48 χρόνια από το θάνατο του Οικ. Πατριάρχη Αθηναγόρα…

on .

 Στις 7 Ιουλίου του 1972, 48 χρόνια πριν, μια χαρισματική θρησκευτική προσωπικότητα, έφευγε από τη ζωή.
Πρόκειται για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα (Σπύρου), που γεννήθηκε το μακρινό 1886 σ' ένα μικρό χωριό του Πωγωνίου, το Βασιλικό, και έμελλε να φθάσει μέχρι το θρόνο της Κων/πολης. Καθώς ο χρόνος τρέχει πολύ γρήγορα, τα χρόνια κυλούν σαν το νερό, όπως λέει ο λαός µας, η μορφή του αλησμόνητου Αθηναγόρα δεν έχει ξεθωριάσει.
Μέσα από τις μαρτυρίες συγχρόνων του και βιογράφων του προβάλλει μπροστά μας πάντα καταδεκτικός, πάντα αυθόρμητος, πάντα απλός, πάντα φιλοσοφημένος, πάντα ανοιχτόκαρδος, πάντα προοδευτικός και ταυτόχρονα παραδοσιακός, γιατί με στηρίγματα της παράδοσης, θεμελίωνε προοδευτικές ιδέες και πράξεις.
Και όσοι τον αναγνωρίζουν ως σπουδαία εκκλησιαστική φυσιογνωμία, και όσοι τον πολέμησαν, γιατί δεν ήθελε την Ορθοδοξία απομονωμένη, αλλά ανοιχτή σε συνεργασία και διάλογο με τα άλλα θρησκεύματα, χωρίς, βέβαια, να υπάρξει η παραμικρή παραχώρηση στις αρχές της και στις παραδόσεις της, συμφωνούν σ' ένα πράγμα: Ότι διέθετε τόλμη και όραμα.
Γυρίζοντας πέντε δεκαετίες πίσω, σήμερα φαίνεται αναγκαίο το άνοιγμα, που επιχείρησε ο Αθηναγόρας, της Ορθοδοξίας σ' όλο τον κόσμο, θέλοντας ακριβώς να φανερώσει την παγκοσμιότητά της και να αποφύγει την περιχαράκωσή της.
Είναι αυτή η παγκοσμιότητα της Ορθοδοξίας, που σε περιόδους μεγάλης έντασης (τα χρόνια της Πατριαρχίας του σημαδεύτηκαν από την αντιπαλότητα Δύσης και Ανατολής και τον "Ψυχρό Πόλεμο"), θεωρούσε ο αείμνηστος Αθηναγόρας, ότι μπορεί να συμβάλλει στην αποκλιμάκωση των κρίσεων και στην άρση των οξύτατων φανατισμών και των βαθύτατων ρηγμάτων και των αδιαπέραστων τειχών.
Το 1922 εξελέγη Επίσκοπος Κερκύρας και Παξών, ενώ το 1930 ορίστηκε Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής, έως το 1948, που αναβιβάστηκε σε Πατριάρχη Κων/πόλεως. Στην Αμερική συμφιλίωσε τις διχασμένες ελληνικές κοινότητες, ανήγειρε νέους ναούς και σχολεία, ίδρυσε στη Βοστώνη Ελληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή, ήταν ένα εφόδιο και μια εμπειρία για να πορευτεί δημιουργικά και ως Πατριάρχης.
Δύο ήταν τα βασικότερα γεγονότα, που σημάδεψαν την παρουσία του ως Πατριάρχου, αλλά και τη ζωή του. Το πρώτο έχει να κάνει με τα τραγικά επεισόδια της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955, τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά, όταν ο τουρκικός όχλος επέδραμε κατά οικιών, εκκλησιών και καταστημάτων των Ελλήνων. Οι καταστροφές και οι λεηλασίες ανάγκασαν τον Ελληνισμό σιγά σιγά να φύγει από την Πόλη.
Παρ΄ όλα ταύτα, ο Αθηναγόρας στάθηκε δίπλα στους κατατρεγμένους και προσπάθησε, κάτω από αντίξοες συνθήκες να τους στηρίξει και να τονώσει το φρόνημά τους. Αλλά οι καιροί ήταν πολύ δύσκολοι και πολύ εχθρικοί.
Το δεύτερο σχετίζεται με τη συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ στην Ιερουσαλήμ το 1964, η οποία οδήγησε στην αμοιβαία άρση των αναθεμάτων του Σχίσματος του 1054 και άνοιξε το δρόμο για επαφές και όχι για συμβιβασμούς. Κινήθηκε με την αντίληψη ότι το θέλημα του θείου ιδρυτή της Εκκλησίας επιβάλλει να γίνουμε και να είμαστε οι Ορθόδοξοι οι σημαιοφόροι και οι πρωτοπόροι της συνδιαλλαγής και της ενότητας όλων των ανθρώπων.
Πεποίθησή του ήταν ότι οι οξείες διαιρέσεις μόνο ζημιά επιφέρουν. Και επέμενε στο δρόμο της αγάπης, όχι της ανθρώπινης, που είναι μικρή και δεν έχει διάρκεια, αλλά της θείας, που είναι τέλεια και άπειρη. Τόνιζε ότι το κυριότερο στο Ευαγγελικό μήνυμα είναι ότι η αγάπη του Θεού μας δίνεται τόσο πλούσια όχι γιατί είμαστε καλοί, αλλά παρά το γεγονός ότι δεν είμαστε καλοί. Ο Θεός μας αγαπά όπως ακριβώς είμαστε, γεμάτοι από αδυναμίες και αμαρτίες.
Αν θέλουμε κάτι να κρατήσουμε από την προσωπικότητα και τη δράση του κυρού Αθηναγόρα, οφείλουμε να απαλλαγούμε από τις αναθυμιάσεις μικροτήτων και μικροσυμφερόντων και να ανέλθουμε στο ύψος της αποστολής μας ως μελών της Εκκλησίας, την οποία έχει προσδιορίσει και καθορίσει ο Κύριος του Αμπελώνα. Και να είμαστε σε θέση να βυθίσουμε το βλέμμα μας στους ανοιχτούς ορίζοντες της πίστης, οι οποίοι διανοίγονται μπροστά μας.
Ο αείμνηστος Αθηναγόρας δεχόταν πάντοτε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία παραμένει η αληθινή "μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία", αλλά ταυτόχρονα δεν έχει κλειστές και ταμπουρωμένες τις πόρτες της, όπως δεν τις είχε και ο ιδρυτής της. Παρά τις εφόδους και τις μάχες κατά την αιωνόβια διάρκειά της, η Ορθοδοξία εξακολουθεί όχι μόνο να υπάρχει, αλλά να αντιμετωπίζει με ηρεμία και εμπιστοσύνη τόσο το παρόν όσο και το μέλλον.