Το διακύβευμα του δικαστή στις σημερινές συνθήκες…

on .

Μαζί με τη Νομοθετική και την Εκτελεστική, η Δικαστική Εξουσία, θεωρούνται, και είναι, οι πυλώνες της σύγχρονης Δυτικής Δημοκρατίας.

Η διάκρισή τους έμενε να ανήκει στον Γάλλο Διαφωτιστή και Φιλόσοφο Μοντεσκιέ, στο περιβόητο βιβλίο του «Το πνεύμα των νόμων», όμως η πατρότητά της ανάγεται στον κορυφαίο φιλόσοφο της αρχαιότητας Αριστοτέλη, όταν από τότε (4οαι. π.Χ.) διέκρινε στα Πολιτικά του «το βουλευόμενον» ( τη Νομοθετική), «το δικάζον» (τη Δικαστική) και «το περί τας αρχάς» (την Εκτελεστική εξουσία).

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, υποδεχόμενη πρόσφατα (28-9) στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου εκπροσώπους της Διεθνούς Ένωσης Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων, υπογράμμισε ότι εδώ και πολλούς μήνες τα μέτρα που αναγκάστηκαν να λάβουν οι κυβερνήσεις θέτουν στους διοικητικούς δικαστές πολύ ευαίσθητα ερωτήματα σχετικά με το ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ ατομικής ελευθερίας και δημοσίου συμφέροντος, υπό τη μορφή της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας. Και αναρωτήθηκε: Ποιους περιορισμούς ατομικών ελευθεριών μπορούμε να ανεχθούμε χωρίς να υπονομεύσουμε τον πυρήνα τους;

Σε ποια έκταση μπορεί να περιοριστεί η οικονομική ελευθερία προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία, χωρίς η ύφεση που ακολουθεί να γονατίσει την κοινωνία; Για ακόμα μία φορά, το νομικό εργαλείο της αρχής της αναλογικότητας στα χέρια της διοικητικής δικαιοσύνης, στα δικά σας χέρια, μπορεί να δώσει απαντήσεις.
Αναφερόμενη δε στη δεοντολογία των δικαστών, η κ. Σακελλαροπούλου επισήμανε ότι πρέπει να είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι: «Το διακύβευμα για έναν δικαστή είναι να παραμένει ανεξάρτητος, να διατηρεί την αμεροληψία του, ανεξάρτητα από τις προσωπικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές του απόψεις». Όπως πρόσθεσε, για να κερδηθεί αυτό το στοίχημα, απαιτείται διαρκής εσωτερική προσπάθεια.
Όπως αντιλαμβάνεστε, όλα αυτά έχουν το ενδιαφέρον και, βεβαίως, τη σημασία τους, αφού εκστομίζονται από μία πρώην ανώτατη δικαστική λειτουργό. Οι συνθήκες τις οποίες ζούμε, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, είναι πρωτόγνωρες και φυσικά ιδιαίτερες.

Ο περιορισμός σημαντικών ατομικών ελευθεριών για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας κρίνεται στις μέρες μας αναγκαίος, από την άλλη, όμως, δεν είναι χωρίς προβληματισμό, ίσως και σχετική λογική ευστάθεια, οι ενστάσεις (ή ακόμη και αντιρρήσεις) που διατυπώνονται τόσο από μερίδα απλών πολιτών όσο και πολιτικών.
Και οι ενστάσεις έχουν να κάνουν με τον κίνδυνο που ελλοχεύει αφενός παγίωσης κάποιων περιοριστικών μέτρων από την πλευρά της εκτελεστικής εξουσίας tempore dato (χρόνου ή ευκαιρίας δοθείσης) και αφετέρου μιθριδατισμού (ένα είδος εθισμού) των πολιτών στο φόβο και την υποταγή.

Το ίδιο ισχύει και για κάποια μέτρα περιορισμού ή ακόμη και καταπάτησης θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων (ιδίως από την πλευρά της εργοδοσίας) στο όνομα του κορωνοϊού. Κοντολογίς, οι όποιες ενστάσεις έχουν να κάνουν με τον φόβο μήπως η πανδημία αυτή γίνει η «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» διά πάσαν αυθαιρεσίαν είτε από την πλευρά της πολιτείας είτε από αυτή της –άπληστης, όπως έχει αποδειχτεί- εργοδοσίας.
Και εδώ ακριβώς έγκειται ο καθοριστικής (καίριας) σημασίας ρόλος της δικαστικής εξουσίας. Καλείται, λοιπόν, η εν λόγω εξουσία και οι λειτουργοί τους να σεβαστούν την ανεξάρτητη και αμερόληπτη λειτουργία τους. Δύο λέξεις με τεράστιο σημασιολογικό βάρος, αφού και η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία, συχνά – πυκνά, με διάφορα νομικά εφευρήματα, αρέσκεται να επεμβαίνει στο έργο της, ενώ δεν λείπουν κάποιοι «πρόθυμοι» δικαστικοί λειτουργοί (για ποικίλους λόγους, λίγο - πολύ γνωστούς) να αποφασίζουν κατά τις επιταγές της.

Είναι από τους αρχαιότατους ακόμη χρόνους, από τον Ανάχαρση (Σκύθης ηγεμόνας και φιλόσοφος του 6ου π.Χ αι.), γνωστό ότι «ο νόμος, σαν την αράχνη, πιάνει τα μικρά έντομα, ενώ αφήνει να περάσουν τα μεγάλα».
Καλείται, επομένως, κάθε τίμιος με τον εαυτό του και τις αρχές της δικαστικής δεοντολογίας δικαστικός λειτουργός, σε όποια βαθμίδα της δικαιοσύνης, ιδίως στις υψηλότερες, να κερδίσει το μεγάλο στοίχημα απονομής του δικαίου, φανατικός πιστός στις αρχές της δικαστικής δεοντολογίας, με διαρκή προσπάθεια και εσωτερικό αγώνα, χωρίς ταυτόχρονα να αγνοεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα.