Παιδεία ή «Υπνοπαιδεία»;

on .

Τον όρο «Υπνοπαιδεία» (εντός εισαγωγικών) χρησιμοποίησε τον περασμένο αιώνα ο Αλντους Χάξλεϋ, ταλαντούχος δοκιμιογράφος και σατιρικός συγγραφέας, γνωστός στους επιστημονικούς κύκλους από το προφητικό έργο του «ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος», με το οποίο, βασισμένος στις οδυνηρές εμπειρίες από τις εκρήξεις της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι και στη Χιροσίμα, προβλέπει το μέλλον της ανθρωπότητας, το οποίο φοβάται ότι θα είναι εξίσου οδυνηρό. Απευθύνεται στον κόσμο της επιστήμης και της τέχνης που μπορεί να δώσει τα τεκμήρια για την πρόγνωση του μέλλοντος, τον καλεί να συνεργαστεί και

θεωρεί ότι αποφασιστικός για μια τέτοια συνεργασία θα πρέπει να είναι ο ρόλος της Παιδείας.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η πρώτη από τις δέκα έξι διαλέξεις που κλήθηκε να δώσει σε Πανεπιστήμιο είχε τον τίτλο «Ολοκληρωμένη Εκπαίδευση» και σ’ αυτή τόνισε τους κινδύνους από μια εκπαίδευση της μονομέρειας και της εξειδίκευσης, όπως ήταν βασικά η εκπαίδευση της εποχής του σε πολλά κράτη, που δεν έθιγε ούτε έδινε λύση στα βασικά προβλήματα που πρέπει να απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο.
Διερωτήθηκε μάλιστα αν αυτό που προσφέρεται στη νεολαία μπορεί να ονομαστεί Παιδεία εκτός εισαγωγικών, ή «Υπνοπαιδεία», δηλαδή με απλά λόγια Παιδεία που αποκοιμίζει τον άνθρωπο.
Από τον Χάξλεϋ δανείστηκε τον τίτλο «Παιδεία ή Υπνοπαιδεία», σε άρθρο του αρχικά και σε βιβλίο του στη συνέχεια ο γνωστός αρχαιολόγος, ακαδημαϊκός δάσκαλος και συγγραφέας Μανόλης Ανδρόνικος, διατυπώνοντας προλογικά τον προβληματισμό του και την ανησυχία του μήπως αυτό που προσφέρουμε στον τόπο μας, στα παιδιά μας, δηλαδή «άκοπα και γρήγορα κάποιες γνώσεις και κάποιες ικανότητες για να πάρουν τη θέση τους στο γενναίο κόσμο της καταναλωτικής κοινωνίας δεν είναι η Παιδεία με το πλατύ περιεχόμενο που έδιναν σ’ αυτή οι αρχαίοι Έλληνες και περιέχει όλες τις έννοιες που ο νεότερος άνθρωπος εκφράζει με τις λέξεις, πολιτισμός, παράδοση, λογοτεχνία εκπαίδευση» ή είναι Υπνοπαιδεία, δηλαδή μια εύκολη και άσκοπη αγωγή, όπως την είχε προβλέψει πριν από τόσα χρόνια ο Χάξλεϋ».
Την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, χρόνια τώρα, η Παιδεία στον τόπο μας όλοι τη γνωρίζουμε και μπορούμε χωρίς κόπο να δώσουμε έναν από τους δυο χαρακτηρισμούς του Μανόλη Ανδρόνικου. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Μια απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει δώσει, πριν από πολλά χρόνια, με το δηκτικό του λόγο και τη διεισδυτική παρατήρησή του, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, μια δεσπόζουσα πνευματική φυσιογνωμία στις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες του προπερασμένου αιώνα με την χαρακτηριστική φράση: «Η κακοδαιμονία της Παιδείας στον τόπο μας οφείλεται στο γεγονός ότι, κάθε τόσο οι πιο άσχετοι και οι πιο αγράμματοι αναλαμβάνουν τη διοίκηση του Υπουργείου Παιδείας».
Και αυτή «η κακοδαιμονία συνεχίζεται από τότε; Αν εξαιρέσει κανείς μερικές φωτεινές αναλαμπές, όπως αυτή του Εκπαιδευτικού Ομίλου και του Ελευθέριου Βενιζέλου και την επόμενη του Ευάγγελου Παπανούτσου και του Γεώργιου Παπανδρέου, η κατάσταση στην Παιδεία όχι μόνο παραμένει η ίδια αλλά συνεχώς χειροτερεύει. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Και εδώ την απάντηση την έδωσε κατ’ επανάληψη ο Μάριος Πλωρίτης με τις διαφωτιστικές επιφυλλίδες του στις οποίες γράφει: «Η Παιδεία μένει έτσι γιατί έτσι πρέπει να μένει». Και στη συνέχεια κάνει την επεξήγηση: «Γιατί αυτό βολεύει το εκάστοτε ισχύον πολιτικό σύστημα».
Αυτά που ζήσαμε στον τόπο μας τα χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης τα λένε όλα. Δεν πρόκειται βέβαια να σχολιάσω την αβελτηρία του υπουργού που διακήρυξε επίσημα πως «η αριστεία είναι ρετσινιά», ούτε την αδιαφορία και την ανικανότητα του υπουργείου στο φιάσκο με τις μαθητικές μάσκες, γιατί δεν αντέχουν σε σχολιασμό.
Δεν μπορώ όμως να αφήσω ασχολίαστο το σοβαρό θέμα που προέκυψε με το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας. Επρόκειτο για ένα Πρότυπο ερευνητικό κέντρο το οποίο, όπως έχει γράψει ο Μανόλης Ανδρόνικος, «τιμά την Ελλάδα και μας κάνει να είμαστε περήφανοι». Αυτό λοιπόν το Ίδρυμα το λάμπρυναν, από την ίδρυσή του το 1955, ως Διευθυντές που διορίζονταν από την Ακαδημία Αθηνών εκλεκτοί επιστήμονες και ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, ιστορικοί, βυζαντινολόγοι, που το γνωστικό τους αντικείμενο ήταν καθ’ ολοκληρίαν συμβατό με το επιστημονικό - ερευνητικό έργο του Ινστιτούτου.
Αυτά όμως συνέβαιναν μέχρι το έτος 2017. Τότε παρενέβη το, κατά τον Πλωρίτη, ισχύον πολιτικό -στην ουσία κομματικό- σύστημα, το οποίο ψήφισε νόμο με τον οποίο ορίζει ότι το Διευθυντή του Ινστιτούτου δεν θα τον ορίζει η Ακαδημία αλλά τα Υπουργεία Εξωτερικών και Παιδείας. Το πολιτικό σύστημα του 2017 αντικαταστάθηκε, ως προς την κυβέρνηση, με αυτό του 2019. Όμως η κομματική νοοτροπία έμεινε η ίδια. Το διάδοχο πολιτικό σύστημα που διερρήγνυε τα ιμάτιά του κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου διατήρησε το νόμο του 2017, γιατί το βόλευε και σαν να μην έφτανε όλη αυτή η ιλαροτραγωδία, διόρισε -και ξεσήκωσε σε έντονες δικαιολογημένες διαμαρτυρίες όλων των αρμόδιων επιστημονικών συλλόγων- έναν θεολόγο καθηγητή του τμήματος της Ποιμαντικής Θεολογίας, του οποίου, σύμφωνα με τις καταγγελίες, το γνωστικό αντικείμενο είναι τελείως άσχετο με το έργο του Ινστιτούτου. Τα σχόλια δικά σας…