Ο γάϊδαρος του μπαρμπα – Κώστα…

on .

Ο μπάρμπα-Κώστας ο Κουτανίτσης είχε έναν γάιδαρο, ψηλό γεροδεμένο, γιατί το φρόντιζε πολύ και τον είχε μαζί του όπου και να πήγαινε.
Καθημερινά πριν φέξει καλά- καλά, αφού έτρωγε τον τραχανά του, έπινε τον καφέ του, σαμάρωνε τον γάιδαρο που τον είχε στο κατώγι του σπιτιού και ξεκινούσε να πάει στην περιοχή του «Μπογιάννου» όπου είχε το αμπέλι του και τα μποστάνια του, λίγο πιο χαμηλά απ’ το Μέτσοβο. Καθημερινό δρομολόγιο αυτό του μπάρμπα-Κώστα. Τον γάιδαρο  αυτόν τον είχε μεγαλώσει από μικρό και τον είχε σαν μέλος της οικογένειάς του.
Τα βράδια που γύριζαν, το φόρτωνε με καυσόξυλα που έκοβε στο λόγγο, για τις άγριες νύχτες του χειμώνα. Σταματούσε στο δρόμο πριν μπει στο χωριό και γέμιζε το «βτσέλ’» με κρύο νερό. Τον χρησιμοποιούσε παντού και στο αλώνι, στο μύλο στα «μαντάνια» στο όργωμα. Περισσότερες ώρες περνούσε με το γαϊδουράκι του παρά με συγχωριανούς και τη γυναίκα του.
Δεν ξέρω αν μπορεί να συνδεθεί κάποιος σήμερα με το αυτοκίνητό του το «αγροτικό» ή όσο ακριβό κι όσο διθέσιο κι αν είναι. Με το γάιδαρο όμως η συνύπαρξη δεκαετιών δημιουργούσε πολύ στενή σχέση. Μάθαινε τα χούγια του, ήξερε τα δικά του, το πετάλωνε, το καπίστρωνε, το σαμάρωνε και το ξεσαμάρωνε, φρόντιζε δια την ταγή του, ήταν το βιός του.
Εκείνα τα χρόνια τα γαϊδούρια ήταν το Α και το Ω ως μεταφορικό μέσο. Επίσης όποιος είχε γαϊδούρα τους χειμερινούς μήνες που γεννούσε έπαιρναν το γάλα και το δίνανε στα παιδιά αλλά και στους μεγάλους, προκειμένου να τους «κόψουν το βήχα». Σήμερα η εκτροφή γαϊδουριών έχει γίνει επιχείρηση και ακριβοπουλιέται το γάλα και τα παράγωγά του.
Η αναφορά βέβαια στο γομάρι του μπάρμπα-Κουτανίτση γίνεται γιατί συνέβη ένα περιστατικό, που όσα χρόνια κι αν περάσανε δεν ξεχνιέται. Λίγο ευτράπελο μεν, αλλά πραγματικό γεγονός που εκείνα τα χρόνια στις μικρές κοινωνίες ήταν λόγος για να συζητιέται στα καφενεία, στις ταβέρνες, αλλά και στις βρύσες που πήγαιναν οι γυναίκες να πάρουν νερό. «Το μάθατε τι έγινε….» Κανείς βέβαια δεν περίμενε ότι το γαϊδούρι του μπάρμπα – Κώστα θα απασχολήσει τη Δικαιοσύνη. Οταν μαθεύτηκε ότι η υπόθεση θα εκδικαστεί στο Ειρηνοδικείο μαζεύτηκε πολύς κόσμος για να παρακολουθήσει το πρωτοφανές γεγονός. Η ιστορία έχει ως εξής όπως τη διηγούνται οι παλιότεροι.
***
Κάποτε λοιπόν, ο μπάρμπα-Κώστας πηγαίνοντας με το γαϊδούρι φορτωμένο για να αλέσει το καλαμπόκι, βρήκε και άλλους να περιμένουν και έπρεπε να περιμένει στη σειρά. Κατά κανόνα πάντα θα έβρισκες κόσμο στο μύλο που καρτερούσε κι έπρεπε να πάρεις σειρά. Μπορεί να περίμενες κι ολόκληρο μερόνυχτο. Αυτονόητο είναι ότι στην πολύωρη αναμονή η κουβέντα θα «πήγαινε σ’ άλλον τόπο». Εκεί μάθαιναν όλα τα νέα του χωριού αλλά και των γειτονικών χωριών και στη συνέχεια κυκλοφορούσαν, άλλα αληθινά και άλλα παραποιημένα. Έτσι βγήκε και η έκφραση «αυτά τα λεν’ στου μύλου».
Ξεφόρτωσε ο μπάρμπα-Κώστας τον γάιδαρο και τον άφησε να βόσκήσει παρά δίπλα- πλην όμως ο γάιδαρος’ «ορέχθη» ή δέχτηκε τα ερωτικά βέλη μιας γαϊδουρίτσας και άρχισε να την «φέρνει βόλτα». Ερωτοτροπώντας και παιχνιδίζοντας τα δυό ζωντανά μπήκανε στο μποστάνι του μυλωνά και δεν άφησαν ζαρζαβατικό για ζαρζαβατικό όρθιο.
Βγαίνει ο μυλωνάς και τί να δει! Φωνάζει τον μπάρμπα-Κώστα και τον μπάρμπα-Θόδωρο με τη γαϊδούρα και τους ζητάει να αφήσουν τα αλέσματα για τη ζημιά που κάνανε και να φύγουν. Αυτοί όμως αντιδράσανε και ο μυλωνάς τους κατήγγειλε την άλλη μέρα στο Ειρηνοδικείο. Έγινε η δίκη και τους δικάσανε. Τότε σηκώνεται ο μπάρμπα-Κώστας διαμαρτυρόμενος και λέει: Κύριε πρόεδρε! πώς να πληρώσουμε μισά – μισά, αφού εμένα ο γάιδαρος πατούσε μόνο με τα δυο ποδάρια στο μποστάνι, τα άλλα δυο τα είχε πάνω στην γαϊδουρίτσα; Δεν γνωρίζω αν ο πρόεδρος του Ειρηνοδικείου διέταξε αναπαράσταση του ‘’εγκλήματος’’ αλλά ως δίκαιος Αριστείδης βρίσκοντας λογικό και δίκαιο το επιχείρημα του μπάρμπα Κώστα εξέδωσε απόφαση: ο μπάρμπα Κώστας να πληρώσει το 1/3 και ο μπάρμπα Θόδωρος τα 3/4 κάτω από τις επεφημίες και τα χειροκροτήματα των παρευρισκομένων στο ακροατήριο ο μπάρμπα Θόδωρος και δαρμένος και…. που λέει η παροιμία πλήρωσε τη νύφη.
Έτσι έμεινε στην ιστορία αυτό το περιστατικό. Αφού πέρασαν κάμποσα χρόνια το γαϊδούρι του μπάρμπα Κώστα γέρασε, όπως και ο ίδιος και δεν είχε την ίδια όρεξη να το φροντίσει. Έτσι λοιπόν με κρύα καρδιά το πούλησε σε έναν Χρυσοβιτσινό. Μετά από κάμποσους μήνες ή και χρόνο βρήκε ο μπάρμπα-Κώστας στο παζάρι του Μετσόβου τον Χρυσοβιτσινό και το γαϊδούρι, πλην όμως το «ζωντανό» ήταν τόσο ταλαιπωρημένο και αδύνατο που ο μπάρμπα - Κώστας το πήρε πίσω αγριεμένος, γιατί το κατάντησε έτσι το γαϊδουράκι του, αγνώριστο.
Μικρές, ωραίες ιστορίες από απλούς κι αγνούς ανθρώπους εκείνης της εποχής που δεν γνώριζαν Τράπεζες, - ΕΝ.Φ.Ι.Α. - Ε.Φ.ΚΑ.
Μεροδούλι- μεροφάι. Γι’ αυτούς τα «ζωντανά» ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους και ισότιμο μέλος της οικογενείας τους.
(Μέτσοβο)