Η διαμόρφωση των θεσμών στις πρώτες χριστιανικές Εκκλησίες!

on .

Οι 20 αιώνες ζωής της Εκκλησίας του Χριστού, επιβεβαιώνουν την ορθότητα της αλήθειας ή του δόγματος αν θέλετε, ότι η Εκκλησία Του θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων. «Πύλαι άδου ου κατισχύσουσι αυτής» (Ματθ. κεφ.16 :18).
Η Εκκλησία του Χριστού “γεννήθηκε” ή αν προτιμάτε “συγκροτήθηκε” την Πεντηκοστή, αφού προηγουμένως ο Κύριος πριν την Ανάληψή Του έδωσε εντολές στους Αποστόλους για την δράση των. (Πραξεις Αποστόλων Κεφ. Α, 8) και (Ματθ. 28 18-20). Την ημέρα της Πεντηκοστής με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος

οι 12 μαθητές Του, ενεπλήσθησαν με πλήθος χαρισμάτων.
Τότε, πλήρης θείας Χάριτος ο Πέτρος, έκανε δύο ομιλίες προς τους συγκεντρωθέντες στα Ιεροσόλυμα από όλα τα μέρη Εβραίους και η Εκκλησία του Χριστού απέκτησε τους πρώτους 5.000 πιστούς, οι οποίοι εβαπτίσθησαν. Η πρώτη αυτή κοινότητα πιστών αυτοχαρακτηρίστηκε “Εκκλησία” (Πραξ. Αποστόλων. Κεφ. Β 47).
Με τις ομιλίες αυτές και τις βαπτίσεις η πρώτη αυτή Εκκλησία του Χριστού, αυτοδίκαια και αυτόνομα από κάθε εξουσία κοσμική, δημιούργησε δικούς της θεσμούς. Την “διακονία του λόγου”, την “διακονία των τραπεζών”, τα μυστήρια του βαπτίσματος, της “θείας ευχαριστίας”, την “ομοθυμαδόν” λήψη αποφάσεων, την κοινή προσευχή και την κοινοκτημοσύνη. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι οι θεσμοί αυτοί υφίστανται και σήμερα εκτός από τον τον θεσμό της κοινοκτημοσύνης τον οποίο διατηρούσε η Εκκλησία για πάνω από ενάμιση αιώνα, παρά τους διωγμούς, όπως προκύπτει από την ομολογία του μάρτυρος Ιουστίνου, το 165 μ.Χ.
Η Εκκλησία αυτή των Ιεροσολύμων συνέχισε να μεγαλώνει και τότε οι Απόστολοι αντελήφθησαν ότι ήταν αναγκαίο για την διοίκησή της να δημιουργηθεί και άλλο ένα συλλογικό όργανο. Έκριναν ότι όφειλαν οι ίδιοι να κρατήσουν “την προσευχή και την διακονία του λόγου”. Για την “διακονία των τραπεζών” κάλεσαν τους πιστούς να εκλέξουν επτά από το σύνολο των πιστών, οι οποίοι να αναλάβουν να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη. Αυτοί ήσαν οι επτά διάκονοι. (Πραξ. Αποστόλων, Κεφ. ΣΤ 8-15, Ζ 1-60).
Η πρώτη σύγκρουση της πρώτης Εκκλησίας με την κρατική εξουσία ήταν άμεση, μόλις έλαβε κοινωνική υπόσταση. Ο Αρχιερέας, οι ιερείς, ο “στρατηγός του Ναού” και οι Σαδδουκαίοι, φυλάκισαν τους Αποστόλους και στους προσήγαγαν σε δίκη με την κατηγορία ότι με την “διακονία του λόγου” που έκαναν αυτόνομα, αντιστρατεύονταν την δική τους εξουσία την θεσμοθετημένη στον Μωσαϊκό νόμο. Επομένως η πράξεις των αυτές ήταν ενάντιες στην τότε “έννομη τάξη” τουέστιν επαναστατικές. Τους έγινε υπόδειξη να να σταματήσουν το έργο αυτό. Οι Απόστολοι ανακοίνωσαν στη Εκκλησία των πιστών τα συμβάντα και οι πιστοί, ύστερα από προσευχή απεφάσισαν να συνεχισθεί η “διακονία του λόγου” με παρρησία. Οι Απόστολοι συνελήφθησαν εκ νέου “ως υπότροποι” και οδηγήθηκαν στο δικαστήριο για δεύτερη φορά. Στη δίκη αυτή ο Πέτρος προσδιόρισε τα όρια της νομιμοφροσύνης των Χριστιανών απέναντι στις κοσμικές εξουσίες λέγοντας το περήφημο “πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις” (Πραξ. Αποστόλων Κεφ.5 29). Τους επεβλήθηκε ως ποινή ξυλοδαρμός . Οι Απόστολοι χαρούμενοι που που ξυλοφορτώθηκαν για χάριν του Χριστού, συνέχισαν την “διακονία του λόγου”.
Η αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας λοιπόν αρχίζει με την αυθεντία των Αποστόλων, ως εκλεγμένων από τον Κύριον και τους εκλεγέντες από τους πρώτους πιστούς επτά διακόνους. Οι αποφάσεις της Χριστιανικής αυτής κοινότητας όμως λαμβάνονταν, αφού συζητούνταν και επικυρώνονταν από την όλη κοινότητα των πιστών “ομοθυμαδόν”. Στη συνέχεια μέσα στη δεκαετία οι Απόστολοι και διάκονοι πλαισιώθηκαν από συνεργάτες τους ονομασθέντες “Πρεσβυτέρους”.
Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του πρωτομάρτυρα Στέφανου ακολούθησε μεγάλος διωγμός των μελών της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και πολλοί πιστοί διασκορπίστηκαν σε Ιουδαία, Σαμάρεια τη Δαμασκό και άλλες όμορες περιοχές όπου διέδιδαν το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Η ιεραποστολή των Χριστιανών στους “εθνικούς” της Αυτοκρατορίας έγινε τόσο από τους Αποστόλους με πρώτους τον Παύλο και τον Πέτρο αλλά και με τους Βαρνάβα, Τιμόθεο, Μάρκο, Σίλα, Τίτο και από άλλους Ελληνιστές.
Οι Χριστιανικές Εκκλησίες που δημιουργούνταν, συνδέονταν μεταξύ τους με δεσμούς πίστεως και αλληλοβοήθειας. Η ανεξαρτησία και η ισότητα ήταν βασικά στοιχεία που διαμόρφωναν τους εσωτερικούς κανονισμούς των.
Όταν άρχισαν οι διωγμοί εναντίον της πρώτης Εκκλησίας των Ιερουσαλήμων, τότε υλοποιήθηκε ο θεσμός της ενδοεκκλησιαστικής αλληλεγγύης με συνεισφορές "λογίες" μεγάλης κλίμακας, που διοργάνωσε ο Απόστολος Παύλος από τις Ελλαδικές κυρίως Εκκλησίες. Συνιστούσε σε κάθε πιστό, κάθε πρώτη ημέρα της Εβδομάδος, ο καθένας τους να βάζει κάτι στην άκρη, ανάλογα με το εισόδημά του που θα αποστέλλονταν στους διωκόμενους Χριστιανούς (Προς Κορινθίους Α΄ επιστολή κεφ. 16, 1-4).
Δογματικής φύσεως, διαφορές δύο τάσεων που δημιουργήθηκαν στις πρώτες δεκαετίες μεταξύ “Ιουδαϊζόντων” και “Ελληνιστών” Χριστιανών (περιτομή, τήρηση Ιουδαϊκού νόμου) επιλύθηκαν στην Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων που έγινε από το 48 μ.Χ.
Οι Χριστιανικές Εκκλησίες, που γύρω στο 50 μ.Χ είχαν επεκταθεί ήδη πέραν της Παλαιστίνης, σιγά σιγά αποκόπτονται από τις ευρύτερες κοινωνίες των τοπικών περιοχών, βιώνοντας ξεχωριστό δικό τους τρόπο συμπεριφοράς και ζωής.
Οι πρώτοι χριστιανοί είχαν κοινωνική συμπεριφορά σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου. Υπερασπίζονταν λεκτικά την πίστη τους έναντι των καθιερωμένων παγανιστικών θρησκειών και απεχθάνοντο τις “εθνικές λατρείες”. Δεν συμμετείχαν σε τέλεση δημοσίων επισήμων τελετών όπου ο Αυτοκράτορας ετιμάτο ως Θεός, δεν πήγαιναν σε ιππόδρομο και θέατρο ή καύσεις νεκρών. Την Αυτοκρατορία την παρομοίαζαν με την “Βαβυλώνα”. Έτσι αρνούνταν να συμμετάσχουν στην άσκηση της κρατικής εξουσίας ως όργανα της Αυτοκρατορίας και στις λεγεώνες της. Αποδέχονταν τους κρατικούς θεσμούς, εάν αυτοί δεν έρχονταν σε αντίθεση με τις εντολές του Ευαγγελίου. «οι χριστιανοί πείθονται τοις κειμένοις νόμοις και (=αλλά) τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους» (Προς Διόγνητον 5, 10).
Σε όλη την διάρκεια του 1ου μ.Χ. αιώνα οι Χριστιανοί συναντιούνταν σε σπίτια και άλλα ειδικά διαμορφωμένα κτήρια που είχαν μετατρέψει σε ευκτήριους οίκους, όπου και τελούσαν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και κοινές εστιάσεις τις οποίες ονόμαζαν “αγάπες”.
Στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα οι Χριστιανικές Εκκλησίες δημιούργησαν αυτόνομα τον θεσμό του Επισκόπου και κατά τον 2ο αιώνα, αλλά κυρίως τον 3ο αιώνα ο επίσκοπος πλέον καθίσταται η ορατή κεφαλή της κάθε τοπικής Εκκλησίας.
Από την Παράδοση της Εκκλησίας, φαίνεται ότι την διάκριση σε τρεις τάξεις των κληρικών Διακόνων, Πρεσβυτέρων και Επισκόπων την έχουμε σαφώς από τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Προς το τέλος του 2ου αιώνα οι Εκκλησίες υιοθέτησαν αυτόνομα και τον θεσμό των επαρχιακών συνόδων. Ο θεσμός αυτός σε λίγα χρόνια επεκτάθηκε σε όλη την Αυτοκρατορία. Έτσι θεσμοθέτησαν οι Επίσκοποι την συνοδικότητα, η οποία άρχισε να λειτουργεί από τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα, έχοντας ως πρότυπο την αποστολική συνόδου του 48 μ.Χ.
Κύριο στόχο οι σύνοδοι είχαν την διατήρηση του ορθού δόγματος αλλά και τη λήψη αποφάσεων οργανωτικών για την ταχεία διάδοση και ανάπτυξη του Χριστιανισμού. Έτσι εκ των πραγμάτων δημιούργησαν οι πρώτοι Χριστιανοί ένα ιδιότυπο είδος Κοινοπολιτείας των Χριστιανικών Εκκλησιών μέσα στην όλη κοινωνία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με δημοκρατική νοοτροπία και πρακτική.
Παράλληλα, η περίοδος των τριών πρώτων αιώνων μ.Χ. είναι περίοδος διωγμών της Χριστιανικής Εκκλησίας. Οι διωγμοί ήσαν συνεχείς, γιατί, ακόμη και όταν δεν πραγματοποιούνταν με αυτοκρατορικές σαφείς εντολές, οι τοπικοί άρχοντες μπορούσαν να οδηγούν στο μαρτύριο Χριστιανούς, εφόσον οι αυτοκρατορικοί νόμοι δεν είχαν καταργηθεί. Έτσι ήταν θέμα προτίμησης η εφαρμογή των διώξεων ακόμη και σε περιόδους ύφεσης. Η δίωξη ασκούνταν λόγω του ονόματος. Στην περίπτωση που οι ίδιοι οι Χριστιανοί δεν ομολογούσαν θαρρετά την πίστη τους (οι ομολογητές), αρκούσε να αποδειχθεί κατά την ανάκριση ότι ο κατηγορούμενος ήταν Χριστιανός, για ν’ απαγγελθεί η ποινή. Δεν χρειαζόταν ν’ αποδειχθεί κάποια “αξιόποινη” πράξη κατά την ισχύουσα νομοθεσία.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος ως Αυτοκράτορας αναμείχθηκε ενεργά στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Η πρώτη ανάμειξή του ήταν στο δογματικό ζήτημα που είχαν ανακινήσει οι δονατιστές της Β. Αφρικής. Με δική του αυτοκρατορική πρόσκληση συγκάλεσε σύνοδο Επισκόπων στην Αρελάτη της Γαλατίας το 314 μ.Χ. Η ανάμειξη αυτή του Κων/νου έγινε με έξυπνο τρόπο, αφού την παρουσίασε ως ενέργεια επίλυσης κρατικού προβλήματος δημόσιας τάξης, συνισταμένου στην διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης. Μάλιστα διευκόλυνε το ταξίδι των συνοδικών Επισκόπων και ανέλαβε τα έξοδα τής συνόδου, επισημοποιώντας έτσι το κύρος του θεσμού του Επισκόπου στην κοινωνία.
Όμως, σχετικά με την ενέργεια αυτή του Κων/νου, πρέπει να σημειώσουμε και να τονίσουμε εδώ ότι, συνιστούσε παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας, του Κράτους, για πρώτη φορά από την Πεντηκοστή, που είναι η χρονική στιγμή σύστασης της Εκκλησίας, στην εσωτερική λειτουργία της Εκκλησίας με αποτέλεσμα να δυναμιτίζεται έτσι η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ της. Μέχρι τότε οι Επισκοπικές Σύνοδοι γίνονταν με την πρωτοβουλία και την πρόσκληση Επισκόπων.
Ακολούθησε η συγκληθείσα από τον ίδιο Αυτοκράτορα Α΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας. Δυστυχώς και σ΄αυτή, ανέχθηκαν οι τότε Επίσκοποι, ο Μ. Κων/νος να προεδεύσει σ΄αυτήν, όντας αβάπτιστος με τον ακατανόητη "ιδιότητα", ως Επίσκοπος των Εκτός". Έκτοτε η Εκκλησία έχασε ουσιαστικά την αυτονομία της.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο υιός του Μ. Κων/νου Κωνστάντιος κατά τον χρόνο της βασιλείας του επέβαλε δικτατορικά ως επίσημο δόγμα τον Αρειανισμό με την διακήρυξη “… όπερ εγώ βούλομαι τούτω κανών νομιζέσθω” και αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α΄, που αποκατέστησε το Ορθόδοξο δόγμα, ορίζοντας την και επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, το έκανε με διάταγμά του.
Οι Αυτοκράτορες από τον Μ. Κων/νο και έπειτα ναι μεν ήταν βαπτισμένοι Χριστιανοί (εκτός του Ιουλιανού), πλην όμως το κράτος τους, (η Αυτοκρατορία) στην ουσία παρέμεινε παγανιστικό, αφού διατηρήθηκε η ίδια νοοτροπία και συμπεριφορά και οι ίδιοι και τα κρατικά τους όργανα με εκείνην των έως τον Διοκλητιανό Αυτοκρατόρων αλλά και διατήρησαν μέσω της ίδιας νομοθεσίας τους ίδιους θεσμούς του Ρωμαϊκού Δικαίου (Κώδικες Θεοδοσίου και Ιουστινιανού), που η φιλοσοφία τους ήταν σαφέστατα αντιχριστιανική.
Αντίθετα με το "όστις θέλει οπίσω μου ελθείν" και την αποκήρυξη της βίας που δίδαξε ο Χριστός, οι Αυτοκράτορες με διατάγματα που εξέδωσαν, διενήργησαν διωγμούς εναντίον των Εθνικών και αιρετικών. Τότε βεβαίως, οι τότε Επίσκοποι, έπρεπε σ΄ αυτή την βίαιη καταστολή να αντιταχθούν και να επισημάνουν στον τότε εκάστοτε Αυτοκράτορα και τα όργανά του ότι αυτό Χριστιανικά ήταν ανεπίτρεπτο. Οι Επίσκοποι όφειλαν μαζί με την Ορθοδοξία να διαφυλάξουν και την Ορθοπραξία, διότι "πίστης άνευ έργων νεκρά εστί".
Οι Χριστιανοί της εποχής των διωγμών έως τον 3ο αιώνα, προτιμούσαν να υποστούν την θανατική ποινή παρά να ρίξουν θυμίαμα στα αγάλματα των Αυτοκρατόρων, όπως έκαναν οι Εθνικοί που τους θεωρούσαν Θεούς. Οι Χριστιανοί εκείνοι των τριών πρώτων αιώνων είχαν ορθοπραξία.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας του 4ου αιώνα κυρίως αντιστάθηκαν σ΄αυτήν την αλλοτρίωση της αυτονομίας της Εκκλησίας και γι' αυτό εδιώχθησαν από την τότε κρατική εξουσία (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης Χρυσόστομος κ.α.).

*Ο Νικήτας Αποστόλου είναι πτυχιούχος Π.Α.Σ.Π.Ε. -Συνταξιούχος Δημοσίου - πρώην Τμηματάρχης Υπουργείου Γεωργίας