Η κόπωση και ο ελλοχεύων κίνδυνος της χαλάρωσης…

on .

Ύστερα από δυόμιση μήνες «καραντίνας» και άλλους τόσους συνεχών περιορισμών, εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, είναι φυσικό, και ίσως αναπόφευκτο, να παρατηρούνται τόσο στην κοινωνία μας όσο και στις άλλες με παρόμοιες συνθήκες, τα φαινόμενα της κόπωσης και της εξάντλησης. Η κόπωση και η εξάντληση, σύμφωνα με την Ψυχολογία, είναι καταστάσεις με τις οποίες όλοι ερχόμαστε αντιμέτωποι, σε διάφορες περιόδους της ζωής μας. Εμφανίζονται σε ανθρώπους που εργάζονται πολλές ώρες, σε μαθητές και φοιτητές που διαβάζουν αδιάκοπα σε περιόδους εξετάσεων, σε αθλητές που προπονούνται καθημερινά, σε ασθενείς που υποφέρουν από χρόνια νοσήματα, σε άτομα με κακή ή ελλιπή διατροφή, καθώς και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις.
Το αίσθημα της κούρασης, επισημαίνουν οι γιατροί, μπορεί να δημιουργείται εξαιτίας διαφόρων παθολογικών και μη παραγόντων. Συνήθως είναι παροδικό και βελτιώνεται με την αποκατάσταση της φυσιολογικής ισορροπίας του οργανισμού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η ψυχική κόπωση η οποία κάνει εμφανή τα σημάδια της σε κάθε άνθρωπο, κάθε ηλικίας, ιδιαίτερα στους νέους λόγω της φύσης τους, που έχει υποστεί τη συνεχή πίεση των περιοριστικών μέτρων και τα οποία κανένας δεν αντιλέγει ότι περιορίζουν την ελευθερία των κινήσεών μας.
Το άγχος για την ασφάλεια της υγείας του και το παρατεταμένο στρες, τα οποία επιτείνουν τα μέσα ενημέρωσης, ιδίως τα ηλεκτρονικά, με τις υπερβολές τους και συχνά με την διασπειρόμενη σύγχυση και την αναπτυσσόμενη κινδυνολογία τους, πιστά στο δόγμα ότι «καλή (δηλαδή εμπορική) είδηση είναι η κακή είδηση», είναι μία από τις κύριες αιτίες αυτής της κόπωσης. Η συνακόλουθη αβεβαιότητα για το μέλλον, υγιεινή αλλά και επαγγελματική, επομένως και οικονομική, επιβαρύνουν οπωσδήποτε την κατάσταση. Οι δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, με εκρηκτική αύξηση των ποσοστών της ανεργίας και με αυτή της ύφεσης, δικαιολογημένα επιτείνουν την ανησυχία κάθε πολίτη για το επαγγελματικό και οικονομικό μέλλον των ίδιων και των οικογενειών τους. Ιδιαίτερη είναι η ανησυχία στους νέους για τη «θολή» επαγγελματική τους αποκατάσταση. Το ίδιο και με τη σύγχυση, η οποία προκαλείται από μια πλειάδα αντιφατικών ειδήσεων, εκτιμήσεων, ακόμη και επισημάνσεων των ειδικών, σχετικά με την πανδημία, τη διάρκειά της και την αντιμετώπισή της (φαρμακευτική αγωγή και κυρίως ο χρόνο εύρεσης αποτελεσματικού εμβολίου).
Ο φόβος που αναπόφευκτα προκαλείται στις ιδιαίτερες αυτές καταστάσεις και η απογοήτευση, προβληματικοποιούν τη διάθεση του ατόμου, οδηγώντας το στη χαλάρωση και σ’ έναν επικίνδυνο εφησυχασμό. Η αντιμετώπιση των χαλαρωτικών αυτών φαινομένων έχουν να κάνουν τόσο και κυρίως με την πειθώ από την πλευρά της πολιτείας για την αναγκαιότητα συνέχισης τήρησης των μέτρων αυτοπροστασίας, εφόσον ο ιός ακόμη δεν εξέλιπε, με την ταυτόχρονη όμως εδραίωση του αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες, τόσο υγειονομικής (με την ενίσχυση του συστήματος υγείας) όσο και οικονομικής (με την ανάλογη οικονομική στήριξη των πληττόμενων). Εξυπακούεται ότι η συνέπεια από την πλευρά των υπευθύνων, όπως κι αν λέγονται αυτοί, αποτελεί «εκ των ων ουκ άνευ» (απαραίτητα) στοιχεία για την εμπέδωση των μέτρων προστασίας.
Βεβαίως, αν και κατά πολλούς, αναχρονιστική παιδαγωγικά, στην περίπτωση μη αποτελεσματικότητας της πειθούς, η επιβολή κυρώσεων (κατά το «όπου δεν ισχύει λόγος, πίπτει ράβδος») και μάλιστα αυστηρών, σε όσους αρνούνται να πειθαρχήσουν, κρίνεται επιβεβλημένη. Μπροστά μας έχουμε το μεγάλο στοίχημα της ατομικής ευθύνης, το οποίο, όπως και από τη μεγάλη πλειονότητα των συμπολιτών μας μέχρι τώρα, οφείλουμε να κερδίσουμε. Χωρίς αυτό, βέβαια, να απεμπολεί τις ευθύνες της επίσημης πολιτείας στη διαχείριση της τεράστιας υγειονομικής αυτής κρίσης. «Φάγαμε το μεγαλύτερο μέρος του βοδιού», ας μην χαλαρώσουμε την προσπάθειά μας στο, ελπίζουμε, λίγο που απομένει. Σε τούτο συνεπίκουρη έρχεται η προτροπή του Νίκου Καζαντζάκη στην Ασκητική του: «Να έχεις ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω». Γιατί αυτό ακριβώς σημαίνει υπεύθυνος πολίτης. Και μεις πρέπει ν’ αποδείξουμε ότι είμαστε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΩΣΑΣ