Περί της πανδημίας στην Εκπαίδευση…

on .

Είναι χρόνια τώρα που νοσεί η Εκπαίδευση και όχι η Παιδεία, όπως ακόμη και έγκριτες εφημερίδες, ακόμη και έγκριτοι δημοσιογράφοι κατ’ επανάληψη εσφαλμένα ταυτίζουν.

Η παιδεία είναι «το γένος» και ως γενικότερη έννοια περιλαμβάνει το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες ο άνθρωπος πραγματώνει την πνευματική, ηθική και κοινωνική του ολοκλήρωση (αρτίωση), η δε εκπαίδευση, «το είδος», ως μερικότερη έννοια περιλαμβάνει τη θεσμοθετημένη και ελεγχόμενη παιδαγωγική διαδικασία από την πλευρά της πολιτείας ή άλλου φορέα, με στόχο τη μετάδοση ενός συστήματος γνώσεων, δεξιοτήτων και αξιών στη νέα γενιά για την ένταξη και δραστηριοποίησή της μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Και δεν ανακάλυψαν την Αμερική όσοι, με αφορμή τα πρόσφατα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους. Αν δεχτούμε πως οι εξετάσεις, κάθε είδους, αποτελούν το πλέον αξιόπιστο κριτήριο αξιολόγησης του αποτελέσματος μιας διαδικασίας και προσπάθειας, άρα και της εκπαιδευτικής, τότε τα αποτελέσματα των Πανελληνίων Εξετάσεων, που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, καταδεικνύουν -αν δεν αποδεικνύουν- την παταγώδη αποτυχία του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Προκαλούν πράγματι μελαγχολία οι επιδόσεις ενός σημαντικού αριθμού υποψηφίων, οι οποίοι όχι μόνο έγραψαν κάτω από τη βάση, αλλά καταποντίστηκαν στα τάρταρα της σχετικής βαθμολογικής κλίμακας. Η δυνατότητα εισαγωγής σε διάφορες πανεπιστημιακές σχολές (η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ μας μάρανε) ακόμη και με βαθμό «τρία», δεν ευτελίζει μόνο το εν λόγω σύστημα, αλλά υπονομεύει και το κύρος των συγκεκριμένων Σχολών. Δεν γνωρίζω πώς αυριανοί φοιτητές αυτού του γνωστικού και νοητικού επιπέδου θα κατορθώσουν να κατακτήσουν την απαιτούμενη επιστημονική γνώση και κατάρτιση.
Ενώ, όμως, χρόνια τώρα, όλοι διαγιγνώσκουν τις γενεσιουργικές αιτίες του παθογενούς αυτού φαινομένου, ουδείς τολμά να πάρει τη γενναία απόφαση άρσης τους. Η μεν πολιτεία, εγκλωβισμένη κάθε φορά στις δήθεν «οραματικές» εξαγγελίες των κατά καιρούς κυβερνήσεων με τον βαρύγδουπο τίτλο «μεταρρυθμίσεις», βαυκαλίζεται με το «όραμα» της αενάως υποσχόμενης επί τα βελτίω εκπαιδευτικής αλλαγής, το δε εκπαιδευτικό προσωπικό -και των τριών εκπαιδευτικών βαθμίδων- γαντζωμένο σ’ έναν αποστεωμένο κομματικό συνδικαλισμό, τορπιλίζει την όποια επιχειρούμενη προσπάθεια βελτιωτικής αλλαγής, η οποία «θίγει» τα εργασιακά τους δικαιώματα (βλέπε «αξιολόγηση»).
Και δεν είναι μονάχα αυτό. Ο κάθε επόμενος καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός -ανάλογα με το πώς κοιμάται, ονειρεύεται και ξυπνάει- «μεταρρυθμίζει» τον προηγούμενο, ακόμη και της ίδιας κυβέρνησης. Έτσι, αυτός ο πολύπαθος τόπος γνώρισε τα τελευταία χρόνια –από τη λεγόμενη «μεταπολίτευση» και εντεύθεν- πλειάδα «μεταρρυθμιστών», από τον αείμνηστο Τρίτση, τον Αρσένη (θα θυμάστε το σλόγκαν των μαθητών «κάτσε καλά Γεράσιμε») και τον Γιώργο Παπανδρέου το νεότερο, ως τον Φίλη, τον Γαβρόγλου, την Μαριέττα Γιαννάκου, τον Στυλιανίδη και την Κεραμέως πρόσφατα, που όλοι «μεταρρυθμίζουν» την πολύπαθη εκπαίδευση και όλο αυτή μένει στον τόπο (κατά τη γνωστή λαϊκή έκφραση «στον τόπο τα βιολιά»). Η υπόρρητη σκέψη ότι το «σύστημα» θέλει αγράμματους και μη σκεπτόμενους και ως εκ τούτου χειραγωγήσιμους πολίτες, δηλαδή υπήκοους, πιθανόν να μην είναι αβάσιμη.
Και τούτο γιατί απουσιάζει η πολιτική βούληση για ένα σταθερό και με μακροπρόθεσμη προοπτική εκπαιδευτικό σύστημα, προϊόν ενδελεχούς μελέτης και έρευνας των καθ’ ύλην αρμόδιων -εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, μαθητών, ακόμη και γονιών, αφού σε αυτούς απευθύνεται και αυτούς κατά κύριο λόγο αφορά- αλλά, κυρίως, το διακομματικό - υπερκομματικό αποτέλεσμα εθνικής πολιτικής συνεννόησης, αφού αποδεδειγμένα το επίπεδο εκπαίδευσης μιας χώρας είναι καίριας σημασίας για την προκοπή και το μέλλον της.
Ένα εκπαιδευτικό σύστημα με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον εικοσαετίας, με περιεχόμενο σπουδών που τα γνωστικά του αντικείμενα δεν θα επικαλύπτουν το ένα το άλλο, όπως συμβαίνει σήμερα, με αποτέλεσμα οι μαθητές μας να είναι ανιστόρητοι, αγεωγράφητοι, γλωσσικά ενδεείς και μια πλειάδα παρομοίων, με σταθερό σύστημα ενδοσχολικής αξιολόγησης, αλλά και εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (στην οποία, αφού το πολιτικό προσωπικό απογαλακτιστεί από τον διαχρονικό λαϊκισμό, οφείλει να επαναφέρει το αυτονόητο, την αναγκαία βάση εισαγωγής), με καλά αμειβόμενους εκπαιδευτικούς, αλλά και με απαιτήσεις μόνιμης και αντικειμενικής αξιολόγησης του έργου τους, και τέλος, το πλέον απαραίτητο, με γενναία χρηματοδότησή της, για δημιουργία της κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής, με μικρότερο αριθμό μαθητών ή φοιτητών ανά τμήμα, με στήριξη της επιστημονικής έρευνας και όλα τα σχετικά, αφού, επιτρέψτε μου το λαϊκότροπο, «με πορδές δεν βάφουν αβγά».
Άλλωστε, δεν υπάρχει αποδοτικότερη επένδυση για ένα άτομο, για μια χώρα και κοινωνία, από την επένδυση στην εκπαίδευση, της οποίας οι καρποί μπορεί μεν να μην είναι άμεσοι, μακροπρόθεσμα όμως είναι πολύ πλούσιοι.