Οι γυναίκες της Πίνδου πολεμικοί Παραστάτες του Στρατού μας…

on .

 Το Ελληνικό Έπος του 1940 – 41, ο υπέροχος αγώνας της Ελλάδος να αποκρούσει τις φασιστικές λεγεώνες του υπερφίαλου δικτάτορα Μουσολίνι, εκτός των άλλων, έχει και το ιδιαίτερο γνώρισμα ότι πήραν μέρος και οι γυναίκες.

Είναι προαιώνια παράδοση αυτή του Ελληνικού λαού σε όλες τις φάσεις της ιστορίας του. Έτσι, οι Ελληνίδες του 1940 αναδείχτηκαν ισάξιοι πολεμικοί παραστάτες πλάι στους άνδρες, για να μην αφήσουν τον εχθρό να περάσει τις «Θερμοπύλες». Άλλες στο μέτωπο, στην πρώτη γραμμή και άλλες στα μετόπισθεν βοηθούσαν ποικιλοτρόπως το στρατό μας.
Οι γυναίκες του μετώπου έμειναν στην ιστορία γνωστές με την επωνυμία «Γυναίκες της Πίνδου». Για τους νέους είναι άγνωστα κάποια πράγματα και πρέπει να τα ερμηνεύσουμε: Στον τομέα της Πίνδου επιτέθηκε η Ιταλική Μεραρχία «Τζούλια», η οποία ήταν η ισχυρότερη Μεραρχία του φασιστικού καθεστώτος της Ιταλίας. Ήταν ισχυρότερη γιατί την αποτελούσαν κυρίως φανατικοί φασίστες πιστοί στο πλευρό του Μουσολίνι και πολεμούσαν με φανατισμό. Για να αντιμετωπισθεί, λοιπόν, αποτελεσματικά η Μεραρχία αυτή έπρεπε ο Ελληνικός Στρατός να ανεβάσει στις κορυφές των βουνών αυτών τα πολεμοφόδια. Τα μεταγωγικά ζώα (μουλάρια) δεν ήταν δυνατό να ανέβουν εκεί για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί το έδαφος εκεί είναι απότομο και δεν υπάρχουν μονοπάτια και δεύτερον τα μεγάλα ζώα αποτελούσαν εύκολο στόχο για το πυροβολικό και τα αεροπλάνα του εχθρού. Έτσι, το επίπονο και επικίνδυνο αυτό έργο ανέλαβαν να το φέρον σε πέρας οι γυναίκες της περιοχής. Με σχοινιά «ζαλώνονταν» στην πλάτη τα κασόνια με τα πολεμοφόδια και χωρίς να βαρυγκωμούν από την κούραση, ανέβαζαν, όσο ψηλά χρειαζόταν, τα πολεμοφόδια, για να τα προμηθεύονται οι μαχητές της Πίνδου. Έτσι, οι «Μήδοι» δεν πέρασαν και ετράπηκαν σε φυγή. Η πολεμική κραυγή «αέρα» τους ακολουθούσε σαν φάντασμα στη φυγή τους μέχρι το Τεπελένι!.. Αν δεν ανέβαζαν οι γυναίκες τα πολεμοφόδια εκεί επάνω, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οι φαντάροι μας έναν τόσο επικίνδυνο εχθρό, όπως ήταν οι Μελανοχίτονες… Γι’ αυτό παράλληλα με το θαυμασμό και τον έπαινο όλου του κόσμου για τον Ελληνικό Στρατό που εξευτέλισε τον δικτάτορα της Ρώμης, υμνούσε και τις Ελληνίδες που παραστέκονταν με το τρόπο τους στο μεγάλο αγώνα του Στρατού μας. Από παντού ακούγονταν διθύραμβοι και εγκώμια για τον Ελληνικό Στρατό και τις Ελληνίδες, γιατί ήταν ο μόνος στρατός στον κόσμο που νικούσε μέχρι την ώρα εκείνη τον Άξονα, τα φασιστικά στρατεύματα.

Οι μαρτυρίες
Το 1977 αρκετές από τις Γυναίκες της Πίνδου ζούσαν. Κάποιες από αυτές δέχτηκαν με χαρά να μαγνητοσκοπηθούν οι μαρτυρίες τους. Έτσι, έχουμε ζωντανή μαρτυρία τους για τη συμμετοχή τους στον τιτάνιο εκείνο αγώνα της Ελλάδος.
- Η Βαγγελή Ντινολάζου, η οποία το 1940 ήταν 34 ετών διηγείται: «Τα κασόνια με τα πυρομαχικά τα δέναμε ζαλίκα και στην πλάτη, με μάλλινες τριχιές, που τις είχαμε καμωμένες μόνες μας στο χωριό. Δέκα ως δεκαπέντε φορτωμένες γυναίκες, σχηματίζαμε μία ομάδα και ξεκινούσαμε η μία πίσω από την άλλη, όπως οι φαντάροι, να πάμε στον προορισμό μας».
- Η Ευτυχία Λαζοπούλου, η οποία τότε (1940) ήταν 33 χρονών αφηγείται: «Ο άντρας μου είχε πάει οδηγός στο τμήμα του αξιωματικού Αλέκου Διάκου (είναι ο πρώτος αξιωματικός που σκοτώθηκε) και εγώ επήγα στη μεταφορά. Τα πέντε παιδιά μας τ’ αφήσαμε μόνα στο χωριό να κλαίνε!.. Tα πυρομαχικά από το χωριό έπρεπε να τα ανεβάσουμε στο Σταυρό και στο Εικόνισμα του Πασσιαλή πρώτα και έπειτα στις Βρίζες και τα Λευκάδια. Η απόσταση είναι από μισή ίσα με μιάμιση ώρα, αλλά κάναμε διπλάσιο και περισσότερο. Εκτός από την απότομη ανηφοριά και το βαρύ φορτίο, ήταν και οι σφαίρες με τις οβίδες, γιατί γίνονταν μάχες. Κάθε τόσο σταματούσαμε για να προφυλαχτούμε. Στην αρχή φοβόμασταν. Ύστερα συνηθίσαμε και τις εκρήξεις από τις οβίδες και τα σφυρίγματα από τις σφαίρες… Γελούσαμε και πειραζόμασταν η μία με την άλλη, που μας έτυχε να πολεμούμε. Κάθε μέρα κάναμε πέντε, έξι και περισσότερα δρομολόγια…».
- Η Τριανταφυλλιά Αδάμου, αναφέρει: «Τα κασάκια, όπως μας είχαν πει δεν έπρεπε να βρέχονταν, αλλιώς δεν θα έπαιρναν φωτιά τα πυρομαχικά στη μάχη και ο κόπος μας θα πήγαινε χαμένος και δεν θα έφερνε αποτελέσματα. Εκείνες, όμως, τις μέρες έβρεχε συνέχεια και δυνατά. Για να τα προφυλάξουμε, τα «φασκιώναμε» με μάλλινες κουβέρτες, σαν να ήτανε μωρά. Αλλά, οι κουβέρτες μούσκευαν από τη βροχή και γίνονταν πολύ βαριές. Άλλες φορές, όταν ανεβάζαμε στο Σταυρό (όπως λεγότανε η τοποθεσία) έναν τρουβά με ψωμί και τυρί ήταν βαρύς. Τώρα το κασάκι με τις σφαίρες και τη μουσκεμένη κουβέρτα ήταν ελαφρό».
- Η Ασημίνα Παπαβασιλείου, το 1940 ήταν 30 χρόνων με τρία παιδία. Διηγείται: «Κάποια φορά που πήγαμε πυρομαχικά στη θέση βρίζες, βρήκαμε έναν βαριά τραυματισμένο. Οι άλλοι στρατιώτες πολεμούσαν και δεν μπορούσαν να τον μεταφέρουν παραπίσω. Είπαν να τον πάρουμε εμείς. Τον φορτωθήκαμε πρόθυμα και τον κατεβάσαμε προσεκτικά στη Ζούζουλη, ενώ γύρω μας έπεφταν σφαίρες. Από εκεί τον πήραν άλλοι και τον πήγαν στο Εφταχώρι, όπου είχε γίνει νοσοκομείο. Εμείς συνεχίσαμε να ανεβάζουμε πυρομαχικά και να κατεβάζουμε τραυματισμένους, όταν υπήρχαν».
- Η Ρούσα Δημητρίου, θυμόταν: «Εκείνες τις μέρες τα κανόνια άλλαζαν συχνά θέση. Από το Κουπάτσι τα πήγαν στο Γαβρά και έπειτα πιο βαθειά. Προχωρούσαν κι αυτά καθώς προχωρούσε ο άλλος στρατός, που πολεμούσε μπροστά. Επειδή, όμως, τα ζώα βούλιαζαν στις λάσπες, οι φαντάροι διέλυσαν τα κανόνια και τα μετέφεραν κομμάτια – κομμάτια. Οι φαντάροι, όμως, ήταν λίγοι και δεν έφταναν για να τα μεταφέρουν γρήγορα…
Γι’ αυτό βοηθούσαμε και εμείς οι γυναίκες. Άλλες τραβούσαν ρόδες, άλλες άλλα σιδερικά, που δεν ξέραμε πως τα λένε. Ό,τι μας έδιναν οι φαντάροι με τον αξιωματικό τους. Ακόμα θυμάμαι το όνομά του. Τον έλεγαν Αριστείδη Μπλούτσο. Μόλις στήνονταν τα κανόνια στη νέα θέση, εμείς πηγαίναμε να μεταφέρουμε οβίδες από το χωριό…
**
Έτσι αντιμετώπισαν οι Έλληνες του 1940 τις πάνοπλες μεραρχίες του φασίστα Μουσολίνι. Άνδρες και γυναίκες, καθένας με τον τρόπο του πρόταξε τα στήθη του στον επιδρομέα, όπως συνέβαινε πάντα στην μακραίωνη ιστορία αυτής της χώρας… Οι στρατηγοί του Μουσολίνι, άνθρωποι των σαλονιών, φαντάστηκαν ότι ο δρόμος μέχρι την Αθήνα θα ήταν περίπατος…
Αν είχαν διαβάσει την Ελληνική Ιστορία, θα έβλεπαν ότι: Οι Σπαρτιάτισσες ξεπροβοδούσαν τους άντρες τους και τα παιδιά τους για τον πόλεμο δίνοντας την ασπίδα με τα λόγια: «Ή ταν ή επί τας». Και αν ερχότανε η είδηση ότι σκοτώθηκε, το μόνο πράγμα που ρωτούσαν ήταν «αν είναι χτυπημένος στο στήθος ή στην πλάτη»…
Οι γυναίκες του σαράντα, όμως πήγαν οι ίδιες στο μέτωπο. Γι’ αυτό θα μπορούσαν υπερήφανα να πουν «Άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ καρρόνες».
Εμείς αναδειχτήκαμε πολύ καλύτερες.
Και το ιδιαίτερο αυτό προνόμιο το είχαν κυρίως ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ.