Σκηνές από τις πρώτες ώρες της 28ης Οκτωβρίου στο Πωγώνι…

on .

Η λαμπαδηφορία της Δερόπολης και τα πρώτα δάκρυα
• Την παραμονή, 27 Οκτωβρίου 1940, δύο γυναίκες από το χωριό Περιστέρι φόρτωσαν τα ζώα τους με φακή νέας σοδειάς, που δεν ήταν βραστερές, και ξεκίνησαν για τον μύλο στον Παρακάλαμο να κάνουν ανταλλαγή με ρεβίθια.

Πέρασαν το βουνό «Κασιδιάρης» από τα γνωστά δρομολόγια και έκαναν την ανταλλαγή που ήθελαν. Το δρομολόγιο μακρύ και το μονοπάτι δύσκολο πάνω από τον «Κασιδιάρη». Δεν χρησιμοποιούνταν και κάθε μέρα. Αργά το απόγευμα, λίγο πριν σουρουπώσει, κατέβαιναν τον «Κασιδιάρη» προς το χωριό τους. Κάτω τα χωριά σαν σε τηγάνι και στο βάθος ο κάμπος της Δερόπολης. Στα χρώματα του δειλινού, ο τόπος έμοιαζε μια ζωγραφιά. Εκεί όμως στο βάθος του κάμπου της Δερόπολης βλέπουν μια σειρά από φώτα να κινούνται. Έμοιαζαν με «λαμπαδηφορία», όπως είπαν όταν έφθασαν στο χωριό. Μια ατελείωτη σειρά από φώτα στο δρόμο του Αργυροκάστρου. Ήταν τα Ιταλικά μηχανοκίνητα τμήματα που πλησίαζαν προς τα σύνορα, στην Κακαβιά.
Ήταν παραμονή, δειλινό στις 27 Οκτωβρίου 1940. Σταμάτησαν λίγο και απόλαυσαν τη «λαμπαδηφορία», για να συνεχίσουν αμέσως την κάθοδο στο χωριό, να τους πουν για το θέαμα που αντίκρισαν από το βουνό. Νύχτωσαν. Είπαν τα νέα στους χωριανούς.
Σε λίγο θα ξημέρωνε, και θα ξυπνούσαν και αυτοί από την έκρηξη της ανατίναξης της γέφυρας του Γκόλα και τις εκατοντάδες οβίδες του Ιταλικού πυροβολικού που έπεφταν σε όλη την περιοχή των χωριών της μεθορίου. Ακολούθησαν και αυτοί το δρόμο φυγής έξω από το χωριό για να κρυφτούν σε καλύβες ή σπηλιές.
Δεν προχώρησε πολύ η μέρα και τα πρώτα Ιταλικά τμήματα, που είχαν εισβάλλει από τη Βάλτιστα, πλησίαζαν στο χωριό. Κάτοικοι που ήταν κρυμμένοι σε μια θέση και εκλαμβάνονται σαν στρατιώτες μας, δέχονται δραστικά πυρά από Ιταλικά πολυβόλα. Αποτέλεσμα οκτώ νεκροί πολίτες. Ίσως είναι οι πρώτοι άμαχοι θύματα του πολέμου, τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου. Δεν άργησαν να φθάσουν οι Ιταλοί στο χωριό. Τους έδειξαν τους νεκρούς πολίτες. Δάκρυσαν και οι Ιταλοί στο αντίκρισμα των νεκρών. Ο πόλεμος δεν ήταν πλέον μια «λαμπαδηφορία», για τους κατοίκους των χωριών μας αλλά και για τους Ιταλούς. Στα πολεμικά ανακοινωθέντα δεν θα βρει ο μελετητής δυο γραμμές για αυτή την ανθρώπινη τραγωδία.

Δάκρυσε κι ο Ιταλός
Τα πρώτα θύματα του άμαχου πληθυσμού Ο Σταύρος Καραδήμας, γνωστός συγγραφέας του Πωγωνίου, καταγόμενος από το Περιστέρι Πωγωνίου, την παλιά Μέγγουλη, σε ένα αφήγημά του δίνει μια εικόνα από το τέλος της πρώτης μέρας του πολέμου και τις πρώτες συνέπειες του Ιταλικού πολυβολισμού του χωριού του.
«Στις 9 η ώρα κιόλας της 28ης Οκτωβρίου 1940, στο χωριό μου τη Μέγγουλη (Περιστέρι), είχαμε οκτώ θύματα αμάχου πληθυσμού. Δάκρυσε για το λάθος ο επικεφαλής της διμοιρίας Ιταλός, όταν αντίκρισε το θέαμα. Αλλιώς ίσως θα ήθελε το συγκεκριμένο διμοιρίτη ο Μουσολίνι».
**

Η μαρτυρία του Γιώργου Σιέμπενου (όπως την αφηγήθηκε την Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007 στο Περιστέρι Πωγωνίου, μετά το καθιερωμένο μνημόσυνο). Ο Γιώργος ήταν τότε 5 χρονών και στη μνήμη του χαράχτηκαν βαθιά οι σκηνές εκείνης της ημέρας, των πρώτων ωρών του πολέμου, οι οποίες δεν έσβησαν ποτέ και τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή. Μας αφηγήθηκε με απλότητα τα γεγονότα:
«Ήμουν τότε, το 1940, πέντε χρονών. Το πρωί στις 28 Οκτωβρίου 1940, που άρχισε ο πόλεμος και τον ακούγαμε από τα ξημερώματα, ο πατέρας μου Ηλίας και η μάνα μου Ευτυχία ήταν στη Ζαραβίνα (Λίμνη) όπου είχαν πάει γιατί γιόρταζε του Αγίου Δημητρίου κάποιος δικός μας. Μόλις άρχισε ο πόλεμος και ακούγονταν οι κανονιές, έφυγαν αμέσως με το ξημέρωμα από τη Λίμνη για να έρθουν στο χωριό μας το Περιστέρι να μας μαζέψουν εμάς τα παιδιά τους.
Κατά τις 9 έφθασαν στο χωριό και αμέσως πήγαμε όλοι μαζί κάπου 30 άτομα να κρυφτούμε στη σπηλιά της Βέργως που ήταν στο λάκκο και απέναντι από το Μοναστήρι της Μέγγουλης, την οποία χρησιμοποιούσε για αποθήκη χόρτου. Έβγαλαν το χορτάρι και κουρνιάσαμε μέσα όλοι. Σε λίγο, θάταν κάπου 9 η ώρα, απέναντι φάνηκαν οι Ιταλοί έστησαν ένα πολυβόλο, και, νομίζοντες ότι στη σπηλιά ήταν στρατιώτες έριξαν τρείς ριπές, και σταμάτησαν όταν κατάλαβαν ότι ήταν γυναικόπαιδα. Στη σπηλιά έγινε ο θρήνος. Εννιά νεκροί και τέσσερις τραυματίες. Εμείς, η οικογένεια, όπως είμασταν μαζί και αγκαλιασμένοι, οι Ιταλικές σφαίρες χτύπησαν θανάσιμα τον πατέρα και την αδελφή μου Αικατερίνη. Τραυμάτισαν στο χέρι την μάνα μου. Όσοι σώθηκαν και οι τραυματίες βγήκαμε τρομαγμένοι και αλλόφρονες από τη σπηλιά και πήγαμε στα σπίτια. Τη μάνα μου και μένα μας πήγαν στο σπίτι του Σίλη που και αυτός ήταν τραυματισμένος στο πόδι. Είχε βγει στο αλώνι με τα κιάλια να δει τί γίνεται και εκεί τον χτύπησαν οι Ιταλοί. Μια ομάδα Ιταλών έφθασε στο χωριό και είδε τα αίματα και τους τραυματίες, και θυμάμαι που έλεγαν: πο — πο — ποί. Την ίδια μέρα ή την επόμενη ήρθαν στο σπίτι Ιταλοί γιατροί, περιποιήθηκαν τους τραυματίες και μας έφεραν κονσέρβες, γαλέτες, σοκολάτες, μαρμελάδες και άλλα φαγώσιμα άγνωστα σε μας. Και τις άλλες μέρες ερχόταν για να κάνουν αλλαγές στα τραύματα».
Είναι μια αφήγηση που συγκλονίζει. Μια παράπλευρη ιστορία του πολέμου που έμεινε στην αφάνεια για τους πολλούς. Εκεί στο Περιστέρι, Πωγωνίου, πάνω από τη σπηλιά της Βέργως, στο φρύδι του λόφου, και απέναντι από το παλιό Μοναστήρι, έστησαν οι Περιστεριώτες ένα απέριττο μνημείο, μια στήλη με τα ονόματα των εννέα φονευθέντων κατοίκων του χωριού την πρώτη μέρα του πολέμου, τις πρώτες ώρες, 9 π.μ., της Ιταλικής εισβολής. Ίσως είναι τα πρώτα θύματα του αμάχου πληθυσμού, μια μεγάλη θυσία αίματος του Πωγωνίου, που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε πλήξει τους μαχητές της προκάλυψης που συμπτύσσονταν κανονικά.
Εκεί στο Περιστέρι, κάθε 28η Οκτωβρίου, πριν γιορτάσουν πανηγυρικά την Εθνική επέτειο, κάνουν στο ιστορικό Μοναστήρι της Μέγγουλης, ένα σεμνό μνημόσυνο για αυτά τα θύματα, χρέος και μνημοσύνη. Ο Γιώργος Σιέμπενος είναι από τους τελευταίους επιζώντες αυτής της τραγικής ιστορίας. Βρέθηκε εκεί πάλι προσκυνητής στις 28 Οκτωβρίου 2007 για να μου αφηγηθεί επί τόπου αυτήν την ιστορία και να την καταγράψω.
Αν θέλουμε να ψυχογραφήσουμε αυτό το γεγονός, βρίσκουμε την τραγικότητά του στη πορεία των γονιών του, Ηλία και Ευτυχίας, από τη Λίμνη προς το Περιστέρι, όπου σπεύδουν αλλόφρονες από την πρώτη ώρα του πολέμου να μαζέψουν, να προστατεύσουν, τα παιδιά τους.
Είναι μια πορεία προς τη φωτιά, αφού ήδη όλη η περιοχή από το Χάνι Δελβινάκι που ήταν η Διοίκηση του Ανεξάρτητου Τάγματος Δελβινακίου μέχρι το τελευταίο φυλάκιο, βάλλεται δραστικά από το Ιταλικό πυροβολικό. Λέγεται ότι εκείνες τις ώρες έπεσαν πάνω από 2000 οβίδες στην περιοχή. Αυτή η πορεία των γονιών του Γιώργου μέσα στην κόλαση του Ιταλικού πυρός, έχει όλη την τραγικότητα του πολέμου εκείνου για τους κατοίκους των χωριών. Άλλοι έφευγαν να κρυφτούν σε «Γούβες» και «Λακκώματα» ή πορεύονταν προς το Καλπάκι, και εκείνοι, οι γονείς του Γιώργου, μέσα στη φωτιά του πολέμου πηγαίνουν στο Περιστέρι για τα παιδιά τους. Και η συγκλονιστικότερη κατάληξη, να φονευθεί ο πατέρας και η θυγατέρα και να τραυματιστεί η μητέρα εκεί μέσα στη σπηλιά όπου κούρνιαζαν σφιχταγκαλιασμένοι. Η φρίκη του πολέμου, στις πρώτες ώρες. Μια ακόμη παράπλευρη ιστορία του πολέμου του 1940, που δεν βρίσκεται σε Ημερήσιες Διαταγές και Ανακοινωθέντα των επιτελείων, χωρίς λογοτεχνικές διασκευές και ποιητικές ρίμες.
Αυτή η επιλεγμένη καταγραφή σε αυτό το επετειακό αφιέρωμα για τις πρώτες ώρες της πρώτης μέρα του πολέμου στο Πωγώνι, διασώζει μια παράπλευρη Ιστορία του πόλεμου εκείνου όπως δεν έχει γραφεί στην επίσημη Ιστορία και στα ανακοινωθέντα και στις ανταποκρίσεις. Μια ιστορία που ζει ακόμη στις καρδιές και στην παράδοση των Πωγωνήσιων, σαν ιστορικό δοξαστικό, ή σαν άσμα πένθιμο, όπως είναι το Πωγωνήσιο Μοιρολόγι το οποίο συχνά φέρνει ο αγέρας τα βράδια από τις ράχες, τις βουνοκορφές και τα λαγκάδια που ποτίστηκαν με το αίμα των παλικαριών εκείνης της εποποιίας.
**
Ο μαθητής του Γυμνασίου Πωγωνιανής, μετέπειτα εισαγγελέας Εφετών αείμνηστος Σταύρος Σκάντζος, από το Δελβινάκι, έζησε και αυτός αυτές τις πρώτες ώρες της πρώτης ημέρας του πολέμου. Σε ένα του κείμενο με τον τίτλο «Η φωνή της μάνας» περιγράφει το πρωϊνό της 28ης Οκτωβρίου 1940 στην Πωγωνιανή και την φυγή του μαζί με άλλους μαθητές από την Πωγωνιανή για το χωριό τους το Δελβινάκι, μέσα από: «χαράδρες και λαγκαδιές και μακριά από τη δημοσιά, δεκαπέντε παιδιά, κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, λάσπη και κρύο κι ένας επίμονος καταιονισμός ασταμάτητης δυνατής βροχής που μαζί με τους κανονιοβολισμούς και τις αναλαμπές των κεραυνών μας χάραζαν τη δύσβατη πορεία μας». Και ο Σταύρος Σκάντζος, συνθέτει τη συνέχεια με τα στοιχεία της τραγικής ποίησης και μιας μοναδικής εικόνας βγαλμένης από την μητρική αγωνία για το παιδί της, και τελειώνει τη γραφή του: «Είχε ξημερώσει για τα καλά όταν πλησιάζαμε στην περιοχή του χωριού μας. Όπως φανήκαμε στην κορυφή μιας μικρής λοφοσειράς, αντικρίσαμε ισάριθμες μανάδες στο φρύδι αντικρινού φαλακρού λόφου. Το φοβερό ένστικτο της μητρότητος τις είχε κάνει να επικοινωνήσουν νοερά με τα παιδιά τους γιατί άλλος τρόπος δεν υπήρχε, κάνοντας την ίδια σκέψη μαζί τους. Έτσι πήραν την αντίθετη με μας πορεία για να μας συναντήσουν και να μας αρπάξουν στην αγκαλιά τους, πριν μας ρουφήξει η δίνη και ο ανεμοστρόβιλος της τρομερής κοσμοχαλασιάς. Όπως πρόβαλαν στον ορίζοντα του γυμνού λόφου στεγνές και λαχταρισμένες κορμοστασιές, με μαλλιά που τα έσερνε ο αγέρας με τα υψωμένα χέρια ικετευτικά έτοιμα για τη δοξολογία της ζωής, αλλά και την οιμωγή του θανάτου, σε τίποτε δεν διέφεραν από το χορό αρχαίας τραγωδίας. Αμέσως κάθε μάνα φώναζε όσο πιο δυνατά το μικρό όνομα του παιδιού της, για να πάρει αμέσως καταφατική μονολεκτική απάντηση. Η φοβερή μητρική αισθαντικότητα είχε αιχμαλωτίσει με την ακοή της στο αέρα τον ιδιωματισμό της φωνής του παιδιού της, και περιορίζονταν σ' ένα μόνο γράμμα του αλφαβήτου. Στο απαντητικό μόριο... Ε'!».
Ο επίσης Δελβινακιώτης μαθητής Έλληνας Βάσιος, που ήταν στη ομάδα των 15 κατέγραψε και της έδωσε όσα ονόματα αυτών των μανάδων θυμάται της ιστορίας, και είναι οι εξής: Η μάνα του συγγραφέα Διώνη (Αμερικάνα), η μάνα του Έλληνα Βάσιου, Κάκια (Γιατρέσια), με την αχώριστη φιλενάδα της Δέσποινα Βάκαλου, η μάνα του Τάσιου Παππά Ξανθίππη (Εφορίνα), η μάνα του Γιώτη Δόβα (Γούλη) Καλλιόπη, η μάνα του Τάκη Τσελεπή, Ελένη, και ο πατέρας του Ηλία Γκόβελα Βασίλης.
**
Από την πρώτη ώρα του πολέμου εμφανίζονται και οι συνέπειες για τους άμαχους που δοκιμάζονται από τον φόβο και έχουν την οδυνηρή εμπειρία από τις πρώτες οβίδες των Ιταλικών κανονιών.
Στους Ποντικάτες που έχουν επισημανθεί οι θέσεις τους διμοιρίας, από την πρώτη οβίδα η ζωή αναστατώνεται. Δύο Ποντικατιώτισσες γυναίκες έχουν αφήσει την μαρτυρία των πρώτων ωρών και τους πρώτης μέρας. Ο πόλεμος δεν είναι πλέον μια στρατιωτική επιχείρηση, Είναι και για τους κατοίκους των χωριών τους οδυνηρός και φοβικός αγώνας επιβίωσης και σωτηρίας. Η Ευδοξία Νοτίδη και η Ελένη Δέρμου έδωσαν το στίγμα της αγωνίας και του φόβου των αμάχων. Η Ευδοξία μολογούσε: «Το πρωί της 28 Οκτωβρίου ξυπνήσαμε από τις κανονιές που ακούγονταν. Σε λίγο έπεσε μια οβίδα στο πάνω χωριό. Μετά έπεσε μια δεύτερη στον κάτω μαχαλά, στο αλώνι του Βάρδη. Τότε αναστατώθηκε το χωριό. Πόλεμος, άρχισε ο πόλεμος, έλεγαν όλοι, κι έτρεχαν να μαζέψουν τα πράματα».
Στον κάτω μαχαλά έλεγε η Ελένη: «ξυπνήσαμε από τους κανονιές. Έπεσαν τρεις οβίδες στο χωριό. Τραυματίστηκε κι ο δάσκαλος. Τότε τους φώναξαν: «Τι κοιμάστε, άρχισε ο πόλεμος». Σηκωθήκαμε και μαζευτήκαμε στη μπίμτσα του Τασούλη 40-50 άτομα. Οι κανονιές ακούγονταν και ο φόβος τους είχε βουβάνει όλους, καθίσαμε εκεί κρυμμένοι 2-3 ώρες».
Στον πάνω μαχαλά, συνεχίζει η Ευδοξία: «όλοι έτρεχαν να φύγουν, με ότι πρόχειρο είχαν, με φόβο στα μάτια, με τα παιδιά στην αγκαλιά. Πήραν το δρόμο στη ρίζα του βουνού της Πωγωνιανής, ενώ κάπου-κάπου έπεφταν οβίδες. Οι κανονιές πότε σταματούσαν πότε άρχιζαν. Φεύγοντας φθάσαμε στο Βοστινιώτικο και κρυφτήκαμε στις Γούβες. Ριζώσαμε στις τρύπες του βουνού και αφουγκραζόμασταν. Χωρίς ψωμί, χωρίς κουβέρτες, περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει. Στο βάθος, στο Χάνι Δελβινάκι βλέπαμε να πέφτουν οβίδες. Είμασταν εκεί 10-15 οικογένειες. Περιμέναμε μέχρι το απόγευμα».
Στον κάτω μαχαλά, κατά τις 8 βγήκαν από τη μπίμτσα. «Γρήγορα, συνεχίζει η Ελένη, μαζέψαμε λίγα πράγματα, ψωμί, κουβέρτες, τα φορτώσαμε στα ζώα, πήραμε και τα γελάδια μαζί και ξεκινήσαμε. Είχαμε αποφασίσει να πάμε στο Γκουβέρι, το σημερινό Φαράγγι. Περάσαμε από τα Ξεράκια, το δάσος του Λαχανά και κατεβήκαμε στο δρόμο της Πωγωνιανής. Περάσαμε στο ποτάμι και ανηφορήσαμε για το Γκουβέρι. Εκεί τους μοίρασαν στα σπίτια όπου τους φιλοξένησαν. Oι άνθρωποι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Είμασταν κάπου 40 νοματαίοι».
Στις «Γούβες» βολεύτηκαν αφού σε κάποιο διάλειμμα εφοδιάστηκαν με κουβέρτες και λίγα τρόφιμα, και έφθασαν και άλλοι. Όσοι κατέφυγαν εκεί πέρασαν την πρώτη νύχτα του πολέμου με τον φόβο στην καρδιά και την αγωνία για τους δικούς τους στρατιώτες για τους οποίους δεν είχαν καμιά πληροφορία πού βρίσκονται και σε τους κατάσταση.
Στο Γκουβέρι, το απόγευμα πέρασε λίγος στρατός, τους καθησύχασε να μη φοβούνται και έφυγε. Ο κάμπος του Ξηρόβαλτου «μαύρισε», γέμισε από Ιταλούς στρατιώτες πεζούς και καβαλάρηδες. Σε δυο μέρες γύρισαν όλοι οι κάτοικοι στο χωριό.
**
Ένα ακόμη περιστατικό της πρώτης μέρας του πολέμου, τις πρώτες ώρες στις Δρυμάδες, είναι η περίπτωση του Δρυμαδιώτη κάτοικου Σπύρο Ζήση Οικονόμου, που βγήκε αυτόκλητος υπερασπιστής της πατρίδας, και είναι χαρακτηριστική του πνεύματος και του φρονήματος που επικρατούσε στην περιοχή. Μόλις ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, και είχαν ξυπνήσει όλοι στο σπίτι, ο Σπύρος Ζήση Οικονόμου πήρε ένα δοχείο να πάει στη βρύση για νερό. Είπε στο γιό του Γρηγόρη: «Κλείσε την πόρτα και άμα ακούσεις τη φωνή μου νάρθεις να πάρεις το νερό».
Έφερε το νερό, κλείδωσαν από μέσα την πόρτα και ο ίδιος γύρισε στη βρύση. Εκεί βρήκε έναν στρατιώτη Κερκυραίο. Είχε ένα μουλάρι φορτωμένο με το τηλέφωνο του φυλακίου, κάτι άλλα πράγματα και ένα όπλο περίσσευμα. Το φυλάκιο είχε αρχίσει τη σύμπτυξη.
Ζήτησε και πήρε το περισσευούμενο όπλο και τις σφαίρες. Ανέβηκε στο σπίτι του Θέμου και από το τζάκι άρχισε να ρίχνει προς τους Ιταλούς. Επειδή δεν είχε ορατότητα, πήγε στο Νεκροταφείο κι ακροβολίστηκε στον περιμετρικό τοίχο. Από εκεί έβλεπε καλύτερα στ' αλώνια του φυλακίου όπου φαίνονταν πλέον οι Ιταλοί πεζοί και καβαλάρηδες. Άρχισε να πυροβολεί. Τους είπαν αργότερα, από τους πυροβολισμούς χτυπήθηκαν δύο Ιταλοί καβαλάρηδες, που μάλλον ήταν αξιωματικοί, και τραυμάτισε πολλούς. Εκεί τον επισήμαναν οι Ιταλοί και του έριχναν με ριπές. Από αυτές χτυπήθηκαν οι πέτρες του τοίχου, έπεσαν και τον τραυμάτισαν στο πρόσωπο. Με αίματα στο πρόσωπο έφυγε από το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, πέταξε το όπλο σε έναν λάκκο και προσπάθησε να απομακρυνθεί. Αλλά τον είχαν ήδη κυκλώσει οι Ιταλοί και τον συνέλαβαν. Τον έστειλαν στη Σωπική κρατούμενο και αργότερα στην Ιταλία μαζί με ομήρους και αιχμαλώτους. Ο Σπύρος Ζήση Οικονόμου από τις Δρυμάδες, είναι ίσως ο πρώτος πολίτης που αντιστάθηκε στους Ιταλούς τις πρώτες ώρες του πολέμου, εθελοντικά, αυθόρμητα και γενναία. Ήταν ακόμη και ο πρώτος πολίτης που συνελήφθη τις πρώτες ώρες και οδηγήθηκε στην ομηρία.

Άρχιζε η πρώτη κατοχή
«Δεν γνωρίζαμε τίποτε για τους άντρες μας που ήταν στα γύρω φυλάκια μολογούσε η Ελένη. Ζούσαν; Σκοτώθηκαν; Τραυματίστηκαν; Αιχμαλωτίστηκαν;». «Άρχιζε η πρώτη κατοχή» \ Η «Μικρή Κατοχή»! Αυτό το γεγονός αποτελεί μία ιδιαιτερότητα του πολέμου εκείνου για το Πωγώνι και τους κατοίκους του. Με πολλά περιστατικά που δίνουν μια άλλη εικόνα του πολέμου.
Και αυτό που λέει η Ελένη: «δεν γνωρίζαμε τίποτε για τους άντρες μας που ήταν στα γύρω φυλάκια», είναι η πρώτη δοκιμασία των γυναικών, αλλά και όλων των κατοίκων του Πωγωνίου οι οποίοι έμειναν πίσω. Τα χωριά αυτά σε λίγες μέρες θα γνωρίσουν μια οδυνηρότερη κατάσταση, την πορεία προς την ομηρία. Μια πορεία μέσα στις πολεμικές συγκρούσεις, μια πορεία που για αρκετούς κατέληξε στην Ιταλία. Για μερικούς βρήκαν καταφύγιο σε χωριά της Λιαπουργιάς και για μια μεγάλη ομάδα σε μια διαδρομή επιστροφής στο χωριό τους. Μια διαδρομή ανάμεσα σε συγκρούσεις για να βρεθούν μέσα σε τμήμα Ελληνικού Στρατού σε προέλαση στο οποίο υπηρετούσαν δικοί τους αδέλφια, συγγενείς και άλλοι χωριανοί.
**

Τα κείμενα αυτά αποτελούν ένα τμήμα μιας ιστορίας που δεν γράφτηκε, και παραμένει σαν θρύλος, κι όσο διαβαίνει ο χρόνος σαν ένα παραμύθι της παράδοσης.