Η Τεχνική Εκπαίδευση και ο Νικόλαος Στουρνάρης…

on .

Βρισκόμαστε στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου. Στην Ευρώπη παρατηρούνται ραγδαίες μεταβολές στη ζωή των ανθρώπων σε βασικούς τομείς της δραστηριότητας όπως είναι ο οικονομικός, ο τεχνικός, ο κοινωνικός και ο πνευματικός.
Οι μεταβολές αυτές συνδέθηκαν με την εισαγωγή μηχανημάτων και νέων μεθόδων στην παραγωγή, που βασίστηκαν στην επιστημονική πρόοδο η οποία παρουσιάστηκε σε πολλούς κλάδους εκείνη την εποχή, πολιτογραφημένες ως βιομηχανική επανάσταση. Αυτή πάλι συνδέθηκε με την τεχνική εκπαίδευση και την τεχνολογία.

Αυτά βέβαια εκείνη την εποχή δεν αφορούσαν τη χώρα μας η οποία έβγαινε από μια μακροχρόνια και σκληρή σκλαβιά, με τη δημιουργία ενός κρατιδίου που τελούσε υπό την προστασία και τον έλεγχο των Προστάτιδων λεγόμενων Δυνάμεων. Μια ευκαιρία που παρουσιάστηκε με τον Καποδίστρια τη χάσαμε από το δολοφονικό χέρι των Μαυρομιχαλαίων που καταδίκασε την πατρίδα μας να μείνει δεμένη στις ορέξεις των κοτζαμπάσηδων και των άνομων τοπικών συμφερόντων.
Κατά την περίοδο του Όθωνα που μας τον επέβαλαν ως «Ελέω Θεού Βασιλιά των Ελλήνων», η Γενική Παιδεία προσπαθούσε να επιβιώσει, ενώ για τεχνική εκπαίδευση και για βιομηχανική επανάσταση, ούτε λόγος να γίνεται. Ένα «Βασιλικόν Σχολείον των Τεχνών» που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1937 πρόσφερε σε ένα περιορισμένο αριθμό ατόμων τυπικές τεχνικές γνώσεις, σε επίπεδο πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Σ’ αυτήν την κατάσταση βρήκε την Ελλάδα ο Νικόλαος Στουρνάρης από το Μέτσοβο, με πλούσια εμπειρία από τη θητεία στις επιχειρήσεις του θείου του Μιχαήλ Τοσίτσα στο Λιβόρνο της Ιταλίας και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με λαμπρές σπουδές στο «Ειδικό Σχολείο Εμπορίου και Βιομηχανίας», στο Παρίσι, με καθαρά ευρωπαϊκή νοοτροπία και με εγνωσμένη αγάπη για την Ελλάδα, την οποία βρήκε σε τραγική κατάσταση και αποφάσισε να κάνει το παν για να την καταστήσει μια προηγμένη ευρωπαϊκή χώρα. Αυτό όμως προϋπέθετε ότι πολλά έπρεπε να αλλάξουν στη χώρα μας, γι’ αυτό έκρινε σκόπιμο να στείλει στους συμπατριώτες του, της δεκαετίας του 1840 τα μηνύματά του, διατυπωμένα ξεκάθαρα στη διαθήκη του και στις συζητήσεις που είχε με φιλικά του πρόσωπα:
«Η Γεωργία -μας λέει- είναι η βάσις της αληθούς ευτυχίας ενός Έθνους. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει κάτω από βασικές προϋποθέσεις: Προϋπόθεση πρώτη: Ο γεωργός για να προκόψει και να αποδώσει πρέπει να είναι ελεύθερος. Και για να είναι ελεύθερος, πρέπει να είναι ιδιοκτήτης της γης που καλλιεργεί. Χωρίς ελευθερία και ιδιοκτησία η Γεωργία δεν προοδεύει, γιατί εκείνο που συμβάλλει στην πρόοδό της δεν είναι τόσο η ευφορία, όσο η ελευθερία, το μέτρο σύμφωνα με τα οποία καλλιεργείται η γη. Προϋπόθεση δεύτερη: Ηχρήση σύγχρονων μεθόδων και τέλειων εργαλείων παραγωγής γεωργικών προϊόντων. Προϋπόθεση τρίτη: Η ύπαρξη ασφαλών και άνετων μέσων διακίνησης των προϊόντων, σε μέρη όπου υπάρχει η ανάλογη ζήτηση».
Γίνεται έτσι ο πρόδρομος του ιδεώδους της τεχνικής ανάπτυξης της Ελλάδας. «Ανάπτυξις και ευδαιμονία εις μίαν χώραν δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν χωρίς Παιδείαν. Παιδεία όμως σε όλα τα επίπεδα». Αυτή η αντίληψη τον κάνει να ενισχύσει όλες τις μορφές της Παιδείας στην Αλεξάνδρεια και στο Μέτσοβο. Η ίδια αντίληψη τον κάνει να θεωρεί θεμέλιο της προόδου την υψηλή τεχνική εκπαίδευση, παράλληλα με τη θεωρητική και απ’ αυτήν ξεκίνησε η ιδέα για τη δημιουργία ενός «λαμπρού Πολυτεχνείου» στην Ελλάδα.
«Παν Κράτος καταναλίσκον, ως η Ελλάς, περισσότερα απ’ όσα παράγει, δεν δύναται να ορθοποδήσει επί πολύ. Εις τας σήμερον κοινωνίας, Κυβέρνησις μη εμψυχώνουσα την γεωργίαν, τα επιτηδεύματα, το εμπόριο, την ναυτιλίαν, ταχέως ή βραδέως γίνεται λεία του βιομηχανικού έθνους». Αυτό συμβαίνει στη χώρα μας σήμερα.
«Οι υπουργοί εις την Ελλάδα ομοιάζουσι τους πυργοκατοίκους του μεσαίωνος, οίτινες αποθανόντες προ εξακοσίων ετών, ανεστήθησαν επί των ημερών μας και κυβερνώσι την Ελλάδα, χωρίς να ηξευρωσι τι συνέβη εις το διάστημα των εξακοσίων τούτων ετών και ούτε τι γίνεται πέριξ αυτών σήμερον». Αυτά βέβαια τα λέει για τη δεκαετία του 1840. Αν τώρα κάποια από αυτά ισχύουν και σήμερα, αυτό το αφήνω στους αναγνώστες να το κρίνουν.