28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940: Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ...

on .

Οι μαρτυρίες τριών έφεδρων αξιωματικών για τα γεγονότα λίγο πριν εισβάλλουν οι Ιταλοί…

27 Οκτωβρίου 1940 Κυριακή

❖ Σημειώσεις του Δημ. Αναγνώστου έφεδρου υπολοχαγού Πυροβολικού από το χωριό Μαυρονόρος

Μας τις έδωσε ο ανιψιός του. Ήταν και αυτός στη Μοίρα Πυροβολικού του Ταγματάρχη Κωστάκη με τα πυροβόλα που είχαν διατεθεί στον Υποτομέα του Φριζή. Ο Δημήτριος Αναγνώστου είχε κληθεί και αυτός με άτομική πρόσκληση το καλοκαίρι του 1940. Όπως και άλλοι ομολογούν, οι μονάδες προκαλύψεως είχαν τεθεί σε συναγερμό από τις 26 Οκτωβρίου. Ο πόλεμος φαινόταν να έρχεται αναπόφευκτα από στιγμή σε στιγμή.
Ο Δημήτριος Αναγνώστου πολλά χρόνια μετά, σε ιδιόχειρες σημειώσεις, τριών σελίδων, που μας έδωσε ο ανιψιός του Νικόλαος Αναγνώστου, δίνει με τον δικό του τρόπο την ατμόσφαιρα στην προκάλυψη την παραμονή του πολέμου Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1940. Βρίσκεται στα Χάνι Δελβινάκι στην έδρα του Ανεξάρτητου Τάγματος Δελβινακίου με κάποιο τμήμα Πυροβολικού της Μοίρας του Δημητρίου. Κωστάκη. Γράφει στις σημειώσεις του:
«Κεντρικό Μέτωπο. 27-10-1940. Τάγμα Προκάλ. Δελβινακίου
Η αυστηρά επιφυλακή που είχε τεθεί το Τάγμα από 7-ημέρου μετεβλήθη την πρωϊαν της 27ης Οκτωβρίου, εις πολεμικόν συναγερμόν. Από όλα σχεδόν τα προωθημένα φυλάκια Κακαβιάς, Μπούνας, Καστάνιανης και Δρυμάδων αναφέρονται στη Διοίκηση του Τάγματος έντονες μετακινήσεις και προωθήσεις των Ιταλών προς τα ημέτερα φυλάκια, καθ΄ όλην την διάρκειαν της νυκτός (26 προς 27)
Αλλά και οι πληροφορίες που είχε η Διοίκηση του Τάγματος, από πληροφοριοδότες (Έλληνες Βορειοηπειρώτες) που με κίνδυνο της ζωής των κατόρθωναν να διέρχονται τα αυστηρώς φρουρούμενα σύνορα για να μεταδώσουν κάθε κίνησι των Ιταλών, μαρτυρούσαν ότι επίκειται Ιταλική επίθεση.
Ώρα 9η πρωϊνή της 27ης Οκτωβρίου, στην έδρα του Τάγματος, Χάνι Δελβινάκι, μέσα στη σκηνή του αείμνηστου Ταγματάρχη. Τζ. Αλεβιζάτου, είχαν συγκεντρωθεί σχεδόν όλοι οι διοικηταί λόχων και ανέμεναν με αγωνία τον αείμνηστο Μ. Φριζή που θα επέστρεφε από ολονύκτιον επιθεώρησιν των φυλακίων
Και η αγωνία των λοχαγών, καθίστατο για κάθε λεπτό που περνούσε πιο μεγάλη καθόσον έπρεπε το ταχύτερον να ευρίσκονται κοντά στους λόχους των.
Ξαφνικά στην είσοδο της σκηνής εμφανίζεται, κατάκοπος σχεδόν, ο Διοικητής του Τομέα, καλημερίζει, και χωρίς καμίαν καθυστέρησιν εισέρχεται στο θέμα:
«Παιδιά σας κάλεσα εκτάκτως εδώ για να σας δώσω τις τελευταίες μου οδηγίες και ευχές. Έχουμε πόλεμο. Η επίθεση μπορεί και σήμερα ακόμη να εκδηλωθεί. Γιαυτό επιστρέψατε αμέσως στους Λόχους σας και να προβείτε αμέσως στην εφαρμογή του σχεδίου της πρώτης φάσεως, μετατόπισης των καταυλισμών σε νέες θέσεις μη επισημασμένες από τους Ιταλούς».
Τους συνιστά επίσης πιστήν εφαρμογήν του προδιαγεγραμμένου αμυντικού σχεδίου (άμα τη Ιταλική επιθέσει), της βραδείας αμυντικής υποχώρησης, γνωστής εκ των προτέρων, εις την κυρίαν γραμμήν αντιστάσεως στο Καλπάκι.
Ο Διοικητής του Τάγματος Αλεβιζάτος κρατούσε στα χέρια του μία φωτογραφία με τα δυο μικρά παιδιά του, Την κοίταζε σκεπτικός και αφηρημένος. Την στιγμή που εισέρχεται στη σκηνή ο Φριζής, μας καλημερίζει και αποτεινόμενος στον Αλεβιζάτο του λέει:
«Έ, Τζαννή σε βλέπω μελαγχολικό… μήπως φοβάσαι τον πόλεμο;» Και ο Αλεβιζάτος απαντά:
«Όχι κ. Διοικητά… κοίταζα στη φωτογραφία τα παιδιά μου και σκέφτηκα: άραγε θα τα ξαναδώ;»
Και ο Φριζής του λέει:
«Μήπως εγώ ξέρω ρε Τζαννή, αν θα δώ τα δικά μου;»
Και οι δυό αυτοί αξιωματικοί έπεσαν μαχόμενοι όρθιοι εμψυχώνοντας τους στρατιώτες των δίνοντας παράδειγμα ηρωϊσμού και αυτοθυσίας».
TTT

Ξημερώματα 28 Οκτωβρίου 1940
στο Ανεξάρτητο Τάγμα Δελβινακίου
❖ Η μαρτυρία του έφεδρου ανθυπολοχαγού
πεζικού Παναγιώτη Μπέτζιου
από το Βασιλικό Πωγωνίου
28 Οκτωβρίου 1940
«Θα ήταν πολύ πρωί, νύχτα ακόμη, όταν άκουσα ένα δυνατό μπαμ-μπαμ στη πόρτα. Και άκουσα:
«Παναγιώτη ξύπνα», φώναζε ο Φριζής. Είμασταν στο Χάνι Δελβινάκι στη Διοίκηση του Ανεξάρτητου Τάγματος Δελβινακίου. Είχαμε τα δωμάτια δίπλα, χαρτοπαίζαμε από βραδύς περιμένοντας, και αργήσαμε να κοιμηθούμε Πετάχτηκα κι εγώ επάνω. Μου λέει ένας συγκάτοικος Πολυχρονιάδης, δάσκαλος που ήταν και αυτός έφεδρος:
«Τι διάολο μας έπιασαν;»
Ήταν πολύ πρωϊ. Τρεις, τρισήμισυ, τέσσερεις το πρωϊ. Έχω την γνώμη ότι είχε κυκλοφορήσει ότι τον πήραν από την Αθήνα ο ίδιος ο Μεταξάς. Λοιπόν, πετάχτηκα επάνω, ντύθηκα γρήγορα και πήγα μέσα και χαιρέτησα.
Μου λέει: «κατέβασε το χέρι, κάθισε στην καρέκλα».
Πήγα να καθίσω: «Βγάλε το καπέλο, κάθισε εκεί» μου λέει: «Ετοίμασε, έβγα έξω, έχουμε πόλεμο»,
Λέω: «Πόλεμο;»
Λέει: «Ναι, τι; φαίνεται περίεργο; Πόλεμο με τους Ιταλούς. Με πήραν από την Αθήνα και μου είπαν για την ανατίναξη της γέφυρας»
Εννοούσε του Γκόλα, το γεφύρι. Είχαμε εκεί έναν Πελλένη αξιωματικό, από το Ζαγόρι. Είχε εκεί μία ομάδα στρατιωτών του Μηχανικού Η γέφυρα ήταν υπονομευμένη από πριν, μου λέει ο Φριζής:
«Τώρα να βγείς να ετοιμάσεις όλους»
Ξύπνησα τους άλλους αξιωματικούς και όταν επέστρεψα μου λέει μια στιγμή:
«Τώρα κοίταξε καλά τι γίνεται έξω»
Του λέω, «όλοι ετοιμάστηκαν»
Έ, μ΄ αυτές τις κινήσεις επροσήγγιζε η ώρα. Με ξαναφώναξε, δεν άκουγε και καλά, ήταν βαρύκοος, ο καημένος και μου λέει:
«Πάρε το τηλέφωνο για να δίνεις οδηγίες»
Είχαμε επικοινωνία με όλα τα φυλάκια. Κακαβιά, Δρυμάδες, Καστάνιανη, με τους λόχους Γιαννόπουλου (στη Μπούνα), με του Παπακώστα (στο Σταυροσκιάδι), με του Παπαδήμα (στην Καστάνιανη.). Εγώ είμουν στο τηλέφωνο. Κατά τις πεντέμησι παίρνουν τηλέφωνο από το Μπουραζάνι, ήταν ο μπάρμπα Κώστας Αποστολίδης, Διοικητής του εκεί Τάγματος. Κι επειδή ακούστηκαν κάποιοι πυροβολισμοί, και βουρλίστηκε ο Φριζής
«Πάρε τον Πελλένη»
Παίρνω τον Πελλένη, Κλέαρχο τον έλεγαν.
« Κλέαρχε, του λέω, έχω δίπλα μου τον Διοικητή, και μου λέει νάσαι έτοιμος». Ήταν στη γέφυρα του Γκόλα, ήταν του Μηχανικού αυτός. Είχε τηλέφωνο. Με αυτόν είχαμε συνεχή επαφή
«Τι να κάνω; Ακούω μηχανές και θόρυβο»
«Νάσαι έτοιμος μου είπε»
Όταν πέρασε λίγη ώρα μου λέει ο Φριζής:
«Μήνα την ανατινάξω και αυτοί οι θεατρίνοι δεν κάνουν τίποτε, είναι όλο επιδείξεις, και μου χρεώσουν και τη γέφυρα οι Ρωμιοί, γιατί με κατέστησαν προσωπικά υπεύθυνο για την ανατίναξη», μου λέει ο Φριζής.
«Εγώ κ. συνταγματάρχα δεν ξέρω, τι να σας πω του λέω, δεν έχω ιδέα απ΄ αυτές τις δουλειές»
«Δεν σε συμβουλεύομαι παιδί μου, απλώς λέω σε τι κατάσταση βρίσκομαι»
Λίγο πριν φθάσει έξι η ώρα μου λέει:
«Μου δίνεις τον Πελλένη»
Λέω: «Κλέαρχε θέλει να σου μιλήσει ο συνταγματάρχης προσωπικώς».
Το πήρε αυτός και του λέει:
«Παιδί μου, κάνε το σταυρό σου και πυροδότησε».
Και την ανατίναξε. Όχι ακριβώς στις έξι, λίγο πριν. Παρά πέντε ήταν;
TTT
❖ Η μαρτυρία του Κλέαρχου Πελλένη
Έφεδρου ανθυπολοχαγού Μηχανικού
από την Ελάτη Ζαγορίου

Ο Κλέαρχος Πελλένης έφεδρος αξιωματικός στο πόλεμο του 1940-41 της κλάσεως του 1936, ήταν ο επί κεφαλής της ομάδας που ανατίναξε τη γέφυρα των Κτισμάτων (Γέφυρα Γκόλα) στις 5.50 ώρα, την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940, σύμφωνα με το σχέδιο που είχε προετοιμάσει η VIIIη Mεραρχία. Ο Κλέαρχος Πελλένης έχει τιμηθεί με το Αριστείον Ανδρείας.
Έχοντας τη μαρτυρία του Παν. Μπέτζιου, όταν συγκέντρωνα υλικό για το Ανεξάρτητο Τάγμα Δελβινακίου(2007), αναζητούσα κάποια στοιχεία για τον Πελλένη έμαθα ότι κάποιοι Πελένηδες είχαν μετοικήσει στην Αθήνα. Στον τηλεφωνικό κατάλογο Αθηνών βρήκα το όνομα Πελλένης Κλέαρχος. Υπέθεσα ότι πιθανόν θα ήταν κάποιος απόγονος. Ρώτησα αν έχει κάποια σχέση με τον αξιωματικό Πελλένη του 1940. Στην απάντησή του «εγώ είμαι», αιφνιδιάστηκα και νόμισα ότι ακούω μια φωνή μέσα από την Ιστορία. Είχαμε πολλές επικοινωνίες, μου έστειλε και φωτογραφίες του από τότε, και σε επικοινωνία που είχαμε την 1η και 2α Νοεμβρίου 2007 μου είπε σαν μια κατάθεση ψυχής και πειστήριο της ιστορίας και τα εξής:
«Σύμφωνα με οδηγίες της Μεραρχίας πήγαμε στην περιοχή Κακαβιάς τον Μάϊο 1940 με τον μόνιμο ανθυπολοχαγό Μηχανικού Νίκόλαο Διαμάντη για την προετοιμασία των εργασιών υπονόμευσης γεφυρών και στροφών του δρόμου σε περίπτωση Ιταλικής επιθέσεως.
Αφού έγινε αυτό εγκαταστάθηκα με μια διμοιρία κοντά στη γέφυρα Κακαβιάς, ή Γέφυρα Γκόλα όπως λεγόταν από τη γειτνίαση με το ομώνυμο Χάνι του Γκόλα.
Ήταν όλα έτοιμα για μια τέτοια δουλειά και είχαν τοποθετηθεί οι απαιτούμενες ποσότητες δυναμίτιδας, τα ανάλογα φυτίλια (βραδύκαυστα και ακαριαία) και εμπυρεύματα και τα τοποθετήσαμε σε θέση σε ένα αμπρί που κατασκεύασα 30-40 μέτρα από τη γέφυρα, για να μη πάθουν καμιά ζημιά από τη βροχή και τον καιρό.
Με δική μου πρωτοβουλία, και για λόγους μεγαλύτερης ασφάλειας ζήτησα και μου έστειλαν και μία συσκευή Μπουλανζέ, εφεδρικής, ηλεκτρικής πυροδότησης για μεγαλύτερη ασφάλεια και κάναμε τις ανάλογες συνδέσεις.
Στην περιοχή αυτή της Κακαβιάς, και προς τα σύνορα, το μηχανικό είχε τοποθετήσει πάνω στο δρόμο και εμπόδια από σιδηροδοκούς.
Θέλω να σημειώσω ιδιαίτερα την αξιοθαύμαστη ικανότητα και αποτελέσματικότητα των επιτελών της Μεραρχίας Δρίβα, Πετρουτσόπουλου, Ξένου και Φασόη καθώς και των υπεύθυνων Πυροβολικού Μαυρογιάννη και Ασημακόπουλο, για όλη την προπαρασκευαστική δουλειά που έκαναν στην αμυντική οργάνωση των θέσεων τόσο στην προκάλυψη όσο και κατά τις επιχειρήσεις και μετά την εισβολή των Ιταλών σε όλο το βάθος μέχρι το Καλπάκι.
Εκεί δίπλα στη γέφυρα ήταν το Χάνι του Γκόλα το οποίο δούλευε και πίναμε κανένα καφέ ή κανένα τσίπουρο με μεζεδάκια. Μια φορά, θυμάμαι, πέρασε ένας Ιταλός πρεσβευτής που μιλούσε καλά τα Ελληνικά και γελώντας μου είπε:
«έναν περίπατο θα κάνουμε, τι να κάνετε;»
Του απάντησα ήρεμα με ένα: «θα δούμε».
Στον καταυλισμό μας μία φορά ήρθε και ο Διοικητής της Μεραρχίας, ο στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, που μας έκανε επιθεώρηση, και σε παράταξη μάλιστα παρουσιάσαμε και όπλα.
Στη θέση αυτή της Κακαβιάς, όπου είχα εγκαταστήσει τη διμοιρία μου, είμασταν συνεχώς σε κατάσταση ετοιμότητας.
Τις τελευταίες μέρες πριν την 28η Οκτωβρίου 1940, όλα έδειχναν πως ο πόλεμος πλησίαζε και σχεδόν δεν κοιμόμασταν.
Ο Τομεάρχης αντισυνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής ερχόταν συχνά από το Χάνι Δελβινάκι που ήταν η έδρα του, με ένα αυτοκίνητο Bedford που είχε, και μου έκανε παρέα, γιατί γνώριζε την συνεχή αγρυπνία μας. Αυτό μου έμεινε πράγματι αλησμόνητο και διατηρώ άσβηστη αυτή την ανάμνηση από τις ώρες εκείνες τις παραμονές της Ιταλικής εισβολής
Είχαμε υπονομεύσει και άλλα σημεία του δρόμου μέχρι το Χάνι Δελβινάκι σε γεφύρια μικρά και σε επίκαιρες στροφές σε 10 σημεία εστίες.
Όλα ήταν προετοιμασμένα στην εντέλεια όταν έφθασε εκείνη η ώρα. Και οι Ιταλοί επίσης προετοιμάζονταν. Τις τελευταίες μέρες είχαν οργανώσει και παρατηρητήρια κοντά στα σύνορα και είχαν απλώσει και τηλεφωνικές γραμμές. Κάποιες από αυτές που επεσήμανα πήγα κρυφά και τις έκοψα.
Το πρωϊ εκείνο είμασταν σε επιφυλακή. Μας είχαν ειδοποιήσει νωρίτερα να είμαστε έτοιμοι. Δόθηκε μάλιστα εντολή και άνοιξα ένα σφραγισμένο φάκελο με οδηγίες. Μάζεψα τους στρατιώτες μου τους ενημέρωσα, μοίρασα ξηρά τροφή και περίμενα. Είχα συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία με το Χάνι Δελβινάκι με τον Φριζή και ήμουν έτοιμος.
Από τα σύνορα ακουγόταν μεγάλη φασαρία από τις μοτοσυκλέτες και τα μηχανοκίνητα των Ιταλών που ετοιμάζονταν για την εισβολή. Εκείνη την ώρα ένοιωθα πράγματι μεγάλη την ευθύνη και αγωνιούσα για την επιτυχία της επιχείρησης ανατίναξης της γέφυρας. Εγώ, ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός, είχα αναλάβει ένα μεγάλο φορτίο, που μου είχαν εμπιστευτεί οι ανώτεροί μου αυτή την κρίσιμη ώρα, που μετά τόσον καιρό αναμονής περίμενα εκεί στην ερημιά. Ήταν μεγάλη η ώρα, ατελείωτη. Και περίμενα στο ακουστικό του τηλεφώνου καθώς ακούγονταν να πλησιάζουν οι Ιταλοί.
Μόλις δόθηκε η εντολή για την πυροδότηση από τον Φριζή έκανα το σταυρό μου και άναψα τα φυτίλια ενώ συγχρόνως οι βοηθοί μου χειρίζονταν από το αμπρί τον ηλεκτρικό μηχανισμό. Όλα λειτούργησαν όπως είχαν ετοιμαστεί για να αισθανθώ εκείνη τη στιγμή την ικανοποίηση της επιτυχίας και της εκπλήρωσης του καθήκοντος.
Και έγινε η μεγάλη έκρηξη με εκκωφαντικό θόρυβο που δεν τον περίμεναν και οι προελαύνοντες Ιταλοί, οι οποίοι από την ώρα εκείνη που ήταν περίπου έξι παρά πέντε το πρωϊ στις 28 Οκτωβρίου 1940, σφυροκοπούσαν με το πυροβολικό τους όλες τις θέσεις των τμημάτων προκαλύψεως και όλα τα γνωστά δρομολόγια και μονοπάτια.
Έγινε η ανατίναξη της γέφυρας Γκόλα και συγχρόνως από άνδρες της διμοιρίας μου που ήταν στα άλλα σημεία υπονομεύσεων ανατινάσσονταν μικρά γεφύρια και κρίσιμες θέσεις του δρόμου. Από τις δέκα περίπου εστίες λειτούργησαν 4-5.
Και άρχισε αμέσως η σύμπτυξη της δύναμης. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι στρατιώτες έφυγαν μετά την μεγάλη έκρηξη προς Χάνι Δελβινάκι όπως προβλέπονταν και το γνώριζαν, κάπως βιαστικοί και ίσως φοβισμένοι. Δεν ήταν δα και εμπειροπόλεμοι. Η έκρηξη ήταν μεγάλη και τρομακτική και για τους στρατιώτες μου, και περισσότερο για τους κατοίκους των χωριών της μεθορίου γραμμής. Έμεινα τελευταίος με δύο στρατιώτες βοηθούς και ακολουθήσαμε και εμείς επιλέγοντας απυρόβλητη διαδρομή την οποία γνωρίζαμε καλά, προς Χάνι Δελβινάκι όπου ήταν η έδρα του Τάγματος Δελβινακίου και όπου φθάσαμε γύρω στις 12 με 1 το μεσημέρι κατάκοποι και ταλαιπωρημένοι. Ήταν σημαντικό που συμπτυχθήκαμε έστω και λίγο άτακτα, αφού είχαμε εκτελέσει με ακρίβεια την αποστολή μας για την οποία είμασταν προετοιμασμένοι από τον Μάϊο, αλλά και χωρίς καμία απώλεια, κάτι που το ζητούσε η Διοίκηση της Μεραρχίας. Και αυτό ήταν μια ακόμη επιτυχία και ανακούφιση για μένα ότι δεν έχασα ούτε έναν άνδρα της διμοιρίας.
Είχα ολοκληρώσει την αποστολή μου και είχα εκτελέσει το καθήκον μου μέχρι του τελευταίου σημείου του σχεδίου αντίστασης στην προκάλυψη, τις πρώτες ώρες, την πρώτη μέρα του πολέμου».
Αυτή η μαρτυρία του έφεδρου αξιωματικού Κλέαρχου Πελλένη 67 ακριβώς χρόνια μετά (Νοέμβριος 2007), για την πρώτη μέρα του πολέμου και το ΟΧΙ, την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940, αποτελεί ένα σημαντικό ντοκουμέντο των γεγονότων στο ακριτικό Πωγώνι. Η σημαντικότερη ιστορική πληροφορία που μας φέρνει είναι ότι η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ήταν έγκαιρα προετοιμασμένες για τον πόλεμο που ήταν αναπόφευκτος πλέον. Οι επιτελείς δούλευαν αθόρυβα και μεθοδικά νυχθημερόν, και κατώτερα στελέχη αναλάμβαναν να προετοιμάσουν και να εκτελέσουν σημαντικές και δύσκολες αποστολές, όπως αυτή του Κλέαρχου Πελλένη, σε επίκαιρα σημεία για την αντιμετώπιση της Ιταλικής εισβολής.
Και εκεί, στην Κακαβιά, στη Γέφυρα του Γκόλα, αγρυπνούσαν, και ήταν έτοιμοι, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Κλέαρχος Πελλένης και οι στρατιώτες του, για να πουν το πρώτο πολεμικό ΟΧΙ στους επιτιθέμενους Ιταλούς. Την ώρα εκείνη που οι περισσότεροι Έλληνες κοιμόνταν, εκεί, στη γέφυρα του Γκόλα, μια χούφτα Έλληνες στρατιώτες με τον αξιωματικό τους, αγρυπνούσαν, αφουγκράζονταν και αγωνιούσαν, καθώς πλησίαζε ο ορυμαγδός των τάνκς, και πυροδότησαν το πρώτο μπουρλότο της περήφανης απάντησης του Έθνους στους Ιταλούς.
Η έκρηξη από την ανατίναξη της γέφυρας Γκόλα, ακούστηκε σε όλα τα χωριά του Πωγωνίου, και στα άλλα τμήματα προκαλύψεως του στρατού, σαν εγερτήριο σάλπισμα, σαν ένα μήνυμα της αρχής της εθνικής περιπέτειας που άρχιζε εκείνη την ώρα. Είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του πολέμου στο Πωγώνι, οι κάτοικοι του οποίου, ιστορικά, είχαν το μεγάλο προνόμιο να αποτελέσουν μια έπαλξη στον προμαχώνα του Ελληνισμού στον πόλεμο εκείνον.
Η ανατίναξη της γέφυρας του Γκόλα ήταν η πρώτη πολεμική απάντηση στην εισβολή των Ιταλών. Ήταν το πρώτο πολεμικό ΟΧΙ, εκείνο το πρωϊνό, που ακούστηκε σε όλη την περιοχή από στρατιώτες και κατοίκους, από τη Μουργκάνα μέχρι τις υπώρειες της Νεμέρτσικας. Ήταν το πρώτο Εθνικό Σάλπισμα που συνήγειρε τους Πωγωνήσιους στρατευμένους του Ανεξάρτητου Τάγματος Δελβινακίου και τον ακριτικό πληθυσμό του Πωγωνίου. Ο στρατηγός Κατσιμήτρος γράφει για αυτόν τον σταθμό του πολέμου και τη σημασία του:
«Όλως ιδιαιτέραν είχε σημασίαν η επιτευχθείσα καταστροφή της μεγάλης γέφυρας ΚΤΙΣΜΑΤΑ - ΧΑΝΙ (ΑΡΙΝΙΣΤΑΣ) ήτις επραγματοποιήθη υπό σφοδρόν εχθρικόν πυρ, υπό αποσπάσματος του εφέδρου ανθυπολοχαγού Μηχανικού Κ. ΠΕΛΛΕΝΗ, όστις επέδειξεν ηρωϊσμόν και θάρρος εν τη εκτελέσει του καθήκοντος, αυτοπροσώπως πυροδοτήσας την εστίαν υπονομεύσεως».

Η ομηρεία κατοίκων του Πωγωνίου τις πρώτες μέρες του Πολέμου 1940

 

28 Οκτωβρίου 1940

• Η 28η Οκτωβρίου 1940, ημέρα που οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, βρίσκει το Πωγώνι στην πρώτη γραμμή των γεγονότων.
Στην περιοχή Πωγωνίου έχει συγκροτηθεί από το 1939 το Ανεξάρτητο Τάγμα Δελβινακίου με την έδρα του στο Χάνι Δελβινάκι, με τους τρεις λόχους του αναπτυγμένους σε καταυλισμούς.
Το ενδεχόμενο ενός πολέμου, και η εισβολή από τον άξονα του εθνικού δρόμου μέσω Κακαβιάς αποτελεί την κυρίαρχη ιδέα αντιμετωπίσεως της εισβολής με βασικό στόχο την αποτροπή της πορείας μηχανοκίνητων Ιταλικών μονάδων, τομέα στον οποίο οι Ιταλοί είχαν συντριπτική υπεροχή που στερούνταν ο Ελληνικός Στρατός.
Με αυτή την αποστολή του Τάγματος Δελβινακίου η αντιμετώπιση μιας εισβολής μεταφερόταν στην κύρια αμυντική θέση του Καλπακίου, και το Τάγμα Πωγωνίου είχε εντολή να συμπτυχθεί αμέσως στην περιοχή του Καλπακίου σε εφεδρική ετοιμότητα.
Αυτή η αποστολή, εκτελέστηκε αμέσως μετά την εισβολή, και την προέλαση των Ιταλών μέχρι την περιοχή Καλπακίου, και τα χωριά του Πωγωνίου γνωρίζουν την πρώτη κατοχή από τον Ιταλικό στρατό την «μικρή κατοχή», η οποία διήρκησε μέχρι 6 Δεκεμβρίου ημερομηνία που εκδιώχθηκαν οι Ιταλοί πέραν των συμβατικών συνόρων.

Μια συνοπτική περιγραφή
της κατάστασης
Ο Ιταλικός στρατός, μετά την 14η Νοεμβρίου 1940, που αρχίζει η αντεπίθεση του Ελληνικού Στρατού, αρχίζει να υποχωρεί πιεζόμενος, προς τα σύνορα. Υφίσταται και νέες απώλειες και πολλοί είναι οι αιχμάλωτοι που παραδίνονται στον προελαύνοντα Ελληνικό Στρατό. Οι επιχειρήσεις είναι σκληρές και σε αντίξοες συνθήκες.
Στην περιοχή Πωγωνίου οι Ιταλοί δέχονται πολλές επιθέσεις και οι συνδυασμένοι ελιγμοί των ελληνικών τμημάτων τους αναγκάζουν σε μία ταχεία σύμπτυξη.
Την εξέλιξη αυτή οι κάτοικοι των χωριών του Πωγωνίου αντιμετωπίζουν, αφ ενός με ανακούφιση καθώς βλέπουν ότι οι εχθροί φεύγουν, και όλο και πιο κοντά ακούγονται τα κανόνια και ο αχός των μαχών, αφ΄ ετέρου όμως, με φόβο και αγωνία για το ενδεχόμενο λεηλασιών και καταστροφών από τους Λιάπηδες Αλβανούς, που συνόδευαν τα Ιταλικά στρατεύματα, και κυρίως μία αιχμαλωσία και ομηρεία των γυναικόπαιδων.
Και δεν άργησε να παίζεται και αυτό το δράμα, ένα δράμα που είναι άγνωστο ακόμη και σε πολλούς Πωγωνήσιους.
Οι Ιταλοί για λόγους που δεν έχουν ομολογηθεί, αλλά που στη σκέψη των κατοίκων τότε, πέρασε σαν σχέδιο ανταλλαγής με Ιταλούς αιχμάλωτους στρατιώτες, άρχισαν να εφαρμόζουν ένα σχέδιο απομάκρυνσης των κατοίκων από τα χωριά και ομηρείας τους πίσω από τη γραμμή του μετώπου και βαθύτερα στην Αλβανία.

Στις Νεγράδες φθάνουν πληροφορίες για ομήρους
Στις Νεγράδες, όπου έχει στρατοπεδεύσει το Τάγμα Δελβινακίου, μετά τη σύμπτυξη από τη γραμμή προκάλυψης στο Πωγώνι, στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι Πωγωνήσιοι στρατιώτες σκέπτονται τις οικογένειές τους που άφησαν πίσω τους στα χωριά. Κάποιες πληροφορίες για ομηρεία των κατοίκων φθάνουν και εκεί.
Ο λοχίας Ελευθέριος Θάνος, από τη Μερόπη Πωγωνίου, που υπηρετούσε στο Τάγμα Δελβινακίου, στον τρίτο λόχο προκαλύψεως, κρατούσε Ημερολόγιο. Με τη σύμπτυξη του Τάγματος στην περιοχή Νεγράδων, ως εφεδρεία, γράφει και τα εξής:
9 Νοεμβρίου 1940
Έχουμε μεγάλη στενοχώρια, διότι μάθαμε πως ο εχθρός έχει πάρει ως ομήρους όλους τους κατοίκους των καταληφθέντων χωριών. Εγώ στενοχωρούμαι πιο πολύ, διότι είμαι η αιτία να μείνει ο πατέρας κλπ στο χωριό.
Οι μαρτυρίες που καταγράφηκαν από αυτό το γεγονός της ομηρείας κατοίκων του Πωγωνίου, δίνουν την άλλη πλευρά του πολέμου, μια άγνωστη ιστορία ακόμη και σε πολλούς Πωγωνήσιους, με εικόνες και περιστατικά που συγκλονίζουν και έχουν κάτι από τις θύμησες της διαχρονικής περιπέτειας του Ελληνισμού.
Από αυτές τις καταγραφές των μαρτυριών της ομηρείας, παραθέτουμε μερικές, αποσπασματικά, που δίνουν αυτή τη άλλη διάσταση του πόλεμου του 1940-41.
Μια ομηρεία, που για άλλους δεν ολοκληρώθηκε, για άλλους τελείωσε σε λίγες μέρες, και για μερικούς έφθασε μέχρι την Ιταλία, για να επιστρέψουν, μέσω Γιουγκοσλαβίας, λίγο πριν από την εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων στις 6 Απριλίου 1941 και να επιστρέψουν αργότερα στα χωριά τους.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ Πολυξένης Ι. Παππά
Καταγραφή: Ξηρόβαλτο 19 Αυγούστου 1993
«Στις 21 Νοεμβρίου 1940, χτύπησαν οι καμπάνες και βγήκαμε από τα σπίτια μας. Οι Ιταλοί μας είπαν ότι θα πάμε μέχρι την Επισκοπή. Πήραμε τα ζώα και φορτώσαμε λίγα ρούχα και σκεπάσματα. Δεν μας άφησαν να πάρουμε γιδοπρόβατα και γελάδια. Μας κατέβασαν στον κάμπο στη θέση «Κουτσουπιά».
Ο κάμπος ήταν «μαύρος», γεμάτος Ιταλούς στρατιώτες που έφευγαν. Ένας χονδρός Ιταλός μας μίλησε, και ένας άλλος μας τα έλεγε Ελληνικά, πως θα μας ανταλλάξουν με Ιταλούς αιχμαλώτους που είχε πιάσει ο Ελληνικός Στρατός.
Μας πήγαν στο Γιωργουτσάτι. Εκεί μας πήραν τα ζώα. μας έβαλαν σε στρατώνες. Ήταν εκεί και Ποντικατιώτες. Κοιμηθήκαμε.
Το πρωί οι Ιταλοί έφεραν αυτοκίνητα -μακίνες- και φόρτωσαν μερικούς από τα γυναικόπαιδα. Οι δικοί μας από το Ορεινό απόφυγαν να ανέβουν στο αυτοκίνητο. Μόνο ένα παιδί πήραν τον Θ. Βαλερά. Μας έδωσαν ψωμί σκληρό και ξεκινήσαμε με τα πόδια προς Αργυρόκαστρο. Το πρώτο βράδυ κοιμηθήκαμε σε μιά χωραφιά. Την άλλη μέρα φθάσαμε στο Τεπελένι. Εκεί η Αλβανική Αστυνομία μας ρώτησε γιατί ήρθαμε. Τους είπαμε πως μας έφεραν οι Ιταλοί.
Ο Σπύρο Παππάς, χωριανός μας (60 χρονών τότε) γνώριζε τον αστυνόμο. Ο αστυνόμος είπε πως οι Ιταλοί υποχωρούν. Να γυρίσετε πίσω. Και μας έστειλε προς τα χωριά Προγονάτι, Λεμπούσι(;). Εκεί μας συμπεριφέρθηκαν καλά, μας έδωσαν και αλεύρι και φκιάσαμε σταχτοκουλούρα να φάμε. Είχαμε μαζί μας γέρους και μικρά παιδιά. Κι ένα μωρό τον Στέφανο Λύρα που τον κουβαλούσε η μάνα του Καλλιόπη στη σαμαρίτσα.
Περάσαμε από το Λεκτούσι, Πιτσάρι. Εκεί μας φιλοξένησαν στο σχολείο, και μας έφεραν ψωμί, τυρί και άλλα και φάγαμε. Γνώριζαν πως έρχονται οι Έλληνες και μας είπαν να μη τους πειράξει η Κόμιτα Γκρέκο. Γνώριζαν Ελληνικά. Μετά μας πήραν και μας πέρασαν από Αργυρόκαστρο μέχρι τη Δερβιτσάνη. Είχε φθάσει ο Ελληνικός Στρατός. Στο Γιωργουτσάτι πέθανε μιά γυναίκα από Ποντικάτες».

ΜΑΡΤΥΡΙΑ Ευδοξίας Κουτσολιόντου*
(το γένος Νοτίδη) – Καταγραφή: 1991
Όντας στις 21 Νοέμβρη γύρισαν οι Ιταλοί. Ήρθαν οι Ιταλοί. Πλάκωσαν στο χωριό κι έζωσαν το χωριό γύρω γύρω και με τα ντουφέκια έβγαζαν τον κόσμο από τα σπίτια.........
Ακούσαμε, είπανε, πως μπήκανε σε μια βλάχα και την πήρανε κι αυτή και δεν την άφηναν. Τους έλεγε: «πίκολο, πίκολο, μωρό, μωρό». Τίποτε αυτοί. Μπήκε μέσα ο Ιταλός και παίρνει και το πήρε όλο με τη σαμαρίτσα και τόβγαλε όξω και της τόδωσε. Τίποτε άλλο. Ούτε ένα τσόλι να φορέσει. Και τους έλεγε η βλάχα: «πίκολο, πίκολο». Το πήρε και η βλάχα και τόβαλε σ΄ ένα σακούλι.........
Απ΄ εδώ από κει, πεντέξι στρατιώτες καραμπινιέρηδες μάζεψαν το χωριό όλο, φώναζαν: «αντάρε βια, βία, βία, Ιταλία Γκρέκο μπομπ», εδώ θάρθει ο Γκρέκος να σας σκοτώσει.........
Εμείς κάτω από την Παναγιά που κάναμε νυχτώσαμε. Εγώ ζαλωνόμουν τη γριά από διάστημα σε διάστημα, έχασα και τα παπούτσια, μπήκα μες΄ στη λάσπη, με τη μπάμπω ζαλωμένη, έβγανα το ένα ποδάρι το ρουφούσε το άλλο η λάσπη, λάσπη τόση που την έκαναν τα μουλάρια, ξυπόλητη, τάχασα τα παπούτσια μου. Πού να τα βρεις; Έβγανες το ποδάρι γλουπ στη λάσπη. Και πήγα ξυπόλητη στο Γιωργουτσάτι.........
Ποιος να σε βοηθήσει; Ο καθένας έτρεχε να φθάσει τους άλλους. Τα παιδιά έκλαιγαν. Κι οι γυναίκες έκλαιγαν και όλοι κλαίγανε.........
Εκεί στη λάσπη στα χωράφια κοιμόμασταν, δεν έβρεχε, τη νύχτα έπεφτε τ΄ αγιάζι απ΄το ποτάμι, τσοκάνιζαν τα κόκαλα. Όταν πηγαίναμε στο Αργυρόκαστρο ούτε μας συνόδευαν.
Κάπου κανένας μας έλεγε να προχωράμε. Μας έλεγαν να πάμε στο Κάστρο. Πήγαμε στο Κάστρο. Ύστερα μας έλεγαν να πάμε Τεπελένι.
Πήγαμε στο Τεπελένι. Αλλά ύστερα από το Κάστρο κάναμε κι΄ άλλη βραδιά στην ακροποταμιά. Θάταν 28 ή 29 του μηνός που φτάσαμε στο Τεπελένι.........
Αυτός ο Τανάσι που μας πήρανε απ΄ το χωριό, τον ηύραμε στο Τεπελένι, ήταν από την Κορυτσά, Έλληνας, και ήταν στρατιώτης. Να σας πω λέει:
«Αύριο να κινήσετε και να περάσετε από τη γέφυρα του Λέκλι».
Εκεί στη Λέκλι βγήκανε Λιάμπισσες, γυναίκες, χανούμισσες με ντουμάνια, και λιπανά ζεστά και πλάκες τυρί. Και λέει μια: «Ω, Γκρέκο»! Κι έκαναν ντουνά(;) προς το Θεό. «Και εμείς τα πάθαμε το ΄17», λέει. Τάχα είχαν έρθει κι αυτοί πρόσφυγες κάποτε και τους βοήθησαν οι Έλληνες και το θυμόνταν.........
Από τη Λέκλη ως την Πολύτσανη περάσαμε από 18 χωριά. Μετά πήγαμε στο Λάμποβο του Ζάππα. Καϊτερέματα εκεί οι Ζαππινοί, κόσμος, αγάλματα στην πλατεία οι Ζαππαίοι, εκκλησία, σχολείο γράφουν το όνομά τους. Μας περιποιήθηκαν. Μας έβαλαν στο σχολείο.........
Εκεί στη Στεγόπολη που το λένε, ό,τι βγήκαμε, ακούμε Ελληνικό στρατό! Έλληνες! Έρχονται οι Έλληνες! Μας είπαν από το Χόρμοβο ακόμη, ότι οι Έλληνες έρχονται από το Λάμποβο. Βρίσκουμε έναν τον λέγανε Βαγγέλη Χατζή, πέθανε πρόπερσι, στρατιώτη.
«Βαγγέλη εγώ, Βαγγέλη», ήταν από το χωριό μου. Μου λέει: «Εδώ είναι κι ο αδερφός σου, έρχεται κι ο Λίτης ο Παναγιώτης».
Ο Λίτης ήταν στρατιώτης. Του λέω: «πούναι ο Παναγιώτης;», «Είναι ο αδερφός μου;, ζάει;» «Ζάει, ορέ τον τσούχλη», μου λέει ο Παναγιώτης,
«Τι κάνετε; Πως είστε;»
«Έτσι κι έτσι», λέει.
«Η μάνα σου πάει, του λέω, με την αδερφή μου». Είχαν πάει στην Ιταλία.
«Πού είναι ο Θανάσης, ο αδελφός μου, του λέω, με γελάς;»
«Ε, Νοτίδη, ω ρε τσούχλη φώναζε. Εφάγαμε μου λέει, ένα τραγί στη Σούχα κοντά στο Λάμποβο, νερόβραστο, το σφάξαμε και το βράσαμε στο καζάνι και φάγαμε και μας έκοψε. Ο Νοτίδης, μου λέει, κάθε δέκα βήματα, κάτω τα βρακιά».
«Τι λες μωρέ του λέω, δεν είναι και η μάνα μου, είναι στο τάδε Μοναστήρι».........
Βρήκαμε σκοτωμένους Ιταλούς. Εκεί στη Στεγόπολη είναι ποτάμι, εκεί που πάμε για την Πολύτσανη, ήταν ένα χωράφι, εκεί είχαν κάνει το τσάϊ, έτρωγαν, τους έριξαν δύο τρεις βόμπες. Τους άφησαν εκεί σκοτωμένους. Και ζώα σκοτωμένα κι ανθρώπους πολλούς.........
Προηγουμένως σου λέω, βρίσκω τον Κλή Κράνια από τη Βοστίνα, στρατιώτη με ματαγωγικό στη Σούχα, τον κατήφορο, πριν από το ποτάμι, στο δρόμο, πήγαινε ψωμί στο στρατό, είχε δύο μουλάρια φορτωμένα.
«Κλη, του λέω εγώ, μια φέτα ψωμί για το παιδί». Κίνησε να φύγει, σταματάει και μου λέε: «πάρε το δικό μου». Είχε λίγο κουραμάνα κι όπως ήτανε μου την έδωκε. Το άλλο πήγαινε για το στρατό.
«Είναι πεινασμένοι, μου λέει, δυό μέρες νηστικοί».
«Το ξέρω, του λέω. Έφαγαν ένα τραγί και τον αδερφό μου τον κόβει».
Μας έδωκε το ψωμί, εξασφαλίσαμε το παιδί.
Εμείς πήγαμε στην Πολύτσανη, φάγαμε τα κουμπρολάχανα, απ΄ όξω.
Απ΄ εκεί φύγαμε και περάσαμε Τσιάτιστα και πέσαμε στον τόπο μας στο βουνό, στο Μακρύκαμπο και βγήκαμε στις Ποντικάτες. Και ήτανε ανήμερα τ΄ Αγίου Νικολάου, φθάσαμε στο σπίτι μας…
Φύγαμε 21 Νοεμβρίου και γυρίσαμε 6 Δεκεμβρίου. Η αδελφή μου ήταν με τους άλλους που πήγαν Ιταλία. Γύρισε μετά 11 μήνες. Ούτε που ξέραμε αν ζούνε. Ύστερα μάθαμε πως πέρασαν καλά.

* Η αείμνηστη Ευδοξία Κουτσολιόντου,
είναι μητέρα του πρ. Εκδότη του «Π.Λ.»
Βασ. Κουτσολιόντου.

• Η συνάντηση των ομήρων, με τμήματα του προελαύνοντος ελληνικού στρατού κοντά στη Στεγούπολη, τμήματος μάλιστα που υπηρετούσαν και στρατιώτες καταγόμενοι από τις Ποντικάτες και γενικά από το Πωγώνι, του γνωστού Ανεξάρτητου Τάγματος Δελβινακίου, είναι πράγματι συγκλονιστική.
Οι Ποντικατιώτες στρατιώτες συναντούν τους χωριανούς τους, τους συγγενείς τους, αδέρφια, γυναίκες και παιδιά, για τους οποίους δεν γνώριζαν τίποτε από την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν συμπτύχθηκαν από τις γραμμές προκαλύψεως προς το Καλπάκι.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ Γεωργίου Μποζιάρη
Καταγραφή: Ποντικάτες 15-8-1993
«Στις 21 Νοεμβρίου 1940 μας πήραν από τις Ποντικάτες και μας πήγαν στις Γιωργουτσάτες. Ακούγαμε τις οβίδες που έπεφταν.
Από Ζερβάτι ήρθε φορτηγό και μας πήρε από Γιωργουτσάτι στην Αυλώνα. Εκεί μείναμε σε έναν κινηματογράφο, άλλοι στο Φίερι σε σχολείο, μέχρι την παραμονή των Χριστουγένων.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα στην Αυλώνα μας φόρτωσαν σε καράβι όπου μείναμε μιά βδομάδα, γιατί ανατινάχτηκαν κάποια καράβια. Ένα βράδυ φύγαμε και το πρωϊ ξημερώσαμε στο Μπάρι. Είμασταν 300, στρατιώτες αιχμάλωτοι και γυναικόπαιδα. Μπήκαμε στο τραίνο.
Σε κάθε σταθμό άφηνε και ένα βαγόνι. Εμάς μας άφησαν στο Κέτι. Μας έβαλαν σε λεωφορείο. Θεοκλή Μποζιάρη με τρία παιδιά Γιώργο, Αχιλλέα,Ευαγγελία, η Λευκοθέα Βράνου με τρία παιδιά Δημήτρη, Κώστα, Ανθούλα και ένα ζευγάρι από την περιοχή Κόνιτσας. Και τρία κορίτσια επίσης από την περιοχή Κόνιτσας.
Μας πήγαν στο Κασαλμπορντίνο και μείναμε εκεί σε ξενώνα μέχρι την παραμονή του Ευαγγελισμού.
Στις 25 Μαρτίου μας έβαλαν στο τραίνο και περάσαμε από Πεσκάρα, Βενετία, Τεργέστη, Λουμπιάνα Γιουγκοσλαβίας και καταλήξαμε το βράδυ στο Βελιγράδι. Εκεί έγινε ανταλλαγή τραίνου με Ιταλούς υπηκόους που ερχόταν από την Ελλάδα. Με το τραίνο φθάσαμε στη Γευγελή και επιβιβαστήκαμε σε Ελληνικό τραίνο που μας πήγε στον Πειραιά».

ΜΑΡΤΥΡΙΑ Κων/νου Λίτου – δάσκαλου
από το Τεριάχι – Καταγραφή 2006
Οι κάτοικοι του Τεριαχίου φοβούνται. Από το πρωϊ 21 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί τους συγκεντρώνουν όλους τους κατοίκους του χωριού στην κεντρική Εκκλησία των Ταξιαρχών. Στο ανατολικό μέρος της εκκλησίας στήνουν τα πολυβόλα που βάλλουν συνεχώς.
Ποιος ο σκοπός τους; Θα μας εκτελέσουν; Θα μας πάρουν ομήρους; Η αγωνία κορυφώνεται. Νωρίτερα είχαν πάρει ομήρους δύο κατοίκους του χωριού μας τους πήραν ομήρους μία ομάδα Ιταλών. Η τύχη τους αγνοείται και όλοι είμαστε αναστατωμένοι.
Όλοι ψιθυρίζουν: «Άγιοι Ταξιάρχαι κάνετε το θαύμα σας, να σωθούμε».........
Κατά το μεσημέρι αρχίζουν πυροβολισμοί, αργότερα πυκνώνουν. Η αγωνία μας κορυφώνεται. Τι άραγε συμβαίνει; Έχουμε πειστεί όλοι, ότι θα οδηγηθούμε όμηροι στη φασιστική Ιταλία.
Κατά τις 3 το απόγευμα ο ήχος των πολυβόλων σταματά. Απόλυτη ησυχία επικρατεί. Τώρα τι κάνουμε;
Ο Κώστας Τζούλης, πιο τολμηρός, αποφασίζει να ανοίξει την πόρτα. Βγαίνει έξω σιγά-σιγά. Ούτε ακούει, ούτε βλέπει τίποτε. Τα πολυβόλα δεν βρίσκονται στη θέση τους. Γυρίζει μέσα και μας λέει:
Χωριανοί, ούτε είδα ούτε άκουσα κάτι. Σωθήκαμε! Τι λέτε να κάνουμε; Να περιμένουμε λίγο ακόμη, φώναξαν όλοι μαζί. Η αγωνία μεγαλώνει. Δεν περνά όμως πολλή ώρα και μία διμοιρία Ελληνικού στρατού που έρχεται από την περιοχή του Ζαβρόχου, ΝΔ του χωριού με ιαχές των στρατιωτών μπαίνουν στην εκκλησία.
«Σωθήκατε» μας λένε. Συγκινητικές στιγμές, αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα, ζητωκραυγές. Απίστευτο και όμως ήταν αλήθεια.........
Αμέσως γίνεται δέηση και δοξολογία από τον Παπα-Γιώργη και όλοι ψάλλουμε τον Ακάθιστο Ύμνο, το «Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια»! Όλοι φωνάζουμε Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός, Ζήτω η Ελλάδα.
Γιάννενα 16-1-2006
Εκεί στο Τεριάχι ψάλουν τον Ακάθιστο Ύμνο δίπλα στους μαχόμενους στρατιώτες με έναν ύψιστο συμβολισμό για τη διάσωσή τους.


Το ταξίδι προς την ομηρεία
(από το βιβλίο του Αχιλλέα Ι. Βοζιάρη
«ένα παιδί του ‘40 θυμάται από την
Ιταλοκρατούμενη πλευρά» 2000)
Ο Αχιλλέας Ι. Βοζιάρης, από το χωριό Ποντικάτες, 10 ετών μαθητής το 1940, στο βιβλίο του «ένα παιδί του ΄40 θυμάται από την Ιταλοκρατούμενη πλευρά», καταγράφει τα γεγονότα της ομηρείας του 1940-41, όπως τα έζησε. Βρέθηκε στο καραβάνι της ομηρείας μαζί με πολλούς άλλους από τα χωριά Ποντικάτες, Ορεινό και Ξηρόβαλτο και έφθασε στην Ιταλία, μαζί με την μητέρα του Θέκλη 30 ετών, τον αδελφό του Γιώργο 13 ετών και την αδελφή του Ευαγγελία 7 ετών.
Ο πατέρας του, Ιωάννης Βοζιάρης, υπηρετούσε την περίοδο αυτή ως λοχίας, στο Ανεξάρτητο Τάγμα Δελβινακίου, και στο λόχο του Γιαννόπουλου, ο οποίος ήταν στρατοπεδευμένος σε διασπορά της αμυντικής οργάνωσης του Τάγματος, δίπλα στο χωριό του, στο δάσος της «Μπούνας».
Με την κήρυξη του πόλεμου το πρωϊ της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιωάννης Βοζιάρης, ακολουθεί την πορεία του Λόχου, στο σχέδιο σύμπτυξης του Τάγματος. Η οικογένεια στις 21 Νοεμβρίου 1940 βρίσκεται στο καραβάνι ομηρείας, μαζί με όλους τους κάτοικους του χωριού.
«Έτσι λοιπόν τις απογευματινές ώρες στις 21 Νοεμβρίου 1940 άρχισε το οδοιπορικό προς την ομηρεία, με μεγάλο παράπονο και «βαρύ καημό» ότι δε θα αξιωθούμε να δούμε την είσοδο των Ελλήνων στρατιωτών στο χωριό μας, όπως περιμέναμε με λαχτάρα.
Ξυπόλυτοι, πεινασμένοι, χωρίς ρούχα και τρόφιμα (δεν μας επέτρεψαν να πάρομε μαζί μας τίποτε), προχωρούσαμε, σερνόμασταν, όλοι οι χωριανοί, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι άνδρες, μωρά, γρηές, μέσα σε λασπόνερα, πέτρες και αγκάθια, με ψιλόβροχο και απόλυτο σκοτάδι, που το φώτιζαν πού και πού οι λάμψεις από τις εκτοξεύσεις των οβίδων του πυροβολικού, κάτω από τις αγριοφωνάρες των Iταλών στρατιωτών, που μας συνόδευαν και που έδειχναν ότι το ηθικό τους ήταν στο μηδέν και η σύγχυση και αμηχανία τους απερίγραπτη.........
Εν τω μεταξύ το «καραβάνι του μαρτυρίου» πλουτίζονταν και με άλλα γυναικόπαιδα από τα χωριά Ξηρόβαλτο και Ορεινό. Διαβήκαμε τον αυχένα του «Σκίπη» και, από εκεί και πέρα, βρισκόμασταν εκτός Ελλάδας. Στο Αλβανικό έδαφος. Η πορεία υπό την πίεση των συνοδών μας Ιταλών στρατιωτών έπρεπε να είναι ταχύτερη και για τούτο οι φωνές τους ακατάπαυστες.
Πρέπει όμως να τονίσω εδώ ότι οι στρατιώτες αυτοί, κατά βάθος, μας λυπόταν, πονούσαν και αυτοί για το μαρτύριό μας και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν.........
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, 22 Νοεμβρίου 1940, ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο έφθασε στον καταυλισμό μας, με δυό-τρείς Ιταλούς στρατιώτες, που με διάφορες κινήσεις και νοήματα μας έλεγαν να επιβιβαστούμε. Τη στιγμή εκείνη επικράτησε η άποψη, στους ηλικιωμένους, ότι δεν ήταν προς όφελός μας η επιβίβαση στο αυτοκίνητο, γιατί δεν γνωρίζαμε για πού μας προόριζαν και τι θα μας κάνουν, για τούτο όσοι μπόρεσαν απέφυγαν την επιβίβαση, και το αυτοκίνητο το γέμισαν δια της βίας. Εμείς όμως οι πέντε-έξι «πιτσιρικάδες», μόλις είδαμε το αυτοκίνητο «σαλτάραμε» με χαρά επάνω, γιατί, για πρώτη φορά, θα ταξιδεύαμε με αυτοκίνητο και, αναγκαστικά, ακολούθησαν και οι δικοί μας, οι μανάδες μας.
Στο Φίερι, όπου μας πήγαν, μείναμε, περίπου, 28
ημέρες σε ένα στρατόπεδο, όπου βρήκαμε και άλλα γυναικόπαιδα, αλλά και άνδρες. Η ζωή μας εκεί, υπήρξε μαρτυρική, κάτω από άθλιες συνθήκες καθαριότητας και φαγητού. Περιφερόμασταν στην περιφραγμένη και γεμάτη από σκουπίδια και λασπόνερα έκταση του στρατοπέδου, με το ηθικό στο μηδέν, γιατί δε γνωρίζαμε ποιά θα είναι η τύχη μας.
Ύστερα από κάποιες ημέρες όλοι σχεδόν αρρωστήσαμε από δυσεντερία λόγω βρωμιάς στο νερό, στα φαγητά και σε όλο το στρατόπεδο. Οι αρμόδιοι του στρατοπέδου, τότε, κατασκεύασαν πρόχειρα λουτρά, αλλά το νερό ήταν λιγοστό και κακής ποιότητος, ήταν γλυφό.
Όμως ένα πρωϊνό, προς το μεσημέρι, στις 22 ή 23 Δεκεμβρίου, έφθασαν 3-4 στρατιωτικά αυτοκίνητα και Ιταλοί στρατιώτες πολύ βιαστικά, υπό το κράτος πανικού, μας επιβίβασαν όλους, σαν «σαρδέλες» στα αυτοκίνητα. Ταξιδεύοντας προς το άγνωστο, στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλο, φθάσαμε, γύρω στις 3-4 τα ξημερώματα, σε μιά πόλη, όπου μας οδήγησαν σε μια αίθουσα στενόμακρη και φωτισμένη με ηλεκτρικό φως.
Με το πρώτο φώς της ημέρας σηκωθήκαμε, με την περιέργεια να πληροφορηθούμε πού βρισκόμαστε. Μας είπαν ότι βρισκόμαστε στον Αυλώνα.
Ο Νίκος Λιολιάκης οκτώ ετών τότε από Ποντικάτες θυμάται...
...Ο δρόμος από το υγρό φθινόπωρο και τις μετακινήσεις των στρατιωτών, λάσπωνε όλο και πιο πολύ και γινότανε δύσβατος. Το βράδυ είχε πέσει. Άδικα οι πίσω συνοδοί μας ξεφώνιζαν στους μπροστινούς να βιαστούν.
Η μάνα κοντούλα και βαριά από την εγκυμοσύνη με τον τετράχρονο αδελφό μου στην αγκαλιά, κι εμένα από το χέρι που κρατούσα το σακκούλι με το ψωμοτύρι, δυσκολευόταν. Κανείς δεν βοηθούσε, ο καθένας γύρω μας είχε το πρόβλημά του. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο.
Ο Ιταλός που πλησίαζε πίσω μας να μας παροτρύνει να βιαστούμε στάθηκε και πήρε από την μάνα μου απαλά τον αδελφό μου στη δική του αγκαλιά κάτω από την πράσινη πελερίνα του.
Εκάναμε έτσι σιωπηλά τον υπόλοιπο δρόμο ως τις Γιωργουτσάτες, μετά τα ελληνικά σύνορα, αφού περάσαμε τσαλαβουτώντας το ποτάμι Δρίνο.
Εκεί ξενυχτήσαμε κάτω από ένα υπόστεγο μαζεμένοι σφιχτά ο ένας κοντά στον άλλο για να μη κρυώνουμε.
Ο πατέρας του Νίκου, Αθανάσιος, ήταν στρατιώτης στο Τάγμα Δελβινακίου που εμάχετο βορειότερα. Η οικογένεια βρέθηκε σε εκείνους που οδηγήθηκαν στην ΙταλίαΜεταφέρθηκαν στο Φίερι σε στρατόπεδο, υπέφεραν από διαμονή, ψείρα, καθαριότητα, δυσεντερία, και παραμονές των Χριστουγέννων νύχτα με αυτοκίνητα οδηγήθηκαν στον Αυλώνα και επιβιβάστηκαν σε πλοίο της γραμμής Πρίντιζι
Μέσα στο πλοίο, λοιπόν, που περιστρεφόταν γύρω από την άγκυρά του, στ΄ ανοιχτά του Αυλώνα. Περάσαμε χωρίς να το νοιώσουμε τα Χριστούγεννα του πολέμου 1940.
Αμέσως μετά μεταφέρθηκαν στην Ιταλία και εγκαταστά-θηκαν σε πόλη βορειότερα σε διαμέρισμα.........
Ο Λάκης εξιστορεί στη συνέχεια ενός κειμένου που μου έστειλε για την ζωή στην Ιταλία, τη βοήθεια που είχαν από τους Ιταλούς, την περίθαλψη που προσέφεραν στην έγκυο μητέρα του, που γέννησε τον μικρότερο αδελφό του (22 Φεβρουαρίου 1941) σε κλινική και την βάπτισή του από το δήμαρχο της πόλης, και την επιστροφή μέσω Γιουγκοσλαβίας μαζί με άλλους.
Στις μαρτυρίες για την Ομηρεία, καταγράφονται όμηροι:
- Από το χωριό Αργυροχώρι πέντε άτομα.
- Όλο το χωριό Χρυσόδουλη, που οδηγήθηκαν στην Πέπελη πέραν από τα σύνορα και αφέθηκαν εκεί λόγω προελάσεως του Ελληνικού Στρατού.
- Δέκα οικογένειες στο χωριό Κτίσματα, κλείστηκαν στην Εκκλησία αλλά δεν πρόλαβαν να τους πάρουν λόγω εσπευσμένης αποχώρησης.
- Όλο το χωριό Βάλτιστα, σήμερα Χαραυγή, μαζί και ζώα οδηγήθηκαν πέρα από τα σύνορα στο Μοναστήρι Λουβίνας όπου εγκαταλείφθηκαν λόγω προελάσεως του Ελληνικού Στρατού.
- Από το Χωριό Κρυονέρι μια μεγάλη ομάδα γυναικόπαιδα οδηγήθηκε στα Κτίσματα, και έγινε προσπάθεια να μετακινηθούν στην Καστάνιανη με συνοδεία Ιταλών, να παραδοθούν στην Ιταλική Αστυνομία. Στη διαδρομή βλήθησαν από άλλο Ιταλικό τμήμα, και τελικά οι Ιταλοί έφυγαν βιαστικά και οι όμηροι από το Κρυονέρι, πορεύτηκαν μέσα σε ατμόσφαιρα πολέμου μόνοι τους στη Στρατίνιστα όπου βρήκαν έλληνες στρατιώτες σε προέλαση. Κατευθύνθηκαν, προς το χωριό τους όπου ήταν ακόμη Ιταλοί υποχωρούντες. Διανυκτέρευσαν σε σπηλιά, όπου τους εντόπισαν οι Ιταλοί και εκεί:
«Στης Καλίνας το Λιθάρι» κάτσαμαν να ξαποστάσομε και κατερούσαμαν να ξημερώσει για να κατηβούμε μέρα στο χωριό. Σκοτάδι πίσσα, μούσγκος, ποσταμάρα, τσουχτερό κρύγιο… Κανένας δεν μπόραγε να κλείσει μάτι. Σκιαζόμασταν κιόλας… Εγώ και η Μήτρο Πρόκαινα, σας είχαμαν εσένα και τον Γρηγόρη μωρά στη σαρμανίτσα.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα μας βρήκαν κάτι Ιταλοί, που ανηφόριζαν προς το Κόνισμα. Οι Ιταλοί ζ΄γώσανε, όπλισαν κρακ-κρακ κι ήταν έτοιμοι να μας ρίξουν. Την ώρα ΄κείνη εσύ κι ο Γρηγόρης της Μήτρο-Πρόκαινας, βάλατε τα κλάματα γιατί ήσταν θεονύστικα. Ακούσαμαν τότε έναν Ιταλό να φωνάζει, «μπαμπίνο… μπαμπίνο». Ο ίδιος Ιταλός ήρθε κοντά, σας χάϊδεψε κι έδωσε σε μένα και τη Μήτρο-Πρόκαινα από μια γαλέττα, για να σας ταϊσουμε. Ρώταγε κάτι στη δική του γλώσσα, αλλά τα γερόντια δεν τον καταλάβαιναν και του φώναζαν ότι θέλουν να πάνε στο χωριό, δείχνοντας το Κρυονέρι. Εκείνος κούναγε τα χέρια του κι όλο ήλεγε «Νο,νο,νο»! οι Ιταλοί ανηφόρησαν προς το «Κόνισμα», κι ήρθαν οι καρδιές μας στον τόπο τους.
Στο Λαχανόκαστρο, νωρίτερα εφάρμοσαν το σχέδιο για την ομηρεία, καθώς από το Καλπάκι είχε αρχίσει η υποχώρηση και τμήματα του Στρατού προχωρούσαν προς Βήσσανη. Στις 13-14 Νοεμβρίου συγκέντρωσαν όλους τους κάτοικους του χωριού σε ένα σπίτι και τους οδήγησαν με φρουρά προς Βήσσανη, τους έκλεισαν στην Εκκλησία όπου διανυκτέρευσαν. Εκεί οι κάτοικοι της Βήσσανης τους έδωσαν φαγητά και κουβέρτες γιατί είχε κρύο. Την επομένη του οδήγησαν σε πορεία προς το Δελβινάκι. Στη στενωπό Βησσάνης Δελβινακίου:
«περίπου 200 ιταλοί στρατιωτες δύλευαν στο δρόμο για να φέρουν κανόνια.
Οι Ιταλοί στρατιώτες μόλις μας είδαν έτρεξαν στα μικρά παιδιά, μας αγκάλιαζαν μας φιλούσαν, μας έδιναν ψωμί κουραμάνα Ιταλική (μπανιώτες) τις έλεγαν, ήταν μικρά στρόγγυλα ψωμάκια 250 δράμια. Μας δίναν κασέρι και σοκολάτες. Πολλοί δάκρυζαν γιατί είχαν παιδιά. Φιλούσαν τα χέρια στις γριές, μάμα μία grande λέγουν =γιαγιά. Σε μας τα παιδιά μας φώναζαν πίκολο βενέ κουά, ελάτε εδώ. Πολύ συγκινητικό!
Το καραβάνι των ομήρων συνέχισε την πορεία προς το Δελβινάκι όπου ο Δεσπότης μαγείρεψε φακή και οι κάτοικοι τους πρόσφεραν τρόφημα. Την επομένη πορεύτηκαν προς Πωγωνιανή όπου τους εγκατέλειψαν γιατί ο Ελληνικός Στρατός είχε προελάσει βορειότερα.
Μεμονωμένοι όμηροι ήταν και από τον Γεροπλάτανο πέντε μαζί με τον ιερέα του χωριού παπα-Θανάση οικονόμο, αλλά και από τις Δρυμάδες.

38 μέρες «Μικρής Κατοχής»
από το χρονικό του Πολέμου...
Αυτές είναι οι μαρτυρίες που καταγράψαμε από το γεγονός της ομηρείας που υπέφεραν κάτοικοι των χωριών του Πωγωνίου που αναφέρονται σε αυτή την καταγραφή, είναι μια παράπλευρη ιστορία του πόλεμου του 1940-41.
Όλα αυτά συνέβαιναν πίσω από τις γραμμές και τα πεδία των συγκρούσεων των Ελληνικών δυνάμεων και των Ιταλών, στη φάση της υποχώρησης των Ιταλών και της νικηφόρου προέλασης των Ελληνικών μονάδων.
Αυτά συνέβησαν στο τέλος της περιόδου της «Μικρής Κατοχής», από 28-10-1940 μέχρι 5 Δεκεμβρίου 1940, που δοκίμασαν τα χωριά του Πωγωνίου. Και τις μέρες που με αγωνία και καρτερία οι κάτοικοι, αφουγκράζονταν τα κανόνια του πολέμου πιο σιμά, και ένοιωθαν τον Στρατό μας να πλησιάζει.
Λαχταρούσαν να δουν τους δικούς τους στρατιώτες να έρχονται νικητές, να τους απελευθερώσουν από αυτή τη κατοχική παρουσία των Ιταλών. .
Τα περιγραφόμενα περιστατικά στις μαρτυρίες που καταγράφηκαν, αποτελούν μια μοναδικότητα του πολέμου του ΄40, για μια περιοχή, το Πωγώνι, στις 38 αυτές μέρες της «Μικρής Κατοχής», από τις 28 Οκτωβρίου 1940, ημέρα της εισβολής, μέχρι 5 Δεκεμβρίου 1940 ημέρα που το τελευταίο τμήμα των Ιταλών στρατιωτών απομακρύνθηκε από το ελληνικό έδαφος.
Η ομηρεία Πωγωνησίων πολιτών, αποτελούν ένα άλλο Χρονικό του πολέμου, μιας δοκιμασίας άγνωστης, που δεν πέρασε από τα ψυχρά Πολεμικά ανακοινωθέντα, ούτε στις πολεμικές ανταποκρίσεις των ημερών, αλλά και αργότερα. Και τα θύματα δεν συμπεριελήφθησαν στο μαρτυρολόγιο της θυσίας. Ούτε στις καταστάσεις βοήθειας ή στους πίνακες αποζημιώσεως πολεμοπαθών
Ιδιαίτερα οι μαρτυρίες των μικρών τότε παιδιών, αποτελούν ένα βαθύ αποτύπωμα στην παιδική μνήμη, που τα συνοδεύει ακόμη, και οι αφηγήσεις τους συγκλονίζουν κάθε ευαίσθητο άνθρωπο.
Οι μαρτυρίες που καταγράφονται, αποτελούν μια άγνωστη παράπλευρη ιστορία του πολέμου του 1940-41, η οποία όμως έμεινε στην τοπική παράδοση για να μολογιέται, σαν γεγονός του πολέμου, συχνά, και περισσότερο από μάχες και πολεμικούς θριάμβους.
Μικρές επώνυμες ιστορίες, οι οποίες τρέχουν σαν θρύλος και ζώσα παράδοση και διατηρούνται ακόμη, σαν κυρίαρχη ανάμνηση του πολέμου και σαν λυτρωτική κατάληξη της αγωνίας και της δοκιμασίας που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής, και καταλήγουν στο δοξαστικό του παπα-Μηνά από το Ορεινό, με το «δόξασι ο Θεός» στην καταληκτική παράγραφο της καταγραφής του «για θύμηση», όπως οι παλαιοί καλόγεροι, οι «Δημοσιογράφοι του Γένους, σημείωναν στα περιθώρια στα συναξάρια των μοναστηριών, και διέσωσαν πολλές σελίδες ιστορίας του Γένους...
Μέσα σε αυτή την παράπλευρη ιστορία του πολέμου του 1940-41 ξεχωρίζουν κάποιες περιπτώσεις που η ανθρώπινη συμπεριφορά ξεπερνάει και αυτή τη φρίκη του πολέμου και το οποιοδήποτε αίσθημα μίσους για τον αντίπαλο.