Οι προτεραιότητες της εκπαιδευτικής πολιτικής...

on .

Ξεκινούμε από την παραδοχή ότι ο σχεδιασμός, η οργάνωση και η πρακτική εφαρμογή του θεσμού της εκπαίδευσης ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Η λογική της παραδοχής εδράζεται στο γεγονός ότι το Υπουργείο Παιδείας σχεδιάζει, οργανώνει, σκοποθετεί, χρηματοδοτεί, εποπτεύει, λογοδοτεί… και, τελικά, λαμβάνει όλες τις σχετικές πολιτικές, εκπαιδευτικές, οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις.

Συνεπώς, ο ρόλος του Υπουργείου Παιδείας είναι καθοριστικής σημασίας για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος της αξιολόγησης, που στηρίζεται στις αρχές της σχετικής επιστήμης, δηλαδή της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, είναι καθοριστικός, με προσανατολισμούς που αποβλέπουν στη διαπίστωση της επίτευξης ή μη των προγραμματισμένων στόχων, των ελλείψεων και των δυνατοτήτων τόσο της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής όσο και του εκπαιδευτικού έργου που συντελείται στη σχολική μονάδα. Η διαπίστωση αυτή θα οδηγήσει, συνακόλουθα, στη λήψη διορθωτικών και, τελικά, βελτιωτικών μέτρων για το σύνολο της εκπαίδευσης.
Τι σημαίνουν, όμως, όλα αυτά για την ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική; Ως μια σημαντική παράμετρος στην αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής εκλαμβάνεται η αξιοποίηση από την ηγεσία του υπουργείου όχι μόνο του πολιτικού της προγράμματος, αλλά και των ειδημόνων στο γνωστικό αντικείμενο της εκπαίδευσης και της διοίκησης, των εκπαιδευτικών της πράξης και των σχετιζόμενων φορέων με την εκπαίδευση στη λήψη των μέτρων της. Η επιλογή αυτή είναι αναγκαίο να πραγματωθεί με αντικειμενικό, αμερόληπτο και αξιόπιστο τρόπο, και, ασφαλώς, χωρίς ιδεοληψίες και προκαταλήψεις, αλλά με υπερκομματική και διακομματική αντίληψη και πρακτική. Αυτό, όμως, συνεπάγεται αφενός μεν τη στελέχωση του επιτελείου των συμβούλων της ηγεσίας με τους πλέον ειδικούς και κατάλληλους επιστήμονες και αφετέρου την αναβάθμιση των σχετικών εκπαιδευτικών θεσμών με το πλέον αρμόδιο, εκπαιδευτικά, προσωπικό.
Παράλληλα, είναι αναγκαίο να τους δοθεί ουσιαστικός και όχι διακοσμητικός ρόλος στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους, προκειμένου να προβούν σε σχεδιασμούς, προτάσεις και επιλογές, που θα είναι απόρροια εμπεριστατωμένης μελέτης και καταγραφής της σχολικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Με την έννοια αυτή, μια υπερκομματική, συναινετική και αξιόπιστη εκπαιδευτική πολιτική θα αυξήσει τις πιθανότητες εφαρμογής της με σταθερότητα και μακροπρόθεσμη προοπτική.
Μία από τις σημαντικότερες προτεραιότητες της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι να προσδιορίσει με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο την παιδαγωγική και κοινωνική αποστολή του σχολείου. Δηλαδή, τι είδους εκπαίδευση και παιδεία θα παρέχει το σχολείο στους μαθητές του. Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να συνδυάσει ισορροπημένα τις ανάγκες της κοινωνίας και, πρωτίστως, τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του μαθητή. Αλλά ας μην μας διαφεύγει, όμως, η επιβεβαιωμένη διαπίστωση ότι, τελικά, οι άνθρωποι διαμορφώνουν τις κοινωνίες. Ως εκ τούτου, η εκπαίδευση οφείλει να εστιάζει στον άνθρωπο ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα μέσα από τις διαδικασίες της διδασκαλίας, της μάθησης, της διαπαιδαγώγησης, της κοινωνικοποίησης και της αξιολόγησης. Κατά συνέπεια, η οργάνωση της εκπαίδευσης βασίζεται στις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις και, γενικά, στα ατομικά χαρακτηριστικά του μαθητή. Αυτά τα δεδομένα υπαγορεύουν ανάλογη διάρθρωση, συγκεκριμένους σκοπούς και εξειδικευμένο περιεχόμενο των βαθμίδων εκπαίδευσης, παράμετροι οι οποίες, όμως, δεν εφαρμόζονται στην πράξη.
Για παράδειγμα, ένα από τα σοβαρά μειονεκτήματα της ελληνικής εκπαίδευσης είναι η διαχρονικά υποβαθμισμένη λειτουργία της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία, πέραν των άλλων, έχει ως αποτέλεσμα να προσανατολίζει την πλειονότητα των μαθητών προς το γενικό λύκειο, με απώτερο σκοπό την εισαγωγή τους σε ένα από τα ΑΕΙ της χώρας. Επακόλουθο αυτού του γεγονότος είναι η αυξημένη παρουσία μεγάλου αριθμού φροντιστηρίων, που, ως έναν σημαντικό βαθμό, έχουν υποκαταστήσει ή ακόμη και αντικαταστήσει τη λειτουργία, κυρίως, του λυκείου. Έχοντας υπόψη και αυτή την παράμετρο, είναι πλέον ανάγκη να αποκτήσει ή ανακτήσει το λύκειο τον ρόλο του στην παροχή ουσιαστικής παιδείας, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής λειτουργίας της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Ωστόσο, όλα αυτά προϋποθέτουν, αναμφίβολα, επαρκή χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, η οποία διασφαλίζει σε καθοριστικό βαθμό τις δομές και υποδομές των σχολικών μονάδων, οι οποίες θα διαμορφώνουν ένα σύγχρονο, επαρκές τεχνολογικά και εναρμονισμένο με τα νέα διδακτικά και παιδαγωγικά δεδομένα περιβάλλον για τους μαθητές. Με έναν εκπαιδευτικό, όμως, άρτια εκπαιδευμένο και επιμορφωμένο, με εργασιακές συνθήκες που ευνοούν την πραγματοποίηση του ρόλου του, με κίνητρα που συντελούν στην αυξημένη επίδοσή του και με αναγνώρισή του επιτελούμενου αποτελεσματικού έργου του. Με τέτοιες προτεραιότητες αυξάνονται καθοριστικά οι πιθανότητες να υλοποιηθεί το αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο η εκπαίδευση συνιστά κρίσιμο κεφάλαιο για την ανάπτυξη του πολιτισμού, της οικονομίας και της κοινωνίας.

*Ο κ. Χαράλαμπος Κωνσταντίνου είναι Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων - Αντιπρόεδρος Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος.