Λοχαγέ, follow me!

on .

Πριν λίγο καιρό, βρέθηκα στην πανέμορφη πόλη της Κέρκυρας και πήρα το δρόμο από το 2ο Γυμνάσιο προς την πλατεία Δημαρχείου. Μια διαδρομή που ακολουθούσα καθημερινά όταν ήμουν μαθητής στις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου, μισό περίπου αιώνα πίσω στο χρόνο! Κατεβαίνοντας προς την οδό Μοντσενίγου, ξαναζωντάνεψε η φωνή του Αβατάγγελου με τις ηλεκτρικές συσκευές που έλεγε τραγουδιστά στην κυρία που έμενε απέναντι: «Καλημέρα Πιπίτσα μου. Λουλούδια η στράτα σου».
Σταμάτησα στην απόληξη της οδού, εκεί που παλιά ήταν η αντιπροσωπεία της Τογιότα που την είχε τότε κάποιος κύριος Ονούφριος Μαρόλλας (Πώς να ξεχάσεις αυτό το όνομα)!
Έτσι απορροφημένος καθώς ήμουν μέσα σε τόσες αναμνήσεις, δέχθηκα ένα ξαφνικό, δυνατό χτύπημα, στον αριστερό ώμο και γύρισα παραξενεμένος το κεφάλι μου να δω ποιος είναι. Ήταν ένας ευτραφής κύριος, περίπου στην ηλικία και στο μπόι μου, με μια τεράστια κατάλευκη σα βαμβάκι μουστάκα. Με κοίταζε επίμονα στα μάτια και χαμογελούσε. Ήταν βέβαιο πως από κάπου γνωριζόμασταν, αλλά εμένα δεν μου θύμιζε κάτι η φυσιογνωμία του. «Εγώ σε κατάλαβα αμέσως λοχαγέ», μου είπε εκείνος και μου έδωσε άλλη μία γερή με τη χερούκλα του στο μπράτσο.
«Αν μου δώσεις άλλη μία τέτοια, θα ξεχάσω και το όνομά μου», του είπα αγριεμένος, αντιλαμβανόμενος ωστόσο από την προσφώνηση, ότι έπρεπε να αναζητήσω την γνωριμία μας σε μια άλλη μεταγενέστερη εποχή, από εκείνη των παιδικών μου χρόνων! Αυτός πάλι, όσο με έβλεπε έτσι προβληματισμένο, έδειχνε να το απολαμβάνει. Τελικά, μου είπε με αγγλο-κερκυραϊκή προφορά: «Φόλοου μι»!
Αυτό ήταν, αμέσως τον θυμήθηκα: Ήταν το καλοκαίρι του ‘83, Ιούλιος μήνας, όταν κληθήκαμε δέκα στρατιώτες κι ένας λοχαγός -που λέει και το τραγούδι- να επισκευάσουμε μια σιδερένια γέφυρα στο Σιδάρι της Κέρκυρας. Την γέφυρα την είχε σχεδόν καταστρέψει μια υπερβολικά φορτωμένη νταλίκα που πέρασε από πάνω της, με αποτέλεσμα να διακοπεί η κύρια πρόσβαση προς το χωριό στα μέσα της τουριστικής περιόδου.
Αφού κατασκηνώσαμε στο διπλανό χωράφι, πιάσαμε αμέσως δουλειά. Τις δύο πρώτες μέρες όλα πήγανε ρολόι και ο πρόεδρος της κοινότητας είναι αλήθεια πως μας φρόντιζε σε ό,τι του ζητούσαμε. Την τρίτη μέρα, κατά το σούρουπο, είχαμε σχεδόν τελειώσει. Έτσι, μάζεψα τους στρατιώτες και τους έδωσα άδεια να πάνε μια βόλτα στο χωριό και στην παραλία, με την προϋπόθεση όμως, ότι στις δώδεκα η ώρα θα έχουν επιστρέψει στον καταυλισμό. Άφησα έναν σκοπό να φυλάει τις σκηνές και τα οχήματα, και κράτησα τον οδηγό του τζιπ σε ετοιμότητα, μήπως και χρειαστεί για κάτι έκτακτο.
Όταν η ώρα πήγε δώδεκα και δεν είχε επιστρέψει κανείς τους, άρχισα να ανησυχώ. Στις δωδεκάμισι, με ζώσανε τα φίδια. Πήρα λοιπόν το τζιπ με τον οδηγό και οργώσαμε τον τόπο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Εν τω μεταξύ, στο χωριό από τον κεντρικό δρόμο ως την παραλία είχε διαμορφωθεί από τα πολύχρωμα φώτα, τη μουσική, το χορό, τις όμορφες κοπέλες και το αλκοόλ, μια φανταστική ατμόσφαιρα. Είχε ξεδιπλωθεί, ένας επίγειος παράδεισος!
Όταν όμως η ώρα πήγε μιάμιση και δεν είχαν δώσει ακόμα τα στρατιωτάκια σημεία ζωής, δεν μου έμεινε άλλη επιλογή από το να πάω στο αστυνομικό τμήμα! Φτάνοντας εκεί, στο βάθος μιας στενόμακρης αίθουσας, καθόταν όπως στις αμερικάνικες ταινίες με τα πόδια πάνω στο γραφείο, ο αρχιφύλακας υπηρεσίας. Με το ένα χέρι χάιδευε την τεράστια κατάμαυρη μουστάκα του και με το άλλο χτυπούσε ρυθμικά ανάμεσα στα δάχτυλά του ένα μπεγλέρι! Του εξήγησα αμέσως, ποιο ήταν το πρόβλημά μου. Αυτός, χωρίς να σπαράξει από τη θέση του, με περιεργαζόταν ενοχλητικά απαθής. Στο τέλος, με ρώτησε βαριεστημένα: «Έχεις όχημα»; «Έχω ένα τζιπ απέξω με τον οδηγό», του είπα. «Εγώ πίσω δεν κάθομαι», μου διευκρίνισε. Συμφώνησα, παρότι η όλη συμπεριφορά του είχε αρχίσει να μου τη δίνει στα νεύρα. Αυτός αντίθετα, έδειχνε να το απολαμβάνει. «Εντάξει τότε... φόλοου μι», αποφάνθηκε. Στριμωχθήκαμε τελικά και οι δύο στο μπροστινό κάθισμα του τζιπ και έδωσε εντολή στον οδηγό. «Μικρέ, φύγαμε, θα πιάσεις παραλία και μετά, θα κάνεις αριστερά».
Ύστερα από λίγο φτάσαμε κοντά στο Κανάλ ντ Αμούρ, μπροστά σε κάτι φωταγωγημένα σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε ένα πολυτελέστατο ξενοδοχείο. «Εδώ είναι», μου είπε με βεβαιότητα και στρογγυλοκάθισε ατάραχος στο κάθισμα του συνοδηγού.
Ανέβηκα γρήγορα τα σκαλιά που οδηγούσαν στο ξενοδοχείο και βρέθηκα σε μια τεράστια στρογγυλή κλιματιζόμενη αίθουσα. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, αισθάνθηκα άβολα! Κάτι δεν μου καθότανε καλά, χωρίς όμως να μπορώ να το εντοπίσω. Δεξιά ήταν η ρεσεψιόν, και αμέσως μετά, ακολουθούσε ένας ατέλειωτος πάγκος στον οποίο σερβίρανε ποτά. Στο κέντρο της αίθουσας και ένα επίπεδο πιο χαμηλά, γύρω στους εξήντα πόντους, υπήρχαν διάφορα μικρά σαλονάκια, που όμως άφηναν αρκετό χώρο στη μέση για χορό. Στην πίστα χόρευαν παθιασμένα μερικά ζευγάρια κάτω από το ημίφως και την απαλή ερωτική ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η αργή, ψυχεδελική μουσική! Και τότε τους είδα τους λεβέντες μου στο βάθος της αίθουσας να κάθονται πάνω σε κάτι πανύψηλα σκαμπό, με την πλάτη γυρισμένη προς το μπαρ. Κρατούσαν από ένα ποτό ο καθένας τους στο χέρι και κοίταζαν αποσβολωμένοι προς τη μεριά της πίστας.
Τότε πήρα κι εγώ ο έρμος χαμπάρι τι γινότανε! Στην πίστα δεν υπήρχαν καθόλου γυναίκες! Ήταν ένα πάρτι τραβεστί, όπως μου εξήγησε ένας σερβιτόρος που ήρθε προς το μέρος μου και για τους επισκέπτες επιτρεπόταν μόνο να καθίσουν στο μπαρ. Πολύ προχωρημένο συμβάν για εκείνη την εποχή και τα καημένα τα φανταράκια, όχι άδικα, είχαν χάσει την αίσθηση του τόπου και του χρόνου…
* * *
«Λοχαγέ, φόλοου μι», επανέλαβε ο «αρχιφύλακας», σίγουρος τώρα πια ότι τον είχα αναγνωρίσει! Και πριν προλάβω να πω κάτι, συμπλήρωσε με νόημα… «άλλαξαν οι καιροί»! Γελάσαμε και οι δύο ταυτόχρονα. Του κοπάνησα κι εγώ μία γερή στον ώμο και πήραμε παρέα το δρόμο προς το «Λιστόν», για …παγωτό και τζιτζιμπίρα!!!
Καλό καλοκαίρι!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΒΕΛΕΓΚΑΣ