«Τους ψηφ’σα ολνούς»!

on .

Έξω από το σχολείο του χωριού, (εκλογικό κέντρο) αντάμωσαν τρεις γειτόνισες κάποιας ηλικίας.
- Τι ψήφ’σις Λεύκω;
- Αμου, τι ρωτάτι, ότι μόβαλε στην τσεπ’ στ’ν καλή τ’ ποδιά ο αδερφός μ’, θα τον γελούσα; Πίσω μου σ’ έχω σατανά.
- Ισύ Όλγα;
- Μόδουκι ένα χαρτί ο άντρας μ’ κι ένα ο γιατρός για τα μάτια που δεν μ’ παίρν’ φράγκο είνι μη του ΚΚΕ. Τάβαλα στ’ν καλτσοδέτα στ’ν πατούνα. Τ’ γιατρού στ’ ζέρβια, κι έρξα τ’ γιατρού! Πως να πάνω σπίτ’τώρα; Που τούχει σμαδεμένο ου ν’ κοκύρης. Τα χάλια μ’...
Ιγώ τ’ γιατρού του χατήρ έκανα γιατί ταιριάζαμαν όχι από λάθους.
Γλέπς πρώτα βγαιν’ η ψ’ χη κι ύστερα το χούι.
Τα χάλια μ τι’ μι καρτεράει απόψε. Θα τ’ πω λάθεψα, αλλά θα με π’ στ’εψ;
- Ισύ τι έκανες μωρ’ καψο Φταλία πούχες πολλούς υποψήφιους;
Τι να σας μολογήσω. Τρία βράδια δεν έκλεισα ματ’. Ου ένας ο γαμπρός μ’ κουμούν αλλά γραμματ’ σμένο πιδί καλόψυχο, βοηθάει, όλο τον κόσμο. Ου άλλος του πιδίμ «Εθνικόφρων» σαν τον πατέρα τ’. Κι ο γείτονας ο Κώτσιος με τον Αλέξ’ μ βρίσκετι πουλί, οτ’ να τ΄χαλέψω δεν λέει οχι.
Τι να κάνω, τι να γένω;
Να χαλάσω του χατήρ’ τ’ γαμπρού μ’, να γελάσω του πιδίμ του αίμα μ’, ή να κακοκαρδίσω τον χ’σο μ’ το γείτονα;
Γι’ αυτό τ’ ς ψήφισα ΟΛΝΟΥΣ.
Γιατί να μη βγουν ολ; Να ανταμωθούν να κάνουν καλό στουν κόσμο κι να μη στενοχωριέται κανένας; Γραμματ’ σμέν άνθρωπ είνι. Αντί να πιάνονται στην τηλεόραση να κάτσουν να κβεντιάσουν όμορφα και να κάνουν καλό στουν φτωχό και στον αγράμματο.
Τι ξέρουμε εμείς στα χουργιά;
Γι’ αυτό τ’ς ψήφ’ σα ολνούς!
- Η γαλαντόμα Ζαγορίσια μη θέλοντας να χαλάσει της καρδιές έβαλε όλα τα ψηφοδέλτια που της έδωσαν οι δικοί της... σ’ ένα φάκελο και τον έριξε... με αναπαυμένη τη συνείδησή της.