Ένα αθεράπευτο εθνικό δράμα...

on .

 Η συζήτηση στη Βουλή για το πολυνομοσχέδιο στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και το θέμα της κατάργησης του ασύλου στα Πανεπιστήμια την οποία είχε εξαγγείλει προεκλογικά η Ν.Δ., έφερε στην επικαιρότητα ένα αθεράπευτο εθνικό δράμα που σχετίζεται με τη μετανάστευση των Ελλήνων νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Παλιότερα -τη δεκαετία του 1950-1960- η μαζική μετανάστευση Ελλήνων εργατών στην Ευρώπη είχε χαρακτηριστεί «εθνική αιμορραγία». Στις μέρες μας -ιδιαίτερα στα χρόνιατης κρίσης- η μαζική μετανάστευση νέων Ελλήνων επιστημόνων δεν είναι εύκολο να βρει τον αρμόζοντα χαρακτηρισμό.
Και το τραγικό στην περίπτωση αυτή είναι το γεγονός ότι το θέμα αντιμετωπίζεται από τις εναλλασσόμενες στην εξουσία πολιτικές ηγεσίες όχι απλώς με μια ισχυρή δόση επιπολαιότητας ή ειρωνείας, αλλά -δυστυχώς- με αρκετή δόση εμπαιγμού. Όσοι, κατά καιρούς, έχουν ασχοληθεί με το θέμα -το οποίο βέβαια δεν είναι τωρινό- έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικοί που κυβέρνησαν μέχρι σήμερα τον τόπο, παρά τις διακηρύξεις τους, δεν επιθυμούν στην πραγματικότητα την επάνοδο στην Ελλάδα ανθρώπων που βρίσκονται στο εξωτερικό, εάν αυτοί δεν ανήκουν στο άμεσο συγγενικό, φιλικό ή κομματικό περιβάλλον, και αυτό γίνεται στα πλαίσια του κομματικού-πελατειακού κράτους και στην ικανοποίηση της επιθυμίας τους να βολέψουν «τα δικά τους παιδιά». Και αυτό συνεχίζεται- για να μείνουμε στην εποχή μας-δεκαετίες ολόκληρες τώρα. Έτσι δεν είναι παράξενο το γεγονός παλιότερα ότι ο Μητρόπουλος, ενώ αποθεωνόταν στους ξένους τόπους δεν έβρισκε χλωρό κλαδί στον τόπο του, ούτε ότι ο Καζαντζάκης ενώ ήταν όλος Ελλάδα, η Ελλάδα του αρνήθηκε τα πάντα. Ούτε πάλι είναι παράξενο το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις αμέσως στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης απηύθυναν κάλεσμα στους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού να έλθουν και να υπηρετήσουν στον τόπο τους.
Κάποιοι ανταποκρίθηκαν σ’ αυτό το κάλεσμα και ήρθαν. Δεν έλειψαν όμως και εκείνοι που γρήγορα απογοητεύτηκαν και επανήλθαν στις χώρες και στις θέσεις που κατείχαν. Έχω δυο προσωπικές εμπειρίες τις οποίες θα παραθέσω για να αντιληφθούμε τη σοβαρότητα του θέματος.
Είχα γνωρίσει έναν καθηγητή των θετικών επιστημών που σταδιοδρομούσε στο εξωτερικό και θέλησε να έρθει στον τόπο του ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της Κυβέρνησης. Είχε όμως την πρόνοια να μην εγκαταλείψει την έδρα του στο εξωτερικό, αλλά να πάρει σχετική εκπαιδευτική άδεια. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός, είδε την κατάσταση που επικρατούσε στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης απογοητεύτηκε και έφυγε.
Ταξίδευα, την ίδια εποχή, αεροπορικώς από τα Γιάννινα στην Αθήνα. Δίπλα μου καθόταν ένας κύριος με τον οποίο αρχίσαμε συζήτηση. Μου είπε πως ήταν Γενικός Διευθυντής του ΙΓΜΕ, ότι εγκατέλειψε την έδρα του στο εξωτερικό, και ήρθε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον τόπο του, στο θέμα της έρευνας και της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου της χώρας. Πρόσθεσε ότι είχε κάποιες εκκρεμότητες στην Ήπειρο, τις οποίες ήρθε να τακτοποιήσει, γιατί θα παραιτηθεί και θα επιστρέψει στην έδρα του στο εξωτερικό. Όταν τον παρακάλεσα να μου εξηγήσει τους λόγους της απόφασής του, μου είπε: Μου έχουν βάλει ένα Διοικητικό Συμβούλιο άσχετο με το αντικείμενο του ΙΓΜΕ, το οποίο θεληματικά η αθέλητα εμποδίζει-για να μην πω υπονομεύει -το έργο μου.
Από τότε μην νομίζετε ότι βελτιώθηκε η κατάσταση. Αντίθετα τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Οι αφορισμοί του Ι.Μ.Π. διατυπωμένοι τη δεκαετία του 1960 -πριν από τη χούντα-πιστεύω ότι ισχύουν και σήμερα και εξηγούν τα αίτια αυτού του εθνικού δράματος, παρά τα κροκοδείλια δάκρυα τα οποία χύνουν οι πολιτικοί μας, που είναι και οι κύριοι υπεύθυνοι.
Γράφει, λοιπόν, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος: «Υπάρχουν ασφαλώς άνθρωποι που πονούν αυτόν τον τόπο, αλλά δεν έχουν τον τρόπο να επιβάλουν τη γνώμη τους. Γιατί εδώ τον τρόπο τον έχουν μόνο οι επιτήδειοι και οι αδίστακτοι, που κάθε μέρα και περισσότερο προσβάλλουν τη νοημοσύνη μας και κατασκευάζουν τις λαμπρές επιφάνειες που εντυπωσιάζουν τους απληροφόρητους. Αν δεν αξίζεις τίποτε, στον τόπο μας, κερδίζεις πολλά. Αν αξίζεις κάτι γίνεσαι πολύ περισσότερο από το μη κάτι. Αν αξίζεις πολύ, είσαι χαμένος. Δύσκολα κάποιος θα θελήσει να σε βάλει σιμά του, γιατί και μόνη η παρουσία σου θα εκμηδενίζει τη δική του παρουσία. Υπάρχουν και εδώ οι εξαιρέσεις, μόνο που οι εξαιρέσεις δεν αναιρούν τον κανόνα».
Αυτά βέβαια συνέβαιναν -επαναλαμβάνω- τη δεκαετία του 1960. Όσα συμβαίνουν σήμερα τα ζούμε και τα αξιολογούμε εμείς οι ίδιοι ανάλογα. Γεγονός πάντως είναι ότι το δράμα αυτό θα παραμένει αγιάτρευτο, όσο το υπάρχον πολιτικό σύστημα θα διακατέχεται από την ακόρεστη επιθυμία της κατάκτησης και της εναλλαγής στην εξουσία, θα ανακυκλώνεται το ίδιο υφιστάμενο, κατά καιρούς, τις απαραίτητες «μεταμορφώσεις», πιο ελκυστικές για το κοινό από αυτές που περιγράφει ο Οβίδιος, και θα συνοδεύεται και από τα κάθε λογής «ανακυκλώσιμα υλικά», καθαρά κομματικά, φιλικά ή συγγενικά, προκειμένου να μην συναντούν εμπόδια στην οποιαδήποτε άσκηση της εξουσίας.