H Μοσχόπολη

on .

Η Μοσχόπολη βρίσκεται στα δυτικά της Κοριτσάς και σε μικρή απόσταση από την λίμνη Αχρίδα. Σήμερα είναι ένας μικρός οικισμός με Bλαχόφωνους Έλληνες κατοίκους. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ήταν το μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο των Βαλκανίων.
Ο Φάνης Μιχαλόπουλος την ονομάζει «Το μικρό Παρίσι της Ανατολής» και ο Αρχιμανδρίτης Δαμ. Καλλίμαχος «Το άνθος των Βαλκανίων». Οι Μοσχοπολίτες διέπρεψαν στα γράμματα, στο εμπόριο και στις τέχνες.

Ό,τι γνωρίζουμε για την πόλη, είναι μόνο από τα γραπτά μνημεία. Εάν έλειπαν και αυτά ο λαμπρός πολιτισμός της και το περίλαμπρο παρελθόν της θα ήταν τελείως άγνωστα και λησμονημένα. Η ίδρυση της Μοσχόπολης τοποθετείται στις αρχές του 14ου αιώνα (1330-1380) από Βλάχους ποιμένες. Πριν από το 1500 ήταν ένας ασήμαντος οικισμός βοσκών, που λεγόταν Βοσκόπολη. Αποτελούνταν, κατά μαρτυρίες, από δεκαέξι καλύβες βοσκών. Κατά παραφθορά αργότερα η Βοσκόπολη έγινε Μοσχόπολη.
Στο βιβλίο του «Νέα Ακαδημία Μοσχοπόλεως», γράφει ο αοίδιμος Μητροπολίτης Κοριτσάς Ευλόγιος Κουρίλας: «Μεσούντας του ΙΗου αιώνος, παρουσιάζει μέγιστη ακμήν και περί τας 60 χιλιάδας κατοίκους Κουτσόβλαχους, ων η ευφυΐα και δραστηριότης και το μεγαλεπήβολον, ανέδειξαν αυτήν διαπρεπές Κέντρον των γραμμάτων, του εμπορίου και της βιομηχανίας». Με το χρόνο η Μοσχόπολη έγινε μεγάλο εμπορικό κέντρο και με τον πλούτο της επισκίασε και την πόλη των Ιωαννίνων. Είχε εργαστήρια υφαντικής, βιοτεχνία ταπητουργίας, σιδηρουργία, χαλκουργική και χρυσοχοΐα.
Ο Φάνης Μιχαλόπουλος στο βιβλίο του «Μοσχόπολις αι Αθήναι της Ελλάδος, (1941) γράφει σχετικά: «Στην ανατολική πλευρά της Όπαρης και κλιμακωτά χτισμένη σε τρείς διαδοχικές σειρές σπιτιών βρίσκεται η Μοσχόπολις, που περνούσε σαν άλλη Αθήνα των χρόνων της τουρκοκρατίας, με τις πολλές χιλιάδες των κατοίκων της, με το λαμπρό της κοινοτικό σύστημα, με τις οργανωμένες συντεχνίες της, με την θαυμαστή πολυειδή βιοτεχνία της των χαλιών και άλλων μάλλινων ειδών οικιακής κλινοστρωμνής ονομαστών σ’ όλες τις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας και ακόμη με τα ονομαστά σχολεία της, με τις ιδιόρρυθμες και μεγάλες εκκλησίες της, υπόδειγμα Αρχιτεκτονικής στα Βαλκάνια, τα καλύτερα τα ωραιότερα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας…».
Οι Μοσχοπολίτες ήταν προσηλωμένοι στην ορθοδοξία. Η προσήλωση στα θεία αποδεικνύεται και από τα πολλά θρησκευτικά σκηνώματα, που ίδρυαν μέσα και γύρω από την πόλη. Κάθε συνοικία είχε και τον δικό της ιερό ναό. Πολλοί ναοί διατηρούνται και δεν κατεστράφησαν, σαν από θαύμα, κατά την καταστροφή της πόλης από τους τουρκαλβανούς το 1769. Οι ναοί της Μοσχοπόλεως αριθμούνται σε δεκαπέντε και είναι όλοι χτισμένοι με τον βυζαντινό ρυθμό.
Ο Μοσχοπολίτης δάσκαλος Θεόφραστος Γεωργιάδης εις το βιβλίο του «Μοσχόπολις» σελ. 20 γράφει σχετικά: «Με την καταστροφή του 1769, ευτυχώς, οι περισσότεροι ιεροί ναοί και μετά την δεύτερη καταστροφή της, διεσώθησαν διότι, ως με πληροφόρησε συμπολίτης μου, ελθών εκείθεν εκ Καστοριάς, ένθα διαμένον μετά την εκείθεν απομάκρυνση μου, οι διασωθέντες κατά την πρώτη καταστροφήν το 1769 ιεροί ναοί, παρέμειναν και κατά την δευτέρα καταστροφήν ανέπαφοι. Όχι βεβαίως εκ σεβασμού υπό των επιδρομέων Τουρκοαλβανών των ιερών της θρησκείας και Σκηνωμάτων, αλλά διότι τους ιερούς τούτους ναούς, κατά την εμπόλεμον εκείνην περίοδον, τους εχρησιμοποιούν τα Γαλλικά στρατεύματα ως νοσοκομεία».
Η ευημερία της Μοσχόπολης οφειλόταν και στην ελευθερία που της παρείχαν οι Τούρκοι. Οι Μοσχοπολίτες ήταν εφοδιασμένοι με ειδικά προνόμια που τους χορηγούνταν με ειδικά σουλτανικά φιρμάνια. Ήταν σχεδόν ανεξάρτητη κοινότητα, απαλλαγμένη από την παρουσία μπέηδων και αγάδων, διατηρούσε ένα εξαίρετο «κοινοτικό σύστημα» με εφτά προύχοντες, αργότερα το σύστημα αυτό τροποποιήθηκε και έπαιρναν μέρος στη διοίκηση όλοι οι κάτοικοι. Το 1713 συντάχτηκε ο «Κανονισμός», καταστατικό με 22 άρθρα που ρύθμιζε τα διοικητικά και θρησκευτικά πράγματα της πόλης
Οι Μοσχοπολίτες διακρίνονταν για την αγάπη τους στην παιδεία και τη μεγάλη επίδοσή τους στα γράμματα. Κατά τον 18ο αιώνα η εκπαίδευση βρισκόταν σε περίοπτο σημείο. Λειτουργούσαν σχολεία Δημοτικής και Μέσης εκπαίδευσης, αλλά και Ανώτατης εκπαίδευσης με τη σημασία που δίνουμε σήμερα στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Γύρω στον 17ο αιώνα (1710 με 1720) ιδρύθηκε η πρώτη Σχολή με το όνομα «Ελληνικόν φροντιστήριον». Σ’ αυτό συνέρρεαν από όλα τα μέρη του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού. Το 1744 περίπου η Σχολή μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία» και συγχρόνως ιδρύθηκε το «Προπαιδευτήριον της Ακαδημίας». Ονομάστηκε Νέα Ακαδημία διότι σ’ αυτή διδάσκονταν μαθήματα Ακαδημαϊκού χαρακτήρα: Ελληνικά, φιλοσοφικά, θρησκευτικά. Όπως γράφει ο Νικόλαος Σκιαδάς στη Νέα Εστία (τομ.83ος, τευχ 9 830) «Νέα Ακαδημία, που απετέλεσε τον «’Άκρον στολισμόν της Πολιτείας» όπως μας πληροφορεί ένας κώδικας της πόλεως, χτίστηκε από εράνους και άλλες οικονομικές συνδρομές με πρωτοβουλία του τότε Πατριάρχου Αχρίδος Ιωσήφ, εκ Μοσχοπόλεως».
Στη μετόπη της Ακαδημίας ήταν χαραγμένο το εξής επίγραμμα: «Ο άκρατος στολισμός της πόλεως, η ευκοσμία των ηθών, το φως της Εκκλησίας». Οι μαθητές που φοιτούσαν στα σχολεία της Μοσχόπολης ήταν αλλόγλωσσοι. Οι περισσότεροι μιλούσαν την κουτσοβλαχική, ελάχιστοι την αλβανική και πολύ λίγοι την σλαβική. Ήταν ανάγκη να εξευρεθεί τρόπος να θεραπευτεί αυτή η γλωσσική ανομοιομορφία. Ο Θεόδωρος Καβαλιώτης, σπουδαίος Μοσχοπολίτης, μαθητής του Ευγένιου Βούλγαρη, συνέγραψε λεξικό των τεσσάρων γλωσσών: αλβανικής, κουτσοβλαχικής, ελληνικής και βουλγάρικης. Στην Νέα Ακαδημία μορφώθηκαν εκατοντάδες νέοι, οι οποίοι μετέδωσαν τα γράμματα και τον πολιτισμό σε μεγάλη ακτίνα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι κατά την εποχή της ακμής της η Μοσχόπολη υπήρξε το κέντρο του πολιτισμού και ο πνευματικός φάρος στην βαλκανική.
Οι μοσχοπολίτες δεν περιορίστηκαν μόνο στην θεραπεία των γραμμάτων, αλλά ίδρυσαν και το ονομαστό τυπογραφείο το 1720, το οποίο εξυπηρετούσε τις πνευματικές ανάγκες των Μοσχοπολιτών. Ιδρυτής του Τυπογραφείου ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης ο Μοσχοπολίτης, είναι το δεύτερο τυπογραφείο στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Το πρώτο είχε ιδρυθεί στην Κωνσταντινούπολη από τον οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη. Το τυπογραφείο της Μοσχόπολης προσέφερε στο Έθνος σπουδαίες υπηρεσίες, εκπαιδευτικές, κοινωνικές και εθνικές. Η δραστηριότητα του Τυπογραφείου αντανακλά στη δραστηριότητα όλων των πνευματικών ιδρυμάτων και συνετέλεσε να ανέβει το μορφωτικό επίπεδο και το αγωνιστικό φρόνημα των Μοσχοπολιτών και όχι μόνο. Σ’ αυτό το τυπογραφείο τυπώθηκαν αρκετά βιβλία. Είναι γνωστά, όπως φαίνεται από τις Μοσχοπολιτικές εκδόσεις. Διευθυντής διορίστηκε ο ιερομόναχος λόγιος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης. Τα περισσότερα βιβλία αναφέρουν πως διορθώθηκαν και τυπώθηκαν «παρά του Αιδαισιμωτάτου και Λογιωτάτου κυρίου-κυρίου Γρηγόριου Μοσχοπολίτη». Το τελευταίο βιβλίο που τυπώθηκε κατά την διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1769-1670) είχε τίτλο: «Η αλήθεια κριτής». Παράλληλα με την Ακαδημία και το τυπογραφείο είχε ιδρυθεί και σπουδαία βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία και πολύτιμα χειρόγραφα. Λίγα βιβλία διασώθηκαν το 1769 και αυτά όπως κατεστράφησαν από την καταστροφή το 1916 από τον Σαλή Μπάκτα…
Η Μοσχόπολη δικαίως εθεωρείτο η πρώτη πόλη της βαλκανικής, για τα γράμματα, για τις τέχνες, για τις επιστήμες, για τον πλούτο και την ευμάρεια. Δυστυχώς, η ευημερούσα αυτή Βορειοηπειρωτική πόλη είχε γίνει το αγκάθι για τους άγριους και ληστοδίαιτους τουρκαλβανούς. Αντικειμενικός τους στόχους ήταν η λεηλάτηση και η ολοσχερής καταστροφή της. Οι αγάδες της Μουζακιάς και του Ελμπασάν επέβαλαν φοβερούς φόρους και η πόλη άρχισε να κλονίζεται οικονομικά. Το μεγάλο πλήγμα ήρθε όταν οι Μοσχοπολίτες συνέπραξαν με τους Χιμαριώτες στα Ορλωφικά. Τότε μάλιστα οι Μοσχοπολίτες έστειλαν στην Μάνη μεγάλα χρηματικά ποσά. Με την αποτυχία της επανάστασης, μαζί με τις άλλες ελληνικές περιοχές που πνίγηκαν στο αίμα, πλήρωσε και η Μοσχόπολη τη συμμετοχή της στο κίνημα. Άγρια στίφη τουρκοαλβανών έπεσαν εναντίον της πόλεως και την κατάστρεψαν. Οι κάτοικοι σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Πολλοί κατέφυγαν σε ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως, στην Αυστρία και Ουγγαρία. Τα λαμπρά Σωματεία και το τυπογραφείο διαλύθηκαν. Η Ακαδημία παραδόθηκε στις φλόγες. Η βιβλιοθήκη και τα σπάνια χειρόγραφα καταστράφηκαν. Ήταν η 21η Ιουνίου 1769, όπως φαίνεται από τον κώδικα της ιερής μονής Προδρόμου, όπου αναγράφονται τα εξής: «ΑΨΩΘ’, Ιουνίου 24. Ουδέ ο βολός εσυνάχθη επειδή η περιώνυμος Μοσχόπολις κατεχαγάσθη και παντελώς η φανίσθη»
Μετά την καταστροφή τον Ιούνιο του 1769 η Μοσχόπολη δειλά-δειλά επανέβρισκε τιον βηματισμό της και οικοδομείται και πάλι. Αρκετοί κάτοικοι επανήρθαν στην πόλη και άρχισαν να μεριμνούν για τη λειτουργία των σχολείων.
Η Μοσχόπολη δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα στις 16 Οκτωβρίου 1916 από τον Σαλή Μπακτά, ο οποίος με το πρόσχημα ότι οι κάτοικοί της τάχτηκαν με το κίνημα της αυτονομίας, μπήκε στη Μοσχόπολη και κατέστρεψε τα πάντα, δεν άφησε τίποτε όρθιο. Λεηλασίες, φωτιές, σκοτωμοί. Οι κάτοικοι που διέφυγαν τον θάνατο, μετά την ολοσχερή καταστροφή της πόλης, ανθρώπινα ράκη, βρήκαν καταφυγή και άσυλο στα γύρω χωριά και στην Κοριτσά.
Αυτό ήταν το θλιβερό τέλος της μαρτυρικής Μοσχόπολης, της πόλης που θαύμασε γιγαντώθηκε και διέδωσε το ελληνικό πνεύμα στα τουρκοκρατούμενα Βαλκάνια. Από την Μοσχόπολη κατάγονταν οι Μεγάλοι του Έθνους ευεργέτες: Σίνας Γεώργιος (1783-1856) και Σίνας Σίμων (1810-1876).