Σκέψεις για τον Κανονισμό διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας

on .

 Στο ΦΕΚ 121 τεύχος Α’ της 22 Ιουνίου 2020 δημοσιεύθηκε ο υπ’ αριθ. 318 κανονισμός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με αντικείμενο την ρύθμιση των εκμισθώσεων εκποιήσεων και εν γένει διαχειρίσεως της περιουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Διάβασα το κείμενο και έχω την γνώμη ότι, όποιος συνειδητός ορθόδοξος Χριστιανός το μελετήσει, αμέσως θα αναφύεται στη συνείδησή του το ερώτημα, εάν συνάδει με την διδασκαλία του Κυρίου μας μια τέτοια οικονομική δραστηριότητα από την Εκκλησία όπως αυτή που περιγράφεται στον κανονισμό και γενικά

ποια πρέπει να είναι η δραστηριότητα των νομικών προσώπων της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο χώρο της Οικονομίας.
Η Επιστήμη ορίζει την Οικονομία ως την κοινωνική δραστηριότητα παραγωγής και διανομής των αγαθών και υπηρεσιών, που είναι αναγκαία για την βιωσυντήρηση των ανθρώπων μιας κοινωνίας στο πλαίσιο σχέσεων νομικά δομημένων. Επομένως η δραστηριότητα αυτή εξαρτάται και διενεργείται σύμφωνα με ανθρώπινες αποφάσεις και όχι σύμφωνα με κάποιους φυσικούς νόμους.
H Εκκλησία παράλληλα συνιστά στα μέλη της, συγκεκριμένο τρόπο ζωής, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, που αναφέρεται στις σχέσεις με τον Θεό, τον «πλησίον», και τον εαυτό τους. Ο συγκεκριμένος αυτός τρόπος ζωής, είναι ουσιώδης και καθοριστικής σημασίας, γιατί, εάν μερικώς παραμεληθεί, έχει ως συνέπεια να καταργείται η ιδιότητα του «ζωντανού» μέλους της Εκκλησίας.
Πριν διαβάσουμε και δούμε πως προτείνεται με τον κανονισμό να λειτουργούν στον χώρο της Οικονομίας τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας στην εποχή μας και πριν αξιολογήσουμε τη δράση αυτή, με βάση όσα εντέλλεται ο Χριστός, ας δούμε πως ιδρύθηκε και πως λειτούργησε η πρώτη Εκκλησία του Χριστού στα Ιεροσόλυμα στον τομέα αυτό της ανθρώπινης δραστηριότητας, ως πρώτη συλλογική οντότητα, με την καθοδήγηση της αυθεντίας των Αποστόλων, γιατί αυτή είναι το πρότυπό μας, η «ουτοπία» μας κατά την άποψη των επικρατούντων στην εποχή μας «ορθολογιστών».
Οδηγός μας σε αυτήν την προσέγγιση το βιβλίο «ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ» . Η πρώτη Εκκλησία στα Ιεροσόλυμα 5.000 πιστών ιδρύθηκε με δημόσιες ομιλίες του Αποστόλου Πέτρου και των άλλων Αποστόλων μαθητών του Χριστού. Επέτυχαν, ορθοτομώντας τον λόγο του Κυρίου, οι Απόστολοι, οι πρώτοι αυτοί Χριστιανοί με «πολλή χαρά» να βαπτιστούν και να γίνουν μέλη της Εκκλησίας. Στη συνέχεια, πήραν τον λόγο του Ευαγγελίου στα χέρια τους και τον κάνανε πράξη της ζωής τους. Οργάνωσαν την νέα τους ζωή στην Εκκλησία, με νέες κοινωνικές σχέσεις εισάγοντας την κοινοκτημοσύνη ως θεσμό. Τότε το «κατεστημένο» διαβλέποντας ότι απειλούνταν οι δικοί τους θεσμοί, από το μήνυμα του Ευαγγελίου και τους νέους θεσμούς, που υλοποιούσαν με τις πράξεις τους οι Χριστιανοί, άρχισαν να λαμβάνουν μέτρα καταστολής (συλλήψεις, φυλακίσεις, ανακρίσεις των Αποστόλων) όμως τίποτε δεν πετύχαιναν αντίθετα η Εκκλησία των Ιεροσολύμων μεγάλωνε και δυνάμωνε. «Όλο το πλήθος των πιστών είχανε μια ψυχή και μια καρδιά και κανένας δεν έλεγε πως κάτι από τα υπάρχοντά του είναι ατομική του ιδιοκτησία, αλλά τα είχανε όλα μαζί κοινά. Με μεγάλη δύναμη οι Απόστολοι κηρύττανε την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και σε όλους ήταν απλωμένη πλούσια η χάρη του Θεού. Κανένας φτωχός δεν υπήρχε ανάμεσά τους». ‘Και δίνανε στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Με την ευλογία του Θεού το πλήθος των πιστών αυξανόταν. Όταν παρουσιάστηκαν κάποια παράπονα, ότι παραμελούνται στην καθημερινή διανομή οι χήρες των Ελληνιστών, καλέσανε οι δώδεκα Απόστολοι σε γενική συνέλευση τους πιστούς και τους είπανε: «Δεν είναι σωστό εμείς ν΄ αφήσουμε τον λόγο του Θεού και να υπηρετούμε σε τραπέζια. Γι’ αυτό αδελφοί κυττάχτε να βρείτε από ανάμεσά σας εφτά άτομα, με καλό όνομα, με πνεύμα Άγιο και σοφία, στους οποίους εμείς θ΄ αναθέσουμε το έργο αυτό. Κι΄ εμείς θα αφοσιωθούμε στην προσευχή και στην “διακονία του λόγου”. Η πρόταση έγινε με χαρά δεκτή από το πλήθος κι εξέλεξαν τον Στέφανο. κλπ....». Έτσι έγινε η πρώτη διάκριση των διακονημάτων στη "διακονία του λόγου" και στην "διακονία των τραπεζών".
Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε τα εξής ως προς την λειτουργία της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας, (πρώτης συλλογικής οντότητας) στον χώρο της Οικονομίας. Η δραστηριότητά της εξελίσσεται στο τμήμα της διανομής των αγαθών και υπηρεσιών με αυτονομημένους δικούς τους νέους θεσμούς και δεν εκτείνεται στον τομέα της παραγωγής των. Αυτό σημαίνει ότι, στον τομέα της παραγωγής των αγαθών, κάθε μέλος λειτουργούσε ατομικά, στα πλαίσια των θεσμών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δηλαδή είχε επικεντρώσει την δραστηριότητά της η Εκκλησία, ως συλλογική κοινωνική οντότητα, μόνο στο τμήμα της διανομής του συνόλου των προσφερομένων από τα μέλη της αγαθών, που αυτά τα ίδια είχαν παράξει. Στόχος της ήταν, να επιτύχει δια της διανομής των, σύμφωνα με τις ανάγκες των μελών της, την υλοποίηση της εντολής του Κυρίου, «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Επιτύγχανε έτσι λειτουργώντας, δια της διανομής των αγαθών, η Εκκλησία, την «αδελφοποίηση» των πιστών μελών της.
Όταν άρχισαν οι διωγμοί εναντίον της πρώτης Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, τότε υλοποιήθηκε η ενδοεκκλησιαστική αλληλεγγύη με συνεισφορές «λογίες» μεγάλης κλίμακας, που διοργάνωσε ο Απόστολος Παύλος από τις Ελλαδικές κυρίως Εκκλησίες. Συνιστούσε τότε σε κάθε πιστό, κάθε πρώτη ημέρα της Εβδομάδος, ο καθένας τους να βάζει κάτι στην άκρη, ανάλογα με το εισόδημά του που θα αποστέλλονταν στους διωκόμενους Χριστιανούς (Προς Κορινθίους Α΄ επιστολή κεφ. 16, 1-4)
Σε αυτό το πνεύμα λειτούργησαν τους τρεις πρώτους αιώνες οι πρώτοι Χριστιανοί και όταν είχε καθιερωθεί ο θεσμός των Επισκόπων. Οι πόροι των τοπικών Εκκλησιών προέρχονταν από εκούσιες εισφορές των πιστών των και μεταξύ των Εκκλησιών υπήρχε αλληλοβοήθεια για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες των πτωχών μελών των.
Συμπέρασμα: Η συλλογική δραστηριότητα των πρωτοϊδρυομένων Εκκλησιών στο χώρο της Οικονομίας περιορίζονταν μόνο στον τομέα της «διανομής των αγαθών και υπηρεσιών» και όχι και στον τομέα της παραγωγής των (Πράξεις των Αποστόλων Κεφ. ΙΑ 28-30, ΛΗ΄ Αποστολικός Κανόνας).
Το έργο αυτό (στον ίδιο τομέα της Οικονομίας), της παροχής βοήθειας με αγαθά και υπηρεσίες που προσφέρουν οι πιστοί, προς όσους βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης, το συνέχισε διαχρονικά η Εκκλησία μέχρι σήμερα.
Τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας όμως σήμερα λειτουργούν σε ολόκληρο το φάσμα της Οικονομίας και της παραγωγής και της διανομής των αγαθών και υπηρεσιών. Το βλέπουμε στον ανωτέρω κανονισμό.
Σ΄ αυτόν βλέπουμε ότι οι περισσότερες ενέργειες των συλλογικών οργάνων της Εκκλησίας στο χώρο παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών της Οικονομίας είναι «δέσμιες εκ του νόμου», δηλαδή προκαθορισμένες από διατάξεις νόμων θεσπισθέντων μάλιστα στα πλαίσια της φιλοσοφίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με ελάχιστα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας ενεργείας εναρμονισμένης με το πνεύμα και το μήνυμα του Ευαγγελίου.
ΕΡΩΤΗΜΑ: Οι πράξεις αυτές συνιστούν ορθοπραξία που απαιτούν οι ηθικές και κοσμοθεωρητικές Χριστιανικές αρχές; Εναρμονίζονται με όσα μας δίδαξε ο Κύριός μας δια του Ευαγγελίου Του;
Όχι βέβαια αφού το καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα απέναντι στις Χριστιανικές αλήθειες της πίστης στον Θεό, Δημιουργό και Κύριο του κόσμου και Πατέρα όλων των ανθρώπων, τους οποίους δημιούργησε «κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν» Του, της πίστης στον διμέτωπο αγώνα που οφείλει ο άνθρωπος ενάντια στο ηθικό κακό (εσωτερικό μέσα του και εξωτερικό στην κοινωνία), την πίστη στην αδελφοσύνη και την αλληλοβοήθεια των ανθρώπων, την αυτάρκεια, αντιτάσσει τα ψεύτικα δόγματα της Φυσιοκρατίας «την αυθυπαρξία της Φύσης», τον «οικονομικό άνθρωπο», τον ατομισμό και την επιδίωξη του ατομικού οικονομικού συμφέροντος, τον χωρίς ηθικούς περιορισμούς ανταγωνισμό ως δημιουργό της προόδου, τον καταναλωτισμό και τον πλουτισμό.
Βέβαια η Εκκλησία υπηρετεί το αιώνιο μήνυμα του Ευαγγελίου, μήνυμα σωτηρίας και το οποίο ωστόσο υλοποιείται υποχρεωτικά βάσει των σημερινών κοινωνικοπολιτικών και νομικών πλαισίων που ανωτέρω περιγράφω, ενώ παράλληλα απαιτεί τη χρήση υλικών μέσων και ανθρώπινου δυναμικού.
Αυτόματα αναδύονται τα ερωτήματα :- Κάτω από αυτές τις κοινωνικοπολιτικές και νομικές συνθήκες, είναι Χριστιανικά επιτρεπτό τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας να μετέχουν στο σκέλος της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών της οικονομίας;
- Επιτρέπεται να έχουν πόρους από μερίσματα και τόκους Εταιριών και Τραπεζών;
- Επιτρέπεται να έχουν εισοδήματα από μισθώσεις που έγιναν ύστερα από πλειοδοτικούς διαγωνισμούς;
- Επιτρέπεται αυτά να συμμετέχουν σε παραγωγικές διαδικασίες που αναπόφευκτα οδηγούν σε κλοπή της υπεραξίας της εργασίας συνανθρώπων μας;
Την απάντηση πρέπει να την αναζητήσουμε στα βιβλία της Αγίας Γραφής και στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, που περιέχουν τις αιώνιες αλήθειες του Ευαγγελίου.
Η ΠΡΩΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ: Ο Θεός ως ο Δημιουργός του Κόσμου είναι και ο πραγματικός κύριός του. Οι άνθρωποι είμαστε απλώς πρόσκαιροι χρήστες των πραγμάτων του φυσικού κόσμου νομείς των και βεβαίως όχι όπως την εννοεί το άρθρο 974 του Αστικού μας Κώδικα με την αντίληψη ότι είμαστε κύριοι αυτών.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ: συνέπεια της πρώτης: Η νομική έννοια της κυριότητας, που έχει τις ρίζες της στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, ως φυσικό δικαίωμα του ατόμου, ιερό, απαραβίαστο, αποκλειστικό, απόλυτο αφού δεν τερματίζεται ούτε με τον θάνατο, αλλά μεταβιβάζεται κληρονομικά και που στηρίχθηκε θεωρητικά από τους αστούς θεωρητικούς του 18ου αιώνα και είναι θεσμοθετημένη με τις διατάξεις των άρθρων 999 και επόμενων του Αστικού μας Κώδικα, όπως εκεί προσδιορίζεται είναι ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΗ, αφού η αληθινή της έννοια συνίσταται στο γεγονός ότι μόνος Κύριος των πάντων είναι ο Θεός.
Με βάση τις ανωτέρω αλήθειες, είναι αδιανόητο τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας να δηλώνουν σε επίσημα δημόσια κείμενα, όπως τα συμβολαιογραφικά έγγραφα, ότι έχουν κυριότητα σε ακίνητα πράγματα (κτήματα, διαμερίσματα κλπ) γιατί αυτό αντιστρατεύεται στην Χριστιανική Πίστη.
ΤΡΙΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ: Τα μερίσματα που δίδουν οι Τράπεζες στους μετόχους των προέρχονται από τους τόκους των δανείων που χορηγούν στους δανειολήπτες των. Εδώ να σημειώσουμε ότι το ποσό των χορηγουμένων δανείων έναντι των κεφαλαίων που διαθέτουν οι Τράπεζες σύμφωνα με τους κανόνες με τους οποίους λειτουργούν και τους οποίους θέτει η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών της Βασιλείας, είναι πολλαπλάσια και επομένως η απόδοση (δηλαδή οι τόκοι) των κεφαλαίων των Τραπεζών είναι ληστρική. Η Αγία Γραφή και η Ιερή Παράδοση απαγορεύουν την είσπραξη τόκων. (Λουκάς κεφ. 6 34&36), Κανόνες ΙΖ΄ της Α και Ι΄ της ΣΤ Οικουμενικών Συνόδων, ομιλίες "Κατά τοκιζόντων" του Αγίου Γρηγορίου Νήσσης και "Προς τους πλουτούντας" του Μεγάλου Βασιλείου. Με βάση αυτήν την αλήθεια είναι Χριστιανικά ανεπίτρεπτο νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας να είναι μέτοχοι Τραπεζών.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ: Η εργασία αποτελεί εντολή του Θεού. «Με τον ιδρώτα του προσώπου του ο άνθρωπος να αποκτά το ψωμί του». Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να εργάζεται επιδιώκοντας την αυτάρκεια, χωρίς την αγωνιώδη μέριμνα για το αύριο εμπιστευόμενος για το αύριο στην Θεία Πρόνοια και οπωσδήποτε μακριά από την τυραννική δίψα του πλουτισμού. Ο μέγας Βασίλειος τον πλουτισμό τον χαρακτηρίζει «νόσον». Η οικονομική επιστήμη έχει αποδείξει ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων δημιουργούνται από την κλοπή της υπεραξίας που δημιουργείται από την εργασία όλων όσοι εργάζονται σ΄ αυτές. Πράγματι έτσι είναι γιατί τα μέσα παραγωγής (έδαφος και κεφάλαιο) από μόνα τους χωρίς την εργασία δεν παράγουν οικονομικά αγαθά, μένουν αδρανή. Αυτό αποδεικνύεται και διαχρονικά. Αυξάνεται ο όγκος παραγωγής αγαθών όταν μειώνεται η ανεργία, όταν τα μέσα παραγωγής είναι σταθερά.
Με βάση και αυτήν την αλήθεια είναι Χριστιανικά ανεπίτρεπτο τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας να έχουν έσοδα από τη συμμετοχή τους ως μετόχων σε επιχειρήσεις.
Μετά από όλα τα παραπάνω τι πρέπει να κάνει η Εκκλησία; Πώς θα συνεχίσει να υλοποιεί το φιλανθρωπικό έργο της; Υπάρχει άλλος τρόπος για να έχει τα αναγκαία οικονομικά μέσα για να το συνεχίσει;
ΝΑΙ, αρκεί να γίνει αλλαγή στη στρατηγική της δράσης της 180 μοιρών! Στρατηγικός στόχος ο περιορισμός της δράσης της στην οικονομική δραστηριότητα μόνο στον τομέα της «διανομής των αγαθών και υπηρεσιών» και όχι και στον τομέα της παραγωγής των (Πράξεις των Αποστόλων Κεφ. ΙΑ 28-30, ΛΗ΄ Αποστολικός Κανόνας) και συμμετοχή των πιστών στην προσφορά των αναγκαίων πόρων προς την Εκκλησία. Εάν υπάρξει η «διακονία του λόγου» που να ορθοτομεί τον λόγο του Κυρίου, από εκείνους που την οφείλουν ως διακόνημα και κατ΄ εξοχήν από τους Επισκόπους μας, τότε η Θεία Χάρη του Κυρίου μας θα κάνει αυτό που «ρεαλιστικά» φαίνεται αδύνατο.
Και οι Χριστιανοί των τριών πρώτων αιώνων άνθρωποι ήταν,το είχαν πετύχει όμως. Το υπόδειγμα λοιπόν το έχουμε. Είναι η δράση της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και των Εκκλησιών των πρώτων αιώνων, την οποία περιέγραψα στην αρχή. Προς τα εκεί πρέπει να προσανατολιστούμε και πρωτίστως η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Κατά την γνώμη μου για να γίνει αυτό εφικτό, πρέπει να γίνει με διαδοχικά προσανατολισμένα προς τον σκοπό αυτό βήματα, τα άλλα ας τα εμπιστευθούμε στην Θεία Πρόνοια, η οποία θα μας φωτίσει να τα ανιχνεύσουμε και να τα προσδιορίσουμε στον κατάλληλο χρόνο:

*Ο Νικήτας Αποστόλου είναι πτυχιούχος Π.Α.Σ.Π.Ε.- Συνταξιούχος Δημοσίου - πρώην Τμηματάρχης Υπουργείου Γεωργίας