Ψυχολογική προσέγγιση της πωγωνίσιας μουσικής

on .

Μέσα στην πολιτισμική μας παράδοση ανήκει και η δημοτική μας μουσική. Τα δημοτικά τραγούδια μαζί με τη μουσική τους επένδυση είναι κατηγοριοποιημένα, ανάλογα με τον χώρο της δημιουργίας τους. Έτσι έχουμε τραγούδια ηπειρωτικά, μακεδονικά, θρακιώτικα, θεσσαλικά, ρουμελιώτικα, μοραϊτικα, ξηρομερίτικα, νησιώτικα και άλλα. Στεργιανά δηλαδή και νησιώτικα. Με όλα αυτά χορεύουν και διασκεδάζουν όλοι οι έλληνες, όπου και να βρίσκονται είτε στον τόπο τους είτε έξω απ’ αυτόν. Ιδιαίτερα το το καλοκαίρι, και μάλιστα τον 15 αύγουστο, που πανηγυρίζει σύμπασα η Ελλάδα γιατί:
«γιορτάζει η παναγιά,
γιορτάζει κι η Πατρίδα»
Τότε γεμίζουν και πάλι τα ερημωμένα χωριά μας, και μάλιστα του Πωγωνίου, αφού τα ξενιτεμένα παιδιά τους γυρίζουν για λίγο ως προσκυνητές στον γενέθλιο τόπο τους. Ζουν για λίγες ώρες ή μέρες το παραδοσιακό τους παρελθόν, ιδιαίτερα με το παραδοσιακό θρησκευτικό και ελληνικό πανηγύρι του χωριού τους. Σμίγουν μετά από χρόνια, με τους συγγενείς, τους φίλους, τους συμμαθητές και γενικά τους συγχωριανούς τους. Μετά από την ‘’απόλυση της εκκλησίας’’, έξω στον αυλόγυρό της και κάτω από τα κυπαρίσσια, αλληλοασπάζονται, θυμούνται, κλαίνε από χαρά και από συγκίνηση, αλληλοκερνιούνται στο παραδοσιακό κεφενεδάκι του χωριού (αν υπάρχει, γιατί η πολιτεία με τα «διπλότυπα» της Εφορίας και την επιβολή χρήσης ταμειακών μηχανών κ.λ.π ανέκοψε την λειτουργία τους) συντρώγουν στο κοινό τραπέζι και κατόπιν η χαρά τους ολοκληρώνεται με τον χορό, αφού προηγηθεί το καθιερωμένο μοιργιολόϊ (μοιρολόϊ). Αυτό αποτελεί για τους πωγωνίσιους ένα είδος «μνημοσύνου», που μας φέρνει σε επικοινωνία με τους αγαπημένους μας συγγενείς, χωριανούς και φίλους, οινοποιοί βρίσκονται στην αιωνιότητα. Ύστερα το διαδέχεται το «βαρύ παγωνίσιο», το λυρικό και «πεθαμένο»’.
Η παραδοσιακή μουσική του κάθε τόπου της πατρίδας μας, σε γρήγορους ή αργούς ρυθμούς, που την ενσαρκώνουν οι χορευτές με τις ανάλογες κινήσεις των ποδιών, έχει την δική της ψυχολογική της ερμηνεία. Έτσι, για παράδειγμα, οι νησιώτες έχουν τα γρήγορα και πεταχτά βήματα τους στο χορό, ακούγοντας το δικό τους τοπικό τραγούδι, γιατί αισθάνονται περικυκλωμένοι και ασφυκτιούν από την θάλασσα και θέλουν να «πετάξουν», να σπάσουν τον κλοιό της και να «λευτερωθούν» από τους υποχρεωτικούς τοπογεωγραφικούς περιορισμούς.
Αντίθετα, η ηπειρωτική μουσική και ειδικότερα η πωγωνίσια, είναι σχεδόν «βαριά» και «ασήκωτη», αργή και «πεθαμένη», λυρική. Εκφράζει τον βουνίσιο άνθρωπο, που ανεβαίνει αργά - αργά τα «κατσάβραχα», τα βουνά και τις ακρόραχες, τον δύσβατο και ανηφορικό δρόμο των ανώμαλων εδαφών μας, τις δυσκολίες της αγροτοκτηνοτροφικής ζωής, επί το συμβολικότερο.
Εξωτερικεύεται, με την ιδιότυπη και «ανάδελφη» αυτή μουσική, ο ψυχικός κόσμος του πωγωνίσιου χορευτή η και του απλώς ωτακουστή, που ζεί στα βουνά και στα λαγκάδια, και νιώθει ψυχικά πως ανεβαίνει σιγά-σιγά και με αργοβήματα, για να φτάσει στην κορφή. Ιδιαίτερα οι πωγωνίσιοι κτηνοτρόφοι που έχουν εμπειρίες από το αργό και κοπιαστικό ανέβασμα των γυδοπροβάτων στις ράχες και στις βουνοκορφές. Κατά τον ίδιο τρόπο, νοερά και συναισθηματικά. Ο πωγωνίσιος αισθάνεται και βιώνει αυτό το «βαρύ» πωγωνίσιο παίξιμο των λαϊκών οργανοπαιχτών.
Επιπροσθέτως, άλλοι παράγοντες που συνηγορούν σ’ αυτή τη μοναδική και ξεχωριστή πωγωνίσια μουσική έκφραση, είτε σε «βαρύ» και ‘«πεθαμένο» ρυθμό/ σκοπό είτε σε μοιρολογίστικο, είναι: ιστορικά γεγονότα και ηρωϊκοί αγώνες των προγόνων μας, η πολύχρονη, πικρή και μαύρη ξενιτιά, ο θάνατος και η θύμηση της ζωής των δικών μας προσώπων που ήδη βρίσκονται στην αιωνιότητα, οι άσχημες και δύσκολες συνθήκες ζωής και επιβίωσης αλλοτινών εποχών, κ.α.
Όλα αυτά συνιστούν, για τον πωγωνίσιο άνθρωπο, μια συγχορδία και μεταβάλλονται σε ερεθίσματα, που θίγουν τα μύχια και τις πιο λεπτές χορδές της ψυχής του, με αποτέλεσμα να εκδηλώνεται κατ’ αυτόν τον συγκινησιακό, «μελαγχολικό» και αργόρυθμο μουσικό τρόπο και όχι τον πηδηχτό και γρήγορο. Κάποια παραδείγματα πωγωνίσιων τραγουδιών, που αναφέρουμε αμέσως παρακάτω, βεβαιώνουν του λόγου το αληθές.
Το περιεχόμενο του τραγουδιού της «Δ(ε)ροπολίτισσας» δεν είναι δυνατό να αποδοθεί με χαρούμενο, γρήγορο και πηδηχτό βηματισμό, αφού, μετά το άκουσμα του, δημιουργούνται μέσα στην ψυχή μας συναισθήματα μελαγχολικά, από τα δεινά που πέρασαν οι Δ(ε)ροπολίτες-ισσες στα χρόνια της μακρόχρονης δουλείας (τουρκοκρατίας).
Το τραγούδι-ύμνος των ξενιτεμένων «ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο, / η ξενιτιά σε χαίρεται και’ γω ‘χω τον καϋμό σου…», σου «ραγίζει» την καρδιά, κλαίει η ψυχή σου και δακρύζουν τα μάτια σου, όσο και αν θέλεις να κρατηθείς. Θύμησες πολλές σε πληγώνουν: ξεχωρισμός, κλείσιμο του πατρικού σπιτιού, ξένος μεταξύ ξένων στη μεγαλούπολη και τόσες άλλες… Ο μουσικός ήχος και το λυρικό περιεχόμενο του άσματος «ξενιτεμένο μου πουλί…», που σε φορτίζει συναισθηματικά και ανακαλείς στην μνήμη σου ένα ολόκληρο παρελθόν, όταν αφουγκράζεσαι τους καημούς και τον πόνο του ξενιτεμένου, δε σου επιτρέπουν να βηματίσεις γοργά στο χορό και να εκφράσεις χαρά και ενθουσιασμό. Πολύ περισσότερο, όταν τα τραγούδια αναφέρονται στο βιολογικό θάνατο (υπάρχει δε και ο πνευματικός αλλά και «’ο ζωντανός ο χωρισμός», που ισοδυναμεί με τον «θάνατο», χωρίς να έχει καμία παρηγοριά, όπως στην περίπτωση του ξενιτεμένου), τότε είναι ακόμα πιο δικαιολογημένος ο αργοβηματισμός στον χορό.
Τα τραγούδια και η μουσική γύρω από τον θάνατο έχουν αργό ρυθμό, πολύ «βαρύ» και «πεθαμένου». Δεν σου «κάνει η καρδιά» να πηδήξεις και να χαρείς, σαν ακούς το «Πλούσιοι και φτωχοί πεθαίνουν/και στο ίδιο χώμα μπαίνουν»’, ή, «Διαβάτες είστε άνθρωποι αυτού που περπατάτε…», ή, «Για’ πες μας, χάρε, να χαρείς, εσύ που ‘σαι στον άδη, / οι μερακλήδες πως περνούν στο μαύρο σου σκοτάδι». Ακόμη, σου δημιουργεί μεγάλη συστολή, αναδίπλωση και βαθιά σκέψη η λαϊκή χριστιανική μεταθανάτια θεολογία τους, που αναφέρεται στην ακράδαντη πίστη του λαού στη μετά θανάτου ζωή και πώς εδώ πάνω στη γή όλοι είμαστε «διαβάτες» και περαστικοί.
Παρατηρείται, όμως, και έχει σχεδόν καθολική ισχύ, το εξής χορευτικό φαινόμενο: Πάντοτε κλείνει ο χορός (λ.χ ο ζαγορίσιος, ο τσάμικος κ.α) στην Ήπειρο και πολύ περισσότερο στο πωγώνι, με «πωγωνίσιο». Και τότε «ανάβει το γλέντι» και ακούγονται επιφωνήματα χαράς και ενθουσιασμού: «Όπα! Ε, όπα! Ω!ω!ω!...» και ενθουσιαστικές φράσεις όπως: «Να πεθάνει ο χάρος (και να καούν τα κάρβουνα!)» «Έλα, Παναγία μου!» ή «Κατέβα, Θεέ μου, κάτω να δεις τα παιδιά σου!...» κ.α
Αυτό μας οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα: Με όλα τα άλλα τραγούδια (τσάμικα, ζαγορίσια, τσουμερκιώτικα κτλπ) χορεύεις και διασκεδάζεις, με τα «πωγωνίσια» γλεντάς! Μεταφέρεσαι σε άλλους κόσμους ουράνιους και πλησιάζεις το θείο!
Δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι καλύψαμε το θέμα πλήρως. Απλώς και αδρομερώς προσεγγίσαμε ψυχολογικά την πωγωνίσια μουσική και έκφραση. Σε άλλους ειδήμονες περί των δημοτικής μουσικής και τα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια παραδίνουμε την σκυτάλη, για να μας παρουσιάσουν και τις άλλες πτυχές και διαστάσεις (ιστορική, κοινωνική, πολιτισμική κ.α).
Ως επιστέγασμα αυτού του άρθρου μας θα χρησιμοποιήσω τους θαυμάσιους και εύστοχους, για το θέμα μας ποιητικούς στίχους, που έγραψε το 1988 η Ελ. Αντωνιάδου- Βλάχου, και περιλαμβάνεται στη συλλογή ‘’ «Τα ποιήματα μου». Αναφέρονται στο παραδοσιακό κλαρίνο, που «σηκώνει πεθαμένους», και έχει βαθύτατη επίδραση στον ψυχικό κόσμο του πωγωνίσιου ανθρώπου και του δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα. Το καταχωρούμε το ποίημα αυτούσιο για την τεράστια σημασία και αξία του που έχει για κάθε πωγωνίσια ψυχή:
«Άκουσες, γιόκα μ’, άκουσες κλαρίνο να λαλάει, δεν νομίζω μάνα να θρηνεί πλειότερο και να μοιρολογάει.
Σκίζει βουνά, σκίζει καρδιές, κάνει τα μάτια να δακρύζουν, το βλέμμα μένει στ’ άπειρο και τι δεν σου θυμίζουν.
Στα ξένα αν λάχει, γιέ μου, και βρεθείς, κλαρίνο μην ακούσεις, θε να σου πετάξει η ψυχή, θέλει βρεθεί στα γονικά της, γιατί και αυτή σαν τον πατέρα σου πονά τα μερτικά της.
Το πόνο σου θρηνεί, δεν λέω, και τον πόνο σου απαλαίνει, μα και το σαράκι στην ψυχή, ακούγοντας κλαρίνο, ξέρει να σωπαίνει.
Φοβάμαι, γιέ μ’, για σένανε μην μου κακοαρρωστήσεις και’ κει για πού βρίσκεσαι μην δεν το ταγιαντήσεις».

* * *
Το ποίημα αυτό τα λαλεί όλα, όσα έχουν σχέση με το θέμα μας, γι’ αυτό περιττεύει κάθε σχόλιο.
ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΛΟΥΚΑΣ