Ο κλειδοκράτορας της Αγιά – Γαστρίτσας…

on .

 Όταν νύχτωνε τα καλοκαίρια του ’60 στο Μπρακμάδι (Καστρίτσα), μαζευόμασταν όλη η πιτσιρικαρία στην αυλή του σπιτιού. Όχι του οποιουδήποτε σπιτιού… Αλλά στο αρχοντόσπιτο του παπα-Κώστα. Καρτεράγαμε λοιπόν άπαντες το πέρασμα του Δορυφόρου. Και πράγματι στις 10 ακριβώς, ο Δορυφόρος διέγραφε με συνέπεια την τροχιά του, ανάμεσα σε χιλιάδες αστέρια! Τον παρακολουθούσαμε με δέος, για όσο παρέμενε στο οπτικό μας πεδίο… Κι ήμασταν

σχεδόν βέβαιοι, ότι θα εξερευνήσει το διάστημα και θ’ ανακαλύψει εξωγήινους πολιτισμούς. Η παιδική φαντασία εύκολα εκπυρσοκροτεί! Γι’ αυτό και η οικογενειακή συνάθροιση κατέληγε πάντα στη γνωστή επωδό: «Πες μας παππού μια ιστορία…».
Ο παππούς μας λοιπόν ο παπα-Κώστας ποτέ δεν μας χάλαγε χατίρι. Πάντα με γλαφυρό τρόπο είχε κάτι να μας διηγηθεί. Ψηλός κι ομορφάντρας, βημάτιζε χωρίς το καλιμάφι του, πέρα – δώθε στις μαυρόπλακες… και μας εξιστορούσε πράματα και θάματα! Αυτό όμως που πάντα κέντριζε το ενδιαφέρον μας, ήταν το φονικό στο Μοναστήρι, στην Αγιά – Γαστρίτσα, όπως τη λέγαμε τότε. Ήταν φρικτό έγκλημα και συνάμα μυστηριώδες!
Ακόμα τότε δεν είχε γραφτεί το «Όνομα του Ρόδου» από τον Ουμπέρτο Έκο… Φαίνεται όμως πως αυτή η μακάβρια ιστορία θα μπορούσε να εμπνεύσει και τον καλύτερο σπεσιαλίστα αστυνομικών μυθιστορημάτων.

***
Ήταν Ιούνιος του 1932, όταν κάποιοι στυγνοί μαχαιροβγάλτες δρασκέλισαν τον υψηλό μαντρότοιχο (4 - 5 μ.) της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και κατέσφαξαν τον Ηγούμενο Δωρόθεο μαζί με τον εκ σαρκός του αδερφό Κωνσταντίνο. Ειπώθηκε ότι το κίνητρο ήταν η ληστεία. Όμως, ο Ηγούμενος Δωρόθεος ήταν πάμφτωχος –ως όφειλε να είναι- και τα κειμήλια της Αγιά – Γαστρίτσας δεν χρησίμευαν σε τίποτα στους δολοφόνους.
Γιατί λοιπόν το έκαναν; Αυτό το «γιατί» απευθύναμε διαρκώς στον παππού… Και ψάχναμε σαν άλλοι επίδοξοι «Πουαρό» να βρούμε λύση: Ήξεραν μήπως οι δολοφόνοι για κάποιο κρυμμένο θησαυρό; Ή μήπως αναζητούσαν μεγάλης αρχαιολογικής αξίας Βυζαντινά ευρήματα;
Ο παπα-Κώστας δεν είχε απαντήσεις… «Κακοί άνθρωποι ήταν», μας έλεγε «κι είχαν και κακό τέλος. Τιμωρήθηκαν από το Θεό για τις πράξεις τους»… Ο παπα-Κώστας ήξερε τα ονόματά τους (Δεν τα αναφέρω σεβόμενη τις οικογένειές τους). Ο ένας εξ’ αυτών, λίγα χρόνια μετά το φονικό, χτυπήθηκε από κεραυνό και πέθανε ακαριαία. Ο έτερος, πυροβολήθηκε κατά λάθος από τον άνθρωπο που φύλαγε τη σοδειά της πατάτας. (Εκείνα τα χρόνια ήταν σύνηθης τακτική, οι κάτοικοι του χωριού να πληρώνουν ένα ένοπλο φύλακα για να προστατεύει την ετήσια σοδειά της πατάτας)!..

***
Όπως και να ‘χει, πάνω σ’ αυτό το αλαφροΐσκιωτο βουνό της Καστρίτσας, με τους Προϊστορικούς Οικισμούς, τις Ρωμαϊκές Στέρνες, τα Βυζαντινά Κάστρα και τα Φράγκικα Τείχη… το Μοναστήρι στέκει ακλόνητο στη θέση από το 1.196 μ.Χ. κι αποτελεί ανέκαθεν πηγή έμπνευσης για κάθε λογής μυθοπλασία.
Η ιστορία της Αγιά – Γαστρίτσας μακραίωνη. Άλλοτε ένδοξη κι άλλοτε ζοφερή… Το 1789 ο Αλή Πασάς διατάσσει τη φυλάκιση του Ηγούμενου Παρθενίου και το κάψιμο της Μονής. Στα 1879 έχουμε ληστρική επιδρομή από συμμορία που δρούσε στην περιοχή. Το Σεπτέμβρη του 1913 φιλοξενείται στην Αγιά – Γαστρίτσα τμήμα του Ελληνικού Στρατού. Το 1916 βρίσκουν καταφύγιο στο Μοναστήρι τα παιδιά του Ορφανοτροφείου του Γ. Σταύρου για δύο μήνες. Ακολουθεί το 1932 η δολοφονία του Ηγούμενου Δωρόθεου.
Η μεγάλη περιουσία της Αγιά – Γαστρίτσας απαλλοτριώνεται από το Κράτος για να δοθεί στους ακτήμονες. (Ταπεινή μου γνώμη είναι ότι αυτός ήταν και ο ουσιαστικός στόχος των δολοφόνων. Η απαλλοτρίωση των κτημάτων και η οικειοποίησή τους)…
Όμως, 16 χρόνια αργότερα, ένας ιερέας που ήταν πραγματικό παλληκάρι, ο Ιωάννης Φλώρος, με κίνδυνο της ζωής του εγκαθίσταται στο Μοναστήρι και ολομόναχος δίνει και πάλι ζωή και προσευχή στο μέρος που είχε φωλιάσει ο θάνατος.
Όταν ο φιλότιμος και γενναίος ιερέας Ιωάννης Φλώρος απεδήμησε εις τόπον που ονομάζεται χλοερός… και που ελπίζουμε έτσι να είναι πράγματι, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η ευθύνη και τα κλειδιά της Αγιά – Γαστρίτσας δόθηκαν από την Μητρόπολη Ιωαννίνων στον παππού μου, τον παπα-Κώστα, τον Ιερέα του Αγίου Γεωργίου Καστρίτσας.

***
Αυτή η σοβαρή αρμοδιότητα διαφοροποίησε πλήρως την καθημερινότητά μας στο παπαδόσπιτο στην Καστρίτσα. «Πρέπει να υπάγω», ήταν πλέον η φράση που άκουγα να επαναλαμβάνει ο ευσυνείδητος παπα-Κώστας. «Μα πριν μια βδομάδα ανέβηκες», αντέτασσε η παπαδιά… «Όχι, θα υπάγω»!
Κι έτσι, με το πρώτο φως της μέρας, ξεκινάγαμε να σκαρφαλώσουμε στο βουνό. Που βέβαια εκείνα τα χρόνια μήτε δρόμοι υπήρχαν, μήτε ευκολοδιάβατα μονοπάτια. Μπροστά προπορεύονταν ο Γιώργο – Κεραμίδας, ο ψάλτης μας. Ξερακιανός και σβέλτος. Φορούσε χειμώνα – καλοκαίρι την ίδια πάντα τραγιάσκα. Είχε μύτη γαμψή, μάτια αλεπούς και φωνή γλυκύτατη και μελωδική. Ο Γιώργο – Κεραμίδας μας άνοιγε δρόμο ανάμεσα σε ασφάκες και πουρνάρια… Είχε δε και την ευθύνη της σίτισής μας, ήτοι: Τον τροβά με το ψωμοτύρι, την πλόσκα με το νερό κι αν ήταν Αύγουστος, έφερνε μαζί του και μια κονίτσα, που μοσχοβόλαγε από το μποστάνι του στα Χατζιαλίδια.
Τον ψάλτη ακολούθαγε ο ιερέας, που έφερνε μαζί του τ’ αναλώσιμα για να λειτουργήσει: Λάδι για τα καντήλια, θυμίαμα, καρβουνάκια, πρόσφορο, κρασί, κεριά… πετραχήλι… κι ό,τι άλλο έκρινε απαραίτητο. Από κοντά και η γράφουσα. Μαθήτρια Δημοτικού με καλαμένια πόδια, που μάταια πάσχιζαν να σκαρφαλώσουν… Άλλη λύση δεν είχα. Άρπαζα από πίσω το ράσο του παππού, το κράταγα σφιχτά… και τσάτρα – πάτρα έβγαινα στην κορυφή.
Ύστερα η κατάβαση, για να πέσουμε στην άλλη πλευρά του βουνού, εκεί που φώλιαζε το Μοναστήρι, ήταν εξίσου δύσκολη, γιατί ο λόγγος ήταν πυκνός κι αδιαπέραστος.

***
Όταν επιτέλους φτάναμε κάθιδροι στην είσοδο της Μονής, είχα την αίσθηση ότι φτάναμε στην Πύλη του παραδείσου!
Καθόμασταν λίγο απ’ έξω, στο στρογγυλό τσιμεντένιο τραπέζι, να πάρουμε μια ανάσα… Κι ύστερα ο παπα-Κώστας μ’ ένα μεγάλο μαύρο με ωραία σκαλίσματα κλειδί, άνοιγε τη βαριά θεόρατη θύρα. Οι μεντεσέδες της έτριζαν μέσα στους αιώνες. Κι ένας θόρυβος υποβλητικός, οριοθετούσε το χθες από το σήμερα. Η θύρα έφερε στην πίσω της πλευρά ένα χοντρό σιδερένιο μάνταλο για να ασφαλίζει. Είχε όμορφες μπρούτζινες διακοσμητικές πόρπες και πάχος σχεδόν 20 εκατοστά. Δυστυχώς πολλά χρόνια αργότερα, η θύρα αντί να συντηρηθεί από την Αρχ. Υπηρεσία, αντικαταστάθηκε με μια πόρτα αλουμινίου! Το ίδιο έγινε και στην εκκλησία… Όπου ακόμα και οι αυθεντικές πλάκες του δαπέδου αντικαταστάθηκαν με πλακάκια!
Η Αγιά – Γαστρίτσα λοιπόν μας αποκαλύπτονταν σιωπηλή και φιλόξενη. Όλα ήταν απείραχτα. Γνήσια. Αυθεντικά. Όσες ψυχές κατοίκησαν αυτό το μυστηριώδες βουνό… παλιοί και καινούργιοι, Χριστιανοί κι Ειδωλολάτρες, ήταν σαν ν’ απαγκιάζαν μέσα στο Μοναστήρι.

***
«Έλα ν’ ανάψουμε το θυμιατό», έλεγε ο παππούς και μπαίναμε στο Καθολικό. Αυτό ήταν γεμάτο από εικόνες, αγιογραφημένες εκατοντάδες χρόνια πριν. Όμως, πάντα μία με καθήλωνε! Αφιερωμένη στη Σύλληψη του Ιωάννη του Προδρόμου. Δια χειρός Μοναχού Πολυκάρπου.
Ήταν τόσο όμορφη η Παναγία με την κόκκινη Εσθήτα της, καθώς οδεύει ν’ ασπασθεί την Μητέρα του Ιωάννη του Προδρόμου… Τόσο μειλίχιο το χαμόγελό Της, που δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από την εικόνα Της. Κι όσο περισσότερο την κοιτούσες… τόσο η Παναγία σε δυνάμωνε! Σαν να υπόσχονταν: «Εδώ θα ‘μαι πάντα για σένα. Μη φοβάσαι τίποτα». Ποιος να ‘ταν άραγε ο Μοναχός Πολύκαρπος, που πήρε τη Θεία Εντολή να φιλοτεχνήσει αυτή την Πανέμορφη Εικόνα; Ποτέ δεν έμαθα. Τότε, η εξερεύνηση του χώρου ήταν το κύριο μέλημά μου.
Όσο ο παπα-Κώστας με τον ψάλτη, το Γιώργο Κεραμίδα, τελούσαν τη Θεία Λειτουργία… εγώ σκούπιζα μ’ ενθουσιασμό τον εξώστη, τα κελιά και το πλακόστρωτο. Και τίναζα τα χεράμια που κάλυπταν τα ξύλινα κρεβάτια των μοναχών. Τα κελιά ήταν καθαρά και τακτοποιημένα. Το καθένα είχε ένα μικρό παράθυρο που αγνάντευες τη λίμνη… Και καθώς έμπαινε χαρούμενος ο πρωινός ήλιος, νόμιζες πως οι μοναχοί δεν έφυγαν ποτέ. Πως πήγαν στα Γιάννενα για προμήθειες… και θα επέστρεφαν το σούρουπο με το καΐκι.

***
«Αϊ μασ’ ψ’χη μ’», έλεγε ο παππούς. «Να κλειδώσουμε να φύγουμε, να μη μας πάρει η νύχτα»… Όταν η βαριά θύρα έκλεινε, το μοναστήρι βυθίζονταν στη σιωπή. Αυτή η σιωπή πάντα τυραννούσε τη σκέψη μου. Όμως πρόσμενα πως σύντομα θα ξανάρθουμε. Και πως τα καντήλια θα καίνε όλη νύχτα. Και οι Άγιοι στις παλιές Εικόνες θα ευφραίνονται από το μοσχολίβανο που έκαιγε ο παπα-Κώστας… Και πως έτσι θα είναι πάντα. Αλλά η ζωή δεν είναι ποτέ αυτό που σχεδιάζουμε…
***
Λίγα χρόνια αργότερα ο παπα-Κώστας τυφλώθηκε. Τα πολύτιμα κλειδιά της Αγιά – Γαστρίτσας δεν γνωρίζω σε ποια χέρια κατέληξαν. Όμως το Μοναστήρι δεν ερήμωσε μετά το φονικό. Δούλεψαν πολύ σκληρά για να το συντηρήσουν: Ο ψυχωμένος Ιερέας Ιωάννης Φλώρος. Αργότερα ο ακούραστος παπα-Θανάσης, από τη Μονή Δουραχάνης (που ανέβαζε ο ίδιος με τα χέρια του οικοδομικά υλικά) κι ο ιερέας Κωνσταντίνος Παπασπύρου, που το φρόντιζε και το λειτουργούσε ακαταπαύστως. Κανένας από τους προαναφερθέντες δεν ζήτησε ανταλλάγματα. Και κανένας δεν θέλησε να προβάλει και να κομπάσει για το μόχθο του. Εργάστηκαν αθόρυβα και σεμνά.

***
Και μολονότι τα τελευταία χρόνια η Αγιά – Γαστρίτσα έχει δεχτεί ποικίλες παρεμβάσεις… και «εξωραϊστικές» μετατροπές, αναμφιβόλου αισθητικής, εν τούτοις ήταν και θα είναι πάντα ο χαλύβδινος κρίκος, που ενώνει: Τη Θεοφρούρητη Πόλη με τα Πολυπαθή Γιάννενα…
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.