Όταν η ύπαρξή μας αξιολογείται αλλιώς…

on .

Απ’ όλα τα έμβια όντα του πλανήτη μας ο άνθρωπος έχει το μεγάλο και σύγχρονα τραγικό προνόμιο να γνωρίζει από πριν το αναπότρεπτο τέλος του. Με τη γέννησή μας φέρνουμε και τη σφραγίδα της καταδίκης μας από τη Φύση. O θάνατος είναι το τέλος μιας διαδικασίας που αρχίζει με τον ερχομό μας στον κόσμο. Στο μεταξύ διάστημα προσπαθούμε να βρούμε ένα σκοπό, ένα γιατί, ένα προς τι, ώστε να μπορέσουμε να απαλύνουμε την υπαρξιακή αγωνία που μας διακατέχει. Aυτά δεν ισχύουν γιατον πιστό, που έχει προσωπική σχέση με τον Θεό και εξαρτά τη ζωή του από τη βούληση Του. Όμως συμβαίνει να μην είναι όλοι πιστοί.
Για πολλούς σκοπός δεν υπάρχει. Συγγραφείς π.χ. όπως o Sopenhaurer βλέπουν ότι η ανθρώπινη επιθυμία και δράση είναι μάταιη, άλογη και ακαθοδήγητη. Για πολλούς νεότερους συγγραφείς και λογοτέχνες η ζωή είναι παράλογη και αδικαίωτη. Και κάποιοι μας βλέπουν στη ζωή «ριγμένους σ’ άξενα βράχια»
Η ζωή είναι αδικαίωτη, ομολογεί και ο Καζαντζάκης, χωρίς όμως, ουδέποτε και με κανένα λόγο, να παραιτείται από αυτήν. Τον σκοπό εσύ θα τον βρεις, λέει, και αποδίδει υπέρτατη ευθύνη στον άνθρωπο. «Για ό,τι γίνεται στον κόσμο, εγώ φταίω να λες», διεκήρυξε.
«Ο μύθος του Σισύφου» με τον αιώνιο λίθο, που είναι μια άσκοπη, διαρκώς επαναλαμβανομένη ενέργεια, δεν εξουθενώνει τον συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ παρ’ όλο που δέχεται το παράλογο της ζωής. Την ακινησία τη θεωρεί μορφή θανάτου, ενώ την κίνηση, να μη τελματωθεί η ζωή σε ακινησία, την θεωρεί αποστολή του ανθρώπου, του γενναίου, του περήφανου, του χωρίς ελπίδα, αλλά όχι απελπισμένου που απολαμβάνει τελικά την απόλαυση των αδιάκοπων και διαδοχικών φάσεων του παρόντος.
Όμως ο τραγικός Άμλετ του Σαίξπηρ βλέπει το προς τι και γιατί εντελώς απαισιόδοξα, να χάνεται ή να γελοιοποιείται με το τέλος της ύπαρξης:
Ο μέγας Καίσαρ πέθανε και γινωμένος σκόνη
Μπορεί στον τοίχο για το κρύο μια τρύπα να βουλώνει.
Ωιμέ το χώμα που ’κανε όλη τη γη να τρέμει,
Πως κλείνει μια χαραμαδιά, να μη φυσούν οι ανέμοι!
Αυτή την πικρή γεύση και γνώση ομολογεί απ΄ τα βάθη της μελαγχολίας του ο Άμλετ στο ομόλογο έργο του Σαίξπηρ.
Μια ιταλική παροιμία συμφωνεί μαζί του: Μετά το παιχνίδι, μας λέει, ο βασιλιάς και το πιόνι πάνε στο ίδιο κουτί!
Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που ζουν με επίγνωση του μάταιου των πραγμάτων.
Όμως για λίγους, που αποτελούν και τα πρότυπα ζωής αλλιώτικα αξιολογείται η ύπαρξη και τα γόνατα δεν έχουν κοπεί πριν απ’ το τέρμα. Γι’ αυτούς είναι ζήτημα αποδοχής, ζήτημα αξιοπρέπειας και φιλότιμου.
Για τους άλλους, τους αξιολύπητα λαβωμένους, τους απαρηγόρητους, που ζουν με την επίγνωση του μάταιου, είναι μια ατέλειωτη δυστυχία. Έτσι πολλοί, εφ’ όσον ζουν συνειδητά το θάνατο, είναι εξαρχής πεθαμένοι. «Πριν απ’ το θάνατό μας έχομε πεθάνει», λέει ένας αθεράπευτα τραυματικός στίχος. «Άφετε τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς», είπε στην ανάλογη περίπτωση ο Ιησούς.
Υπάρχουν όμως και οι λίγοι έστω. Οι Εκλεκτοί. Είναι οι Έκτορες, οι Αχιλλείς, οι Λεωνίδες, οι Διγενήδες, οι Τραντέλληνες (οι τριάντα φορές Έλληνες), στη γλώσσα των Ποντίων. Όλοι τους σύμβολα ελληνικά.
«Μη μαν ασπουδί γε και ακλεώς απολοίμην
Αλλά μέγα τι ρέξας και εσσομένοισι πυθέσθαι».
(«Όχι, χωρίς αγώνα και άδοξα να μη χαθώ,
Μα κάτι μεγάλο πραγματώνοντας
Στη μνήμη να ’μαι ζωντανός και στούς κατοπινούς μου».
Έτσι μιλεί ο Έκτωρ, όταν κατάλαβε ότι οι θεοί αποφάσισαν το θάνατό του. Ιλιάς Χ, 304-5).
Αντί να κάθομαι «παρά νηυσί ετώσιον άχθος αρούρης» δίπλα στα πλοία, άπραγος, ανώφελο βάρος της γης, «αυτίκα τεθαίην» κάλλιο να πεθάνω την ίδιαν ώρα, λέει στην ίδια περίπτωση και ο Αχιλλεύς. (Οδύσσεια η, 51)
Και ο Διγενής, που κρατεί άσβεστο το «Μολών Λαβέ» του Σπαρτιάτη Λεωνίδα, αντροκαλεί το Χάροντα:
Χωρίς ανάγκη κι αρρωστιά, ψυχή δεν παραδίνω.
Μον’ έβγα να παλαίψουμε στα μαρμαρένια αλώνια…
Τούτοι εδώ είναι οι παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες. (Θουκυδίδης Α, 70). Τα θαυμαστά ελληνικά πρότυπα. Όλοι Έλληνες. Και μη μου πείτε ότι ο Έκτωρ δεν είναι Έλληνας. Αυτός που είπε και την περίφημη φράση «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» (Μ,243).
Πρέπει να προσέχουμε πολύ τον Όμηρο στα όσα μας αναφέρει. Έπρεπε να γράψει για πατρίδα, για ήρωες που την αγαπούν και θυσιάζονται για το χατίρι της. Μα η Ελλάδα ήταν πολύ μακρινή. Έτσι οι αδικητές Τρώες γίνονται αναγκαστικά οι υπερασπιστές της πατρίδος. Ποιος νικά; Ο Άνθρωπος. Η αξιοπρέπεια. «Ήθος ανθρώπω δαίμων».
Από την τραγωδία αυτών των προσώπων εμείς οι κοινοί, οι περιλειπόμενοι, αντλούμε μια παρηγοριά, μια λύτρωση και τέλος μια περηφάνεια για το ξέχωρο είδος μας, που μπορεί παλληκαρίσια να αντιμετρηθεί με τη μοίρα του, καταξιώνοντας όλον τον επίγειο αγώνα του.
Η πλήρωση μιας ωραίας ζωής, περικλείει μέσα της και την επιδίωξη ενός ωραίου θανάτου. Και τότε Νικιέται ο θάνατος «θανάτω». Και το τέλος σφραγίζεται με ομορφιά.