Η επαρχία Κόνιτσας κατά την Επανάσταση του 1821

on .

Τό 1820 ὁ σουλτάνος ἀποφάσισε ὁριστικά τήν καθαίρεση τοῦ ἀπείθαρχου Ἀλῆ πασᾶ πού ἑτοιμαζόταν νά αὐτονομηθεῖ.

Πρός τοῦτο, ἐνείργησε τά ἀκόλουθα: ἀπέσπασε ἀπό τήν τοπική ἐπικράτεια τοῦ Ἀλῆ τήν Θεσσαλία, τήν Ναύπακτο, τήν Ἀχρίδα καί ἄλλες ἐπαρχίες (τόν Φεβρουάριο καί μετέπειτα), ἀπέλασε τούς διαπιστευμένους στήν Ὑψηλή Πύλη ἐκπροσώπους του ἐπειδή δύο πράκτορές του ἀποπειράθηκαν νά δολοφονήσουν στήν Πόλη τόν ἄσπονδο ἐχθρό του Πασόμπεη (Μάρτιος), διέταξε τούς τοπάρχες πού γειτόνευαν μέ τό πασαλίκι τῶν Ἰωαννίνων νά συναθροίσουν στρατεύματα στά Μπιτόλια, (Μοναστήρι Μακεδονίας), ὅπου ἕδρευε ὁ σερασκέρης τῆς Ρούμελης, διέταξε τούς ραγιάδες, διά τοῦ Πατριάρχη, νά ἐξοπλισθοῦν καί παραχώρησε στόν Πασόμπεη τό πασαλίκι τῶν Ἰωαννίνων (Ἰούλιος). Ὁ Πασόμπεης καί ἄλλοι πασάδες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχής, στρατοπέδευσαν ἔξω ἀπό τά Γιάννενα καί ἀπέκλεισαν τήν πόλη (Αὔγουστος).
Ἀμυνόμενος ὁ Ἀλῆς, κατασκεύασε ὀχυρωματικά ἔργα στά Γιάννενα, στρατολόγησε μισθοφόρους, κατάργησε μερικούς φόρους, ὑποσχέθηκε νά συστήσει συνταγματικό κράτος (Μάιος), ἔστειλε ὁπλαρχηγούς, μουσουλμάνους καί χριστιανούς, σέ κρίσιμες θέσεις τοῦ πασαλικιοῦ νά τίς φρουροῦν (Ἰούνιος), ἀπαγόρευσε τίς μετακινήσεις σέ αὐτό χωρίς ἄδειά του, κλείσθηκε στό κάστρο μαζί μέ τούς ἐπιτελεῖς του καί πολλούς ἄλλους καί πυρπόλησε τήν πόλη (Αὔγουστος) γιά νά μήν βροῦν καταλύματα σέ αὐτήν οἱ σουλτανικοί. Ὁ λαός τηροῦσε παθητική στάση, οἱ Ἀλβανοί ἀνησυχοῦσαν μήπως ὑποστηρίζοντας τόν Ἀλῆ θά χάσουν ἔπειτα τά κεκτημένα τους, οἱ τρεῖς γιοί τοῦ Ἀλῆ καί ἄλλοι τοπάρχες παραδόθηκαν στούς σουλτανικούς, περίπου δέ 20 ἐπιτελεῖς τοῦ Ἀλῆ, μαζί μέ 2.000 ὁπλίτες, βγῆκαν ἀπό τό κάστρο καί αὐτομόλησαν στούς σουλτανικούς (Αὔγουστος). Μερικοί ἀπό τούς ἐπιτελεῖς αὐτούς ἐπανῆλθαν ἔπειτα στό κάστρο κρυφά (Νοέμβριος), ἐπῆραν χρήματα ἀπό τόν Ἀλῆ καί πῆγαν στό Ζαγόρι (Δεκέμβριος), ὅπου περίμεναν νά ἔλθουν Τόσκηδες καί Λιάπηδες, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἐμποδίσθηκαν ἀπό τούς σουλτανικούς στό Ἀργυρόκαστρο καί στό Λιμπόχοβο, ἐνῶ οἱ καταφυγόντες στό Ζαγόρι πολεμήθηκαν ἀπό τούς κατοίκους, γι’αὐτό πῆγαν στό Σούλι (Ἰανουάριος 1821), ὅπου κατέφυγαν καί Σουλιῶτες δυσαρεστημένοι ἀπό τούς σουλτανικούς.
Ὁ Πασόμπεης δέν ἦταν ἀποτελεσματικός στήν πολιορκία, γι’αὐτό ὁ σουλτάνος τόν ἀντικατέστησε μέ τόν πασᾶ τοῦ Μωριά Χουρσίτ (Φεβρουάριος), ὁ ὁποῖος διέταξε νέες ἐπιστρατεύσεις, ἀλλά πολλοί Ἀλβανοί μπέηδες προτιμοῦσαν νά ἀνεξαρτητοποιηθοῦν καί συνεργάζονταν μέ τούς ἐπαναστατημένους Ἕλληνες, μέχρι πού πληροφορήθηκαν (φθινόπωρο) ὅτι οἱ Ἕλληνες κακοφέρθηκαν στούς μουσουλμάνους τοῦ Μεσολογγίου. Ἡ πολιορκία ἔληξε μέ τόν ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἀλῆ τήν 24.2.1822.
Στήν Ἤπειρο κατά τήν πολιορκία ἐπικρατοῦσε ἀναρχία: ἔγιναν ἁρπαγές καί ἄλλες αὐθαιρεσίες, ἐπιβλήθηκαν ἀγγαρεῖες, ζητήθηκαν τροφές γιά τά στρατεύματα καί τά ζῶα τους, ἐπιβλήθηκαν πρόστιμα, γιά τήν πληρωμή τῶν ὁποίων οἱ κάτοικοι ἀναγκάζονταν νά δανείζονται. Παρόμοια δεινοπαθήματα ὑπέστησαν καί οἱ κάτοικοι τῆς Δυτ. Μακεδονίας.
Περιστατικά στήν ἐπαρχία Κόνιτσας. Ἔχει γραφεῖ τό 1867 καί τό 1889 ὅτι μετά τήν ὡς ἄνω πολιορκία ἡ ἐπαρχία Κόνιτσας ὑπέστη λιγότερα δεινά καί δέν ὑποβλήθηκε σέ ἀγγαρεῖες, ὅπως τό Ζαγόρι, γι’αὐτό τά Ἄνω Σουδενά τοῦ Ζαγορίου «αὐθορμήτως ὑπήχθησαν εἰς Κόνιτσαν» διοικητικῶς (μέχρι τό 1827), τό δέ 1823 ὅτι «ἡ Κόνιτζα μόνον στήν πολιτεία ἔχει ὀλίγους τούρκους, τά χωριά της ὅμως εἶναι ὅλα χριστιανικά καί γερά στά ἄρματα καί ὅλα στά βουνά, καθώς καί τῆς Παλιᾶς Πωγωνιανῆς» (στήν ὁποία ὑπάγονταν καί τά χωριά τῆς σημερινῆς ἐπαρχίας Κόνιτσας Διπαλίτσα καί Ὀστανίτσα). Ἐκ τούτων, προκύπτει ὅτι οἱ μουσουλμάνοι τῆς Κόνιτσας ἦσαν τότε λιγότεροι ἀπό τούς χριστιανούς της, ὅτι οἱ χριστιανοί τῶν χωριῶν της ἦσαν ἱκανοί πολεμιστές καί ὅτι κατά τήν πολιορκία τοῦ Ἀλῆ ἡ ἐπαρχία Κόνιτσας δέν ὑποβλήθηκαν σέ ἀγγαρεῖες, οὔτε ἐδεινοπάθησε σημαντικά ἀπό αὐθαιρετοῦντες ἤ ἀπό μετακινούμενα σουλτανικά στρατεύματα, ἴσως ἐπειδή αὐτά διέρχονταν ὄχι μέσω αὐτῆς ἀλλά διά τῆς Μεσογέφυρας πού ὑπῆρχε στά δυτικά ὅριά της.
Ἄλλα σχετικά γεγονότα πού γνωρίζομε ὅτι συνέβησαν τότε στόν καζά τῆς Κόνιτσας εἶναι τά ἀκόλουθα: α) Ὁ Μάρκος Μπότσαρης, ὁ ὁποῖος ἀπό τό 1814 ἦταν διοικητής τοῦ Πωγωνίου καί κατοικοῦσε μέ τήν οἰκογένειά του στό τιμάριό του, τόν Κακόλακκο, στάλθηκε ἀπό τόν Ἀλῆ (Ἰούνιος 1821) νά φρουρεί τίς διόδους τῆς Φούρκας καί τοῦ Ἑφταχωριοῦ (ἴσως καί τῆς Σαμαρίνας) γιά νά μήν εἰσέλθουν σουλτανικά στρατεύματα. Στούς ὁπλίτες πού στρατολόγησε, ὑπῆρχαν καί Ἑφταχωρίτες, πιθανότατα δέ καί οἱ ἄνδρες τοῦ Κάντσικου καί τοῦ Κερασόβου, τούς ὁποίους τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1822 ἐκάλεσε στό Μεσολόγγι νά γίνουν συμπολεμιστές του. Προσχώρησε στόν στρατό τοῦ Πασόμπεη ὅταν αὐτός πέρασε ἀπό τό Μέτσοβο (τέλη Ἰουλίου 1820), ἀκολούθως ἐπανασυνδέθηκε μέ τόν Ἀλῆ (Νοέμβριος) καί ἔπειτα ἀνεξαρτητοποιήθηκε . β) Ὁ γιός τοῦ Ἀλῆ Μουχτάρ πασᾶς τόν Ἰούλιο τοῦ 1820 παρέδωσε στούς σουλτανικούς τό Ἀργυρόκαστρο καί ταξίδευσε γιά τήν Θεσσαλονίκη διά τῆς Πρεμετῆς καί τῆς Κόνιτσας, γ) Σύμφωνα μέ μία φήμη, στήν Βούρμπιανη, στό σπίτι τοῦ Κώστα Ντούμαρη, γραμματικοῦ τοῦ Ἀλῆ, ἕνας ἔμπιστος φίλος του ἔφερε ἀπό τόν Ἀλῆ ἕξι σακκιά μέ λίρες, ἀλλά τά τρία ἀπό αὐτά τά ἅρπαξαν οἱ Σουρλαῖοι στό χωριό τους τήν Πυρσόγιαννη. Κατ’ ἄλλη φήμη, ὁ Ἀλῆς ἔστειλε τρία φορτώματα λίρες στόν φίλο του Κώστα Σούρλα γιά νά τίς φυλάξει. Οἱ φῆμες αὐτές μᾶλλον περιέχουν κάποιες ἀλήθειες, διότι συνάδουν μέ ἄλλες ἀξιόπιστες μαρτυρίες, κατά τίς ὁποῖες ὁ πολιορκούμενος Ἀλῆς ἔδωσε χρήματα σέ γραμματικούς τους, σέ ὁπλαρχηγούς του κ.ἄ., ὅπως στόν Ἀλέξη Νοῦτσο, στόν Μάνθο Οἰκονόμου, στόν γιατρό Λουκά Βάγια κλπ.
Ἐνέργειες Κονιτσιωτῶν συνεργατῶν τοῦ Ἀλῆ.
Μεταξύ τῶν στενῶν συνεργατῶν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ὑπῆρξαν κάμποσοι πού κατάγονταν ἀπό τόν καζᾶ τῆς Κόνιτσας. Ὁ Ἀλῆς ἴσως τούς προτιμοῦσε ἐπειδή ἡ μάνα του καί μία ἀπό τίς συζύγους του ἦσαν Κονιτσιώτισσες. Γιά τίς ἐνέργειες μερικῶν ἐξ αὐτῶν κατά τά ἔτη 1820-22, γνωρίζουμε τά ἀκόλουθα.
4 Κώστας Ντούμαρης ἤ Γραμματικός (1760-1838), Βουρμπιανίτης. Μετά τό 1780 περίπου ὑπῆρξε γραμματικός τοῦ Ἀλῆ, ἐργολάβος εἴσπραξης φόρων, τσιφλικᾶς, τοκιστής κ.ἄ. Τό 1820 ἔδωσε πληροφορίες στόν Ἀλῆ, μαζί μέ ἄλλους ἐπιτελεῖς του, γιά τήν Φιλική Ἑταιρεία (Ἰούνιος), ἀλλά ἔπειτα αὐτομόλησε στόν Πασόμπεη (Αὔγουστος) καί ἔγινε γραμματικός του. Ὅταν αὐτός καί οἱ ἄλλοι αὐτομολήσαντες ὑποπτεύθηκαν ὅτι ὁ Πασόμπεης «θά τούς χαλάσει», ἐπανῆλθαν στό κάστρο κρυφά (Νοέμβριος), ἔλαβαν ἀπό τόν Ἀλῆ ἀρκετά χρήματα πρός ὀργάνωση τῆς ἀντίστασής του, πῆγαν στό Ζαγόρι (22 Δεκεμβρίου) καί ἔπειτα στό Σούλι (Ἰανουάριος 1821). Ἔγραψε στόν Πασόμπεη (Ἀπρίλιος) ὅτι θά «προσκυνήσει» ἄν τοῦ ἀνατεθεί ἡ διοίκηση τοῦ καζᾶ τῆς Κόνιτσας ὅσο ζεῖ. Ὁ Πασόμπεης εἶχε δημεύσει τήν περιουσία του στήν Βούρμπιανη τήν 20.11.1820.
4 Χουσεΐν Νταλμάν ἤ Κονίτσας μπέης (1770-1835). Διετέλεσε ἐκπρόσωπος τοῦ Ἀλῆ στήν Ὑψηλή Πύλη κατά τά ἔτη 1807-1817, μᾶλλον δέ καί τόν Μάρτιο τοῦ 1820, ὁπότε, λόγω τῆς προαναφερθείσας ἀπόπειρας δολοφονίας τοῦ Πασόμπεη, ἀπελάθηκε ἀπό τήν Πόλη μαζί μέ τόν Ἐλμάζ Μέτζε Μπόνο καί τον Ἐλμάζ Μερτζάνη πού καταγόταν πιθανότατα ἀπό τήν Μέρτζανη τοῦ Λεσκοβικιοῦ. Αὐτομόλησε στούς σουλτανικούς (Αὔγουστος), συνέπραξε στήν δήμευση τῆς περιουσίας τοῦ Κώστα Γραμματικοῦ (Νοέμβριος), ἔπειτα συμφιλιώθηκε μέ τόν Ἀλῆ καί πῆγε στήν Κλεισούρα (Μάιος 1821) γιά νά στρατολογήσει μισθοφόρους, ἀλλά ἐκεῖνοι ζητοῦσαν προκαταβολή τῶν μισθῶν τους.
4 Ἰλιάζ Μπότας (1770;-1836). Καταγόταν ἀπό τό χωριό Μπότα τοῦ Λεσκοβικιοῦ (πού ἀνῆκε στόν καζᾶ τῆς Κόνιτσας), εἶχε οἰκία-φρούριο στό Μελεσίνι, δίπλα στό Λεσκοβίκι, καί διετέλεσε μετά τό 1808 σιλιχτάρης (ὑπασπιστής) τοῦ Ἀλῆ. Τόν Ἰούνιο τοῦ 1820 στάλθηκε ἀπό τόν Ἀλή στήν Κορυτσά νά στρατολογήσει Ἀλβανούς μέ χρήματα πού τοῦ ἔδωσε, ἀλλ’αὐτός τούς ἐξέγειρε ἐναντίον τοῦ Ἀλῆ, «προσκύνησε» στά Μπιτόλια τόν σερασκέρη, πού τοῦ ὑποσχέθηκε νά τόν κάνει πασᾶ καί πῆγε στό χωριό του, κατά δέ τόν Αὔγουστο στό στρατοπεδο τῶν πολιορκητῶν. Εἰσῆλθε κρυφά στό κάστρο (Νοέμβριος), ἔλαβε χρήματα ἀπό τόν Ἀλῆ, πῆγε στό Ζαγόρι (Δεκέμβριος) καί παρακατέθεσε ἕναν σάκκο μέ φλουριά στόν ἡγούμενο τῆς μονῆς Στούπαινας, ὁ ὁποῖος ἔπειτα ὑπεξαίρεσε τό μισό περιεχόμενο τοῦ σάκκου. Ἀκολούθως πῆγε στό Σούλι (Ἰανουάριος 1821), ὅπου αὐτομόλησε στόν Πασόμπεη (Ἀπρίλιος) ἐπειδή «ἤθελε νά χωνεύση 3.000 τάλαντα, τά ὁποῖα εἶχε λάβει ἀπό τόν Ἀλῆ διά νά τά μοιράση εἰς τούς Σουλιώτας». Τήν 1.1.1822 τουλάχιστον διέμενε στό χωριό του.
4 Ὁ μπέης Ἰσμαήλ Κονίτσας (περίπου 1770-1830) ἦταν δεύτερος ἐξάδελφος τοῦ Ἀλῆ, τόν ὑπηρέτησε πιστά καί ὑπῆρξε ἰσχυρός στήν ἐπαρχία Κόνιτσας. Τόν Μάιο τοῦ 1821, εὑρισκόμενος στήν Ἄρτα μαζί μέ τούς σουλτανικούς, εἶπε στούς ἄλλους μπέηδες:φταίει «ὁ σουλτάνος τό γομάρι» πού ἀδικοῦμε τούς ραγιάδες, γιά τοῦτο αὐτοί δέν μαρτυροῦν ἄν ἐνισχύονται ἀπό εὐρωπαϊκά κράτη. Ὁ μπέης Ἰσλιάμ Κονίτσας τό θέρος τοῦ 1820, ὁπότε ὁ Βελή πασᾶς (γιός τοῦ Ἀλῆ) ἐγκατέλειψε τήν Ναύπακτο, διορίσθηκε ἀπό αὐτόν φρούραρχός της, ἀλλά σέ λίγο παρέδοσε τό φρούριο σέ σουλτανικό τοπάρχη. Ὁ Μουχουρντάρης Μποῦτσε, σφραγιδοφύλακας τοῦ Ἀλῆ, στάλθηκε ἀπό αὐτόν τό 1820 στά Τρίκαλα γιά νά παρεμποδίσει τήν ἐπέλαση τοῦ νεοδιορισμένου πασᾶ, ἀλλά αὐτομόλησε σέ αὐτόν, κατά δέ τό 1821 ἐκδιώχθηκε ἀπό τό Ζαγόρι καί πολέμησε στήν Ἄρτα. Ὁ Μουσταφᾶ Βαρβεροῦσο Κονιτσιώτης κατά μία ἐπίθεσή του, μαζί μέ ἄλλους, στό κάστρο τῶν Ἰωαννίνων, στοχεύθηκε καί σκοτώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀλῆ πασᾶ.
Εξεγέρσεις στην Ήπειρο και
στην Δ. Μακεδονία, 1821-1829
Στούς μυηθέντες στήν Φιλική Ἑταιρεία, περιλαμβάνονταν καί πολλοί Ἠπειρῶτες, «πολεμικοί καί πολιτικοί», καθώς καί ὁ Ἀλῆ πασᾶς. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1820 μιά ὁμάδα Γιαννιωτῶν φίλων τοῦ Ἀλῆ, μέ πρωτοβουλία τῶν λογίων Βηλαρᾶ καί Ψαλίδα, συγκρότησαν ἐπαναστατική ὀργάνωση στό Τσεπέλοβο καί συγκέντρωσαν χρήματα γι’αὐτήν. Ἡ ὀργάνωση, μετά τήν πτώση τοῦ Ἀλῆ, σχεδίασε «νά σηκώσουν τ’ ἄρματα ὅλη ἡ δυτική πλευρά τῆς Ἠπείρου, οἱ Παρακαλαμίτες νά ἑνωθοῦν μέ τούς Σουλιῶτες καί τά χωριά τῆς Κόνιτσας καί νά φθάσουν ἕως τό Ἀργυρόκαστον, ἀφοῦ ἑνωθοῦν μέ ἐκεῖνο τῆς Παλιᾶς Πωγωνιανῆς, καί νά σύρουν στό μέρος τους τούς ἐκεῖ χαύνους Ἀρβανῖτες». Τήν 12.2.1823 ὁ Ψαλίδας ἔγραψε στόν Ἀλ. Μαυροκορδάτο: Στήν Ἤπειρο δέν ὑπάρχουν τουρκικά στρατόπεδα, στήν Ἀρβανιτιά ἔμειναν λίγοι ὁπλοφόροι, πολλοί ἀποδεκατίσθηκαν, ἄλλοι βρίσκονται στήν Ἑλλάδα, θά βρῆτε χρήματα πού δέν ὑπάρχουν σέ ὅλη τήν Ρούμελη, καθώς καί ζωοτροφές, νά στείλετε στήν Ἤπειρο στρατό πού νά ἐνεργήσει καί «διά τήν ταπείνωσιν μερικῶν καπιταναρέων καί προεστώτων ὑπεροπτικῶν ὡς τουρκολατρῶν».
Ὅμως τά γεγονότα ἔλαβαν διαφορετική τροπή καί δέν τελεσφόρησαν οἱ προσπάθειες τῶν Σουλιωτῶν νά παραμείνουν στό Σούλι (πού τό εἶχαν ἐπανακτήσει τόν Δεκέμβριο τοῦ 1820), οὔτε οἱ ἐξεγέρσεις πού ὑποκινήθηκαν ἀπό ὁπλαρχηγούς στά Τζουμέρκα, στό Ραδοβίζι καί στήν Πρέβεζα (1821 Μάιος), στήν Πλάκα καί στήν Πάργα (Ἰούλιος) στό Πέτα καί στήν Ἄρτα (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος) καί ἔπειτα πάλι στό Πέτα (1822) καί στό Ραδοβίζι (1824). Κυριότερες αἰτίες τῶν δυσμενῶν ἐξελίξεων ὑπῆρξαν οἱ ἐξῆς, α) Τά πολυπληθῆ σουλτανικά στρατεύματα πού στρατοπέδευσαν στά Γιάννενα κατά τήν πολιορκία τοῦ Ἀλῆ καί ἐκεῖνα πού διέρχονταν συχνά ἀπό τήν Ἤπειρο, προερχόμενα ἀπό τήν Ἀλβανία καί τήν Δ. Μακεδονία, γιά νά μεταβοῦν στήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα, ἦσαν πολύ ἰσχυρότερα. β) Οἱ ἐξεγέρσεις δέν ἦσαν συντονισμένες καί οἱ ἀρχηγοί τους συχνά διαφωνοῦσαν μεταξύ τους. γ) Στά ἀρματολίκια τοποθετήθηκαν δερβεντζῆδες, κυρίως Ἀλβανοί, οἱ δέ Ἕλληνες καπετάνιοι «προσκύνησαν» ἤ ἔγιναν κλέφτες καί συχνά ἀλληλομάχονταν. δ) Ὁ Μαυροκορδάτος ἔσφαλε ὡς πολεμικός ἀρχηγός καί ὑπονόμευσε τήν συμμαχία Ἑλλήνων καί Ἀλβανῶν ὁπλαρχηγῶν, ὑποπτευόμενος ὅτι ἀποσκοποῦσε στήν σύσταση ἑλληνοαλβανικοῦ κράτους.
Στό Ζαγόρι, στό Πωγώνι καί στήν Δ. Μακεδονία. Στίς περιοχές αὐτές δέν ἔγιναν ἐξεγέρσεις ὀργανωμένες καί ἐπιτυχεῖς, ἕνεκα τῶν ἑξῆς λόγων νομίζω. Βρίσκονταν γεωγραφικά ἀφ’ ἑνός μακριά ἀπό τήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα καί ἀφ’ ετέρου κοντά στά Μπιτόλια (ἕδρα τοῦ σερασκέρη τῆς Ρούμελης) καί στους τόπους ἐκκίνησης τῶν σουλτανικῶν στρατευμάτων. Συχνά διέρχονταν ἀπό αὐτές σουλτανικά στρατεύματα, ἀλλά καί ὁμάδες ὁπλοφόρων Ἀλβανῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πολεμήσει στήν Ἑλλάδα, ἐπέστρεφαν στίς πατρίδες τους καί ἀπαιτοῦσαν νά λάβουν ἀπό τούς κατοίκους τούς μισθούς πού δέν τούς κατέβαλαν οἱ πασάδες πού τούς εἶχαν στρατολογήσει. Τό 1825 ἐπανεμφανίσθηκε ἡ ληστεία πού εἶχε σχεδόν ἐκλείψει ἐπί Ἀλῆ πασᾶ, γι’ αὐτό πολλά χωριά προσέλαβαν Ἀλβανούς ὡς ἔμμισθους προστάτες τους ἔναντι ὑψηλῆς ἀμοιβῆς πού ἐπιβάρυνε σημαντικά τούς κατοίκους, ὅπως τούς ἐπιβάρυναν καί οἱ πρόσθετοι φόροι πού ἐπιβλήθηκαν λόγω τῶν πολεμικῶν δαπανῶν τοῦ κράτους. Ἐπίσης ἐπιβλήθηκαν ἀγγαρεῖες (ἐξαγοράσιμες) γιά τήν μεταφορά πολεμοφοδίων στήν κεντρική Ἑλλάδα ἤ τήν ἐκτέλεση τεχνικῶν ἐργασιῶν ἐκεῖ, συχνά δέ οἱ κάτοικοι ὑποχρεώνονταν νά παρέχουν καταλύματα καί τροφή στόν στρατό, στούς φοροεισπράκτορες καί στούς ληστές, οἱ ὁποῖοι ἐπί πλέον ἀπήγαγαν ὁμήρους καί ἀπαιτοῦσαν λύτρα γιά τήν ἀπελευθέρωσή τους. Ὅποιοι ἀδυνατοῦσαν νά δώσουν τά προαναφερθέντα πωλοῦσαν τά ὑπάρχοντά τους, δανείζονταν ἀπό τοκογλύφους, κρύβονταν στήν ὕπαιθρο ἤ μετοικοῦσαν. Ὁ Κιουταχής προσπάθησε νά περιορίσει τά δεινά αὐτά, ἀλλά μέ λίγες μόνον ἐπιτυχίες. Ἐπιπρόσθετα, στίς ἐν λόγω περιοχές τό 1823 ἐνέσκηψε ἐπιδημία πανούκλας.
Ὑπό τίς ὡς ἄνω συνθῆκες, οἱ λίγες προσπάθειες ἐξέγερσης ματαιώθηκαν ἤ ἀπέτυχαν. Οἱ Ζαγορίσιοι, περί τίς ἀρχές τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 1821, πολέμησαν τούς καταφυγόντες στόν τόπο τους Ἀληπασαδικούς γιά νά μήν θεωρηθοῦν ὡς συνεργάτες τους καί ζήτησαν ἀπό τόν Πασόμπεη νά ἐγκαταστήσει φρουρά στό Ζαγόρι. Στήν Δ. Μακεδονία, ὁ ὁπλαρχηγός Γιαννούλας Ζιάκας ἑτοίμασε ἐξεγέρσεις, ἀλλά προδόθηκε ἀπό προεστούς καί ἀκολούθως συνεργάσθηκε μέ τόν Χουρσίτ. Τό 1821 ἔγιναν σχετικές ζυμώσεις στήν Σιάτιστα, στήν Καστοριά, στήν Νάουσα κ.ἀ. (ὄχι στήν Βέροια ὅπου οἱ περισσότεροι κάτοικοι ἦσαν μουσουλμάνοι), ἀλλά, μετά τήν ἀποτυχημένη ἐξέγερση τῆς Νάουσας καί τήν καταστροφή της (13.4.1822), τρομοκρατήθηκαν ἀπό τούς Τούρκους καί ἀδράνησαν ἡ Κοζάνη, ἡ Σιάτιστα καί ὁ Ζιάκας (πού καταδιώχθηκε μέχρι τήν Σαμαρίνα). Τό 1828, ἐν ὄψει τῆς χάραξης τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων, ὁ Καποδίστριας παρότρυνε τούς ὁπλαρχηγούς νά ἀποκαταστήσουν τίς σχέσεις τους μέ τούς Τούρκους. Κατά τά ἔτη 1821-29, πολλοί ἄνδρες τῶν ἐν λόγω περιοχῶν προσῆλθαν καί ἀγωνίσθηκαν στήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα.