Οι πρώτες νίκες του ελληνικού στόλου κατά την Επανάσταση…

on .

Είναι γνωστό ότι το 1774 μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας υπογράφηκε η συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (χωριό της Βουλγαρίας). Ανάμεσα στα άλλα άρθρα της συνθήκης υπήρχε και το άρθρο που επέτρεπε στα ελληνικά πλοία να κυκλοφορούν ελεύθερα με τη Ρωσική σημαία!
Έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στους Έλληνες να μετατρέψουν τα μικρά εμπορικά πλοία τους σε πολεμικά. Στο διάστημα 1774 – 1821 ο Ελληνικός εμπορικός στόλος οπλίστηκε με κανόνια,

αλλά και οι ναύτες εξασκήθηκαν συνάπτοντας ναυμαχίες με τους πειρατές.
Ο τουρκικός στόλος εβγήκε έξω από την Ελλήσποντο στις 24 Ιανουαρίου 1822. Αυτή τη φορά η πύλη, θέλησε να μεταχειριστεί το στόλο της (που τον αποτελούσαν 56 πλοία) όχι ως βοηθητική δύναμη των κατά ξηράν εκστρατειών, αλλά για αποκλειστική πολεμική δράση του στόλου με αποβατικές επιχειρήσεις, έως ότου ξεκινήσει η προετοιμαζόμενη στη Θεσσαλία νέα μεγάλη εκστρατεία.
Δυστυχώς, ευρωπαϊκά καράβια, γαλλικά, αγγλικά και άλλα φρόντιζαν να εφοδιάσουν τα φρούρια που ήσαν αποκλεισμένοι Τούρκοι με όλα τα αναγκαία. Αυτό συνέβη τώρα στο κάστρο της Μονεμβασιάς.
Ο Ελληνικός στόλος άρχισε να παρακολουθεί τις κινήσεις του τουρκικού. Πρώτος ξεκίνησε ο Υδραϊκός στόλος με επικεφαλής τρείς ναυάρχους. Τον Ανδρέα Μιαούλη, το Λάζαρο Πινότση και τον Ιωάννη Βούλγαρη. Πρώτος μεταξύ των τριών ήταν ο Μιαούλης. Το ξεκίνημα των καραβιών έγινε με τρικυμία. Οι τρεις μοίρες έπλεαν χωριστά (Ψαρών, Ύδρας και Σπετσών) και συναντήθηκαν, όταν έφυγαν από τα μεσσηνιακά παράλια. Από τη νήσο Πρώτη, ο Σπετσιώτης ναύαρχος Γκίκας Τούσας εκάλεσε με σήματα τους συναδέλφους του και τους ανήγγειλε ότι οι πρόσκοποί του τον επληροφόρησαν ότι ο τουρκικός στόλος βρισκότανε αγκυροβολημένος στο λιμάνι της Πάτρας. Οι πληροφορίες των Προσκόπων προέρχονταν πάντα από τα υπό ουδέτερη σημαία πλοία που συναντούσαν στο πέλαγος. Εκεί έγινε διανομή του του φορτίου μπαρούτι, που είχε στείλει ο Βαρβάκης από τα Ψαρά που ήταν βαθύπλουτος εγκατεστημένος στη Ρωσία. Εδόθηκαν σε κάθε πλοίο δύο βαρέλια πυρίτιδα (μπαρούτι).
Τα πλοία των τριών νησιών συναντήθηκαν μεταξύ των ακτών Ζακύνθου και Ηλείας στις 15 Φεβρουαρίου 1822. Εκεί, έγινε συμβούλιο μεταξύ των ναυάρχων στο πλοίο του Ανδρέα Μιαούλη. Ο Υδραϊνός ναύαρχος επρότεινε να αναζητηθεί ο τουρκικός στόλος και να γίνει αμέσως επίθεση με όλες μαζί τις ελληνικές δυνάμεις. Ήταν η πρώτη από την αρχή του αγώνα πρόταση για ναυμαχία κατά μέτωπο κατά του τούρκικου στόλου. Μέχρι τότε ο ελληνικός στόλος παρενοχλούσε τον τουρκικό, τον απειλούσε με τα πυρπολικά και τον παρακολουθούσε για να παρεμποδίζει τις κινήσεις του.
Από εκείνη τη στιγμή ο Α. Μιαούλης αναλάμβανε την πρωτοβουλία να χτυπήσει οπωσδήποτε τον εχθρό. Εστάλησαν δύο βάρκες στα παράλια της Πελοποννήσου, για να εξακριβώσουν το μέρος όπου βρισκότανε ο τουρκικός στόλος. Οι αποσταλέντες επληροφορήθηκαν ότι πράγματι ο τουρκικός στόλος βρισκότανε στο λιμάνι της Πάτρας.
Ο ελληνικός στόλος εξακολούθησε την πορεία του προς την Πάτρα, αλλά ξέσπασε νέα τρικυμία. Έπνεε δυνατός άνεμος από τον Κορινθιακό κόλπο και τα μικρά πλοία εκλυδωνίζονταν. Με κόπο επροχωρούσαν και αναγκάστηκαν να περιστείλουν τα πανιά. Ο αντίθετος άνεμος δεν επέτρεπε την συνέχιση της πορείας. Τότε δόθηκαν σήματα από τη ναυαρχίδα του Μιαούλη, να κατευθυνθεί ο στόλος προς το Μεσολόγγι.
Εκεί, στο Μεσολόγγι στις 12 Φεβρουαρίου 1822 έγινε νέο συμβούλιο στη ναυαρχίδα του Μιαούλη, στην οποία συμμετείχαν όλοι οι ναύαρχοι αλλά και οι πλοίαρχοι. Ο Μιαούλης ανακοίνωσε τότε την απόφαση ότι η επίθεση θα γινότανε την επόμενη, διότι η τρικυμία φαινότανε ότι άρχισε να κοπάζει. Οι πλοίαρχοι κατελήφθησαν από ενθουσιασμό. Καθένας εβεβαίωνε ότι ήταν ικανός να χτυπηθεί με δύο και με τρία τουρκικά πλοία. Και εκείνοι που θεωρούσαν επικίνδυνη την επίθεση εναντίον στόλου τόσον ισχυρού, με μεγάλες πολεμικές μονάδες δεν τολμούσαν να εκδηλώσουν τη γνώμη τους μέσα σε τόσον ενθουσιασμό. Η ναυμαχία αποφασίστηκε και στα πλοία έγιναν εκείνη τη νύχτα οι προετοιμασίες για την επίθεση κατά του τουρκικού στόλου.
Κατά την χαραυγή της 20ης Φεβρουαρίου, χωρίς να έχει βελτιωθεί ο καιρός, τα ελληνικά πλοία εσήκωσαν τις άγκυρες και ξεκίνησαν το ένα μετά το άλλο. Ο Ανδρέας Μιαούλης ξανοίχτηκε πρώτος στο πέλαγος και σχηματίστηκε μικρή μοίρα για να ακολουθήσει το ναύαρχο ως εμπροσθοφυλακή, από τα υδραϊκά πλοία του Μανώλη Τομπάλη, του Γ. Σαχτούρη, του Α. Κριεζή και του Γκίκα Ιωάννη, από τα σπετσιώτικα του Ιω. Γ. Κούση και άλλων. Τα πλοία επροχώρησαν με κόπο και με κίνδυνο γιατί ο άνεμος γινότανε δυνατότερος και η θάλασσα αγρίευε. Με καιρό όπως αυτός, όλοι έκριναν ότι ήταν αδύνατη η ναυμαχία εκ παρατάξεως. Η βαριά ατμόσφαιρα εμπόδιζε να διακρίνουν το λιμάνι της Πάτρας, όπου είχαν καταφύγει όλα τα τουρκικά καράβια, μικρά και μεγάλα. Αλλά μετά από λίγο το πλοίο του Ανδρέα Μιαούλη, που είχε προχωρήσει περισσότερο από τα άλλα, ανάγγειλε με σήματα ότι διέκρινε στο λιμάνι των Πατρών αγκυροβολημένο τον τουρκικό στόλο. Τα ελληνικά πλοία ετάχυναν τώρα τον πλούν, το πλεύσιμό τους.
Οι Τούρκοι ανύποπτοι και διότι εθεωρούσαν ότι οποιαδήποτε εχθρική προσβολή εναντίον τους ήταν αδύνατη, γιατί ήταν επικίνδυνο να διασχίσουν πλοία τον Κορινθιακό με τόση θαλασσοταραχή διότι δεν εφαντάζονταν ότι ο Ελληνικός στόλος αποτελούμενος από μικρά πλοία θα ετολμούσε να προσβάλει τα μεγάλα και με ισχυρότατο πυροβολικό εφοδιασμένα πολεμικά σκάφη τους. Οι Τούρκοι αντιλήφθησαν τα ελληνικά πλοία, όταν ήταν πλέον αργά. Ο Τούρκος ναύαρχος έδωσε διαταγή να σηκώσουν τις άγκυρες, να ανοίξουν τα πανιά και να βγουν έξω από το λιμάνι για να μη δεχθούν επίθεση σε ακινησία από εκείνους που έρχονται εναντίον τους.
Επικράτησε ταραχή μεταξύ των τουρκικών πλοίων. Για να μη παρασυρθούν από τα μαινόμενα κύματα είχαν το καθένα ρίξει και τις δυο τους άγκυρες και ήταν δύσκολο να τις σηκώσουν αμέσως. Επροσπαθούσαν, λοιπόν, να ξεκινήσουν και να ανοίξουν τα πανιά, όταν έπειτα από αρκετές στροφές μπήκε πρώτο στο λιμάνι το πλοίο του Ανδρέα Μιαούλη που το ακολουθούσε το πλοίο του Δημ. Λάμπρου. Οι Τούρκοι μπροστά στον άμεσο κίνδυνο μεταχειρίστηκαν τους μπαλτάδες για να κόψουν τα σχοινιά που εκρατούσαν τα πλοία τους δεμένα και επρόλαβαν να ανοίξουν τις γάμπιες για να έχουν ελεύθερες κινήσεις.
Ο Μιαούλης διέταξε τους πυροβολητές του να αρχίσουν πύρ και με τα κανόνια του να βάλουν συνεχώς όρμησε ανάμεσα σε δύο φρεγάτες, τις διαχώρισε και άρχισε να βάλλει εναντίον τους, ενώ κατέφθανε και το πλοίο του Λάμπρου. Η μία από τις φρεγάτες επρόφθασε να διαφύγει ευθύς αμέσως και τα ραγδαία πυρά των κανονιών του Μιαούλη και οι πυροβολισμοί των Ελλήνων ναυτών συγκεντρώθηκαν κατά της δεύτερης βραδυκίνητης είτε από ελαττώματα του πλοίου, είτε από την ταραχή του πληρώματός του μπροστά στην ορμητική επίθεση της ελληνικής ναυαρχίδας. Τα τουρκικά πλοία άρχισαν να κινούνται, ενώ κατέφθασαν μερικά ελληνικά πλοία ακόμη. Τότε έγινε μεγάλη αναστάτωση στο ευρύτερο λιμάνι της Πάτρας. Τα τουρκικά πλοία καθώς δέχονταν την επίθεση των ελληνικών προσπαθούσαν να βγουν από το λιμάνι.
Η ναυμαχία στην οποία η συνεχιζόμενη θαλασσοταραχή έδινε άγρια όψη εκράτησε έξη ολόκληρες ώρες. Στη διάρκειά της εκτός από τη φρεγάτα που εχτύπησε ο Μιαούλης και η οποία μόλις κατόρθωσε να φύγει σε οικτρά κατάσταση και με πολλούς νεκρούς και τραυματίες, υπέστησαν ζημιές και πολλά άλλα τουρκικά πλοία. Από τα ελληνικά εκινδύνευσε το πλοίο του Ιω. Κούτση που κατεύθασε μετά από μιάμιση ώρα από την έναρξη της ναυμαχίας και επιτέθηκε εναντίον μεγάλουν τουρκικού πλοίου, του οποίου τα σφοδρά πυρά του προξένησαν ρήγματα. Ο Κούτσης δεν εννοούσε να εγκαταλείψει τον αγώνα παρά τις κραυγές του Τομπάζη ότι κινδυνεύει να πνιγεί. Η Ελληνική γενναιότητα εθαυματούργησε εκεί άλλη μια φορά. Η ορμητικότητα των Ελλήνων πλοιάρχων, οι οποίοι ακολούθησαν τον ναύαρχο Μιαούλη, που έδωσε το παράδειγμα, κατατρόμαξε τους Τούρκους ναυάρχους και τους ανάγκασε να φύγουν αντί να αντεπιτεθούν με το ισχυρότατο πυροβολικό κατά των μικρών ελληνικών πλοίων. Και οι ζημιές των Τούρκων θα ήταν μεγαλύτερες αν έφθαναν έγκαιρα όλα τα ελληνικά πλοία. Τα ελληνικά πλοία που πήραν μέρος στη ναυμαχία ήταν λιγότερα από τα μισά από την συνολική τους δύναμη, λόγω του δυνατού αέρα. Από τα ελληνικά πληρώματα λίγοι ετραυματίστηκαν και φονεύτηκε ο Νικόλαος Γερακίνης.
Τελικά, ο τουρκικός στόλος βγήκε από το λιμάνι των Πατρών και καθώς ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, γιατί είχε κατεύθυνση προς τα δυτικά ετράπει προς τη Ζάκυνθο, καταδιωκόμενος από τον Ελληνικό. Μόλις κατά την νύχτα έφθασαν και μπήκαν στο λιμάνι της Ζακύνθου τα τουρκικά πλοία, αλλά με τόση αταξία από τον πανικό, ώστε δύο από αυτά έπεσαν στα ρηχά νερά.
Ο Ελληνικός στόλος επί δύο ημέρες περιέπλεε έξω από τη Ζάκυνθο περιμένοντας την έξοδο του τουρκικού στόλου και το απόγευμα της δεύτερης ημέρας κατέπλευσε στο Κατάκωλο για ύδρευση. Εκεί κατέφθασε στις 13 του μήνα ένα αγγλικό πλοίο σταλμένο από την αγγλική διοίκηση των Επτανήσων και εδήλωσε στους Έλληνες ναυάρχους ότι η αρχή των Ιονίων Νήσων πιστή στην ουδετερότητα που διακήρυξε, δεν δέχεται στα λιμάνια της πλοία των εμπολέμων. Και για να δικαιολογήσει την παραμονή του τουρκικού στόλου στο λιμάνι της Ζακύνθου, συμπλήρωσε: Εκτός αν έχουν ανάγκη επισκευών, όπως συνέβη στα τουρκικά, τα οποία, όμως και μετά την επιδιόρθωση δεν έφυγαν από το λιμάνι της Ζακύνθου. Τόση ήταν η ουδετερότητα των Άγγλων διοικητών των Ιονίων νήσων…
Από το πρώτο έτος της επανάστασης οι Επτανήσιοι έδειξαν διαθέσεις να τρέξουν να βοηθήσουν. Αλλά, και από την Πελοπόννησο κατέφυγαν πολλοί στα Ιόνια νησιά.
Σε όλους αυτούς οι Άγγλοι διοικητές συμπεριφέρθηκαν χειρότερα από τους τούρκους. Η συμπεριφορά δε του Μαϊτλαντ παρέμεινε στην ιστορία ως «Η απανθρωπιά του Μαϊτλαντ».
Το φοβερότερο όλων ήταν η διαταγή «όσοι ξένοι κατέφυγαν στη Ζάκυνθο να αναχωρήσουν εντός δεκαπέντε ημερών». Η διαταγή του Μαϊτλαν έφερε σε απελπισία τους πρόσφυγες Έλληνες, γυναικόπαιδα ως επί το πλείστον και γέροντες. Και επρόκειτο περί αρκετών χιλιάδων ατόμων. Τραγική αμηχανία κατέλαβε όλο αυτό το πλήθος. Γυναίκες και παιδιά έτρεξαν μπροστά στο διοικητήριο και άρχισαν να παρακαλούν να τους λυπηθούν και να ανακληθεί η απέλαση. Αλλά, δεν υπήρχε εκεί καρδιά να συγκινηθεί.
Άρχισε η επιβίβαση στα πλοιάρια, που θα μετέφεραν τους πρόσφυγες στις ακτές της Πελοποννήσου και δεν αναμένονταν παρά η διαταγή του Μάιτλαντ για την αναχώρηση. Τότε ο Μάιτλαντ ακολουθώντας το καταχθόνιο πρόγραμμά του διέπραξε τερατώδες προμελετημένο έγκλημα εναντίον ολόκληρου κόσμου αθώων υπάρξεων. Διέταξε να μην εκπλεύσουν τα πλοία με τους απελαυνομένους, αλλά να μείνουν οι επιβιβασθέντες εντός των πλοίων μέχρι νεωτέρας διαταγής του και αναχώρησε για την Κεφαλληνία. Η δοκιμασία αυτή ήταν η φοβερότερη από όσες είχαν υποστεί μέχρι τότε οι ατυχείς αυτοί άνθρωποι. Υποχρεώθηκαν να μείνουν στα ασκεπή και χωρίς στεγάσματα μικρά πλοιάρια επί ένα μήνα.
Εκεί, χωρίς να γνωρίζουν τι θα απογίνουν, χωρίς να τρέφονται επαρκώς, έμεναν εκετεθειμένοι στο κρύο και την υγρασία βρεχόμενοι μέρα – νύχτα, καταδικασμένοι σε αλλόκοτη κόλαση χωρίς να μπορούν να κάμουν τίποτε ο ένας για τον άλλον, χωρίς να μπορούν οι μητέρες να βοηθήσουν τα παιδιά τους που έκλαιγαν. Όσοι ήταν άρρωστοι κατέληξαν γρήγορα, έγκυες γυναίκες απέβαλαν και πέθαναν, καθώς και πολλά μικρά παιδιά και οι περισσότεροι αρρώστησαν.
Το απάνθρωπο κολαστήριο είχε και συνέχεια. Αλλά, ας σταματήσουμε εδώ…