσκεται ένα απέραντο νεκροταφείο, το νεκροταφείο των πλατανιών του Λούρου, καθώς ξερά, γυμνά, άψυχα, κομμένα, σακατεμένα, κείτονται στην κοίτη του ποταμού. Απελπισμένα τα κλωνάρια σμίγουν σε απόγνωση, μοιρολογούν, αλλά και σε ικεσία: Να σταματήσει το κακό!.. Να ξαναδώσουν οι περήφανες ρίζες που στιβαρές απλώνονταν σαν χέρια, από το ένα δέντρο στο άλλο, σαν σε χορό. Ήταν ευτυχισμένα…
Τώρα οι ίδιες αυτές σμίγουν σαν να ζητάν βοήθεια, να ξεπεράσουν το κακό, την αρρώστια που τις βρήκε. Απέραντος ο θρήνος…
Η συμφορά είναι πως η ίδια μοίρα περιμένει και της λίμνης μας τα πανέμορφα πλατάνια. Άρχισαν ήδη οι αρμόδιοι να κόβουν τα άρρωστα. Φανταστείτε τον παραλίμνιο δρόμο γυμνό!
Πόσο εφήμερη, σκέπτομαι, είναι η ομορφιά και πόσο εύθραυστη η ζωή των ανθρώπων και της φύσης.
Φοβάμαι, φοβάμαι ακόμη και να το σκεφτώ πως θα ζήσουμε η γενιά μας, ίσως να το δει κι αυτό: Τα μεσοχώρια των χωριών μας χωρίς πλατάνια!..
Όχι, όχι! Είναι μόνο ένα κακό όνειρο! Διώξε Θεέ μου τον εφιάλτη!