Γύρω από τον γάμο στο Πωγώνι...

on .

Κανένας σήμερα δεν αμφισβητεί την μεγάλη και ανυπολόγιστη αξία που παρουσιάζουν τα κάθε είδους στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού (ήθη, έθιμα, παραδόσεις, θρύλοι, κλπ.), που απαρτίζουν απαράμιλλη εικόνα της ζωής και της δυναμικότητας της Φυλής μας και αποτελούν αδιάσειστα τεκμήρια της Ελληνικής συνέχειας ανάμεσα στους αιώνες.
Ο Ν. Πολίτης, σκαπανέας και ιδρυτής της Ελληνικής Λαογραφίας, προσέφερε ανεκτίμητη υπηρεσία, φέρνοντας στο φως γεγονότα και πράξεις από καιρό ξεχασμένες και δημιουργώντας ισχυρό ρεύμα για τη γνώση και την γνωριμία του λαού της υπαίθρου μας, των ανθρώπων που είναι ζυμωμένοι από χώμα και νερό της Ελληνικής γης, ριζωμένοι στους κακοτράχαλους βράχους τους, συνεχιστές ωραίων παραδόσεων, δημιουργοί και άξιοι φύλακες των οσίων και ιερών της φυλής μας.
Βρέθηκα νοσταλγός – προσκυνητής και ρίζωσα για καλά σ’ αυτόν τον τόπο, απέναντι από τα μαρτυρικά χώματα της Βορείου Ηπείρου. Αγναντεύει κανείς από πολύ κοντά τον καταπράσινο κάμπο της Δερόπολης με τα όμορφα χωριά της και φέρνει στο νου του λεβέντικες φιγούρες, ανεπανάληπτες εικόνες γυναικών να σέρνουν στους γάμους και στα πανηγύρια τον «Δεροπολίτικο» και να αντιλαλούν τα Ακροκεραύνεια από τα τραγούδια τους.
Νοσταλγικά και δημιουργικά δένεται το χθες με το σήμερα, το σήμερα με το αύριο, σε έναν τόνο κρυφό και απαλό, δυνατό και ωραίο, βεβαιώνοντας έτσι τον επισκέπτη ότι ο τόπος αυτός κρατιέται γερά από τις ρίζες του, ζωντανεύει με περίσσεια χάρη τους θρύλους και τις παραδόσεις του, ανασταίνει τα παλιά μ’ έναν τρόπο μοναδικό, πλάθει την ιστορία του.
Ανάμεσα στα τόσα και τόσα έθιμα, που μπορεί κανείς να δει και να θαυμάσει, ασφαλώς διακρίνονται και ξεχωρίζουν, με το δικό τους χρώμα, τα έθιμα που σχετίζονται με τον γάμο.
Ίσως σήμερα, όπως άλλωστε συμβαίνει παντού, να παραμερίστηκαν και να παραγκωνίστηκαν από τον μηχανικό πολιτισμό, που, καταλύτης και αδηφάγος, έφτασε μέχρι το μικρότερο χωριουδάκι. Αλλά κάποια γεύση απομένει ακόμα, κάποια σκιά πλανιέται γύρω μας και μας κάνει να αναπολούμε όλα εκείνα, που με τον χρόνο απωθούνται, χάνονται και σβήνουν μαζί με τους γεροντότερους, τους μόνους ζωντανούς φορείς αυτών των πατροπαράδοτων εθίμων, που θέλγουν, γοητεύουν, μαγεύουν και διδάσκουν με τη λάμψη τους και τη βαθειά τους ανθρωπιά.
Η ανάπλαση στη μνήμη μας όλων των γεγονότων των σχετικών με τον γάμο αποτελεί πραγματική μυσταγωγία, ηθικό κώδικα και δίκαιο φυσικό από τα δεσμά του οποίου κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει, γιατί, διαφορετικά, η καταπάτησή του αποτελούσε βαρύτατο παράπτωμα, πράξη κολάσιμη, ικανή να επισύρει την περιφρόνηση και τον αποτροπιασμό των συντοπιτών του.
Ακολουθούσε μια σειρά από τελετουργικές πράξεις, φαινομενικά τυπικές, αλλά ουσιαστικά τόσο βαθειά ριζωμένες, που η παραμικρή αμέλεια ή ολιγωρία, μπορούσε να δημιουργήσει δυσκολίες, ακόμη να παρεμποδίσει και αυτή την τέλεση του ιερού μυστηρίου.
Από τα αρραβωνιάσματα, τελετή ιδιαίτερα σπουδαία και χαρακτηριστική, μέχρι την αποχώρηση των συμπεθέρων, που γινόταν με ξεχωριστές και ιδιότυπες ευχές, ένας ολόκληρος πίνακας θαυμαστών και απαράμιλλων πράξεων, τραγουδιών και ευχών, δημιουργούσε ατμόσφαιρα ζεστασιάς, βαθειάς γνώσης της ανθρώπινης ψυχής, τροφοδότηση της ίδιας της ζωής στην πιο λαγαρή της έκφραση.
Ακόμη ως τα σήμερα, βαριά και κατανυκτικά, ακούγονται τα τραγούδια του γάμου, χαρακτηριστικά της ψυχοσύνθεσης του λαού μας, του πολιτισμού του, της αγάπης του προς το κάθε τι το αληθινό και ωραίο, της ακατάλυτης πίστης του στην προγονική φλόγα, στην άσβηστη πατρική δόξα, στο φως που λαμπάδιασε και φώτισε «τους βαρβάρους…».
Πόθοι και όνειρα, προσδοκίες και ελπίδες, όλα ανάκατα και ζυμωμένα με το νου και την καρδιά, περιτρέχουν τον χρόνο και μένουν μάρτυρες μιας εποχής που έκλαψε, πόνεσε, τραγούδησε και ανάστησε τον μύθο του Ανταίου.
Σήμερα ειν’ άσπρος ουρανός
σήμερα ειν’ άσπρη μέρα
σήμερα ανταμώθηκαν
αϊτός και περιστέρα.
Τα τραπέζια του γάμου, τα «ντολιά» με την πικάντικη και ρωμαλέα σάτιρά τους, τα προικιά της νύφης, όλα συνθέτουν ένα τραγούδι, το τραγούδι της χαράς και της νιότης, της ξεγνοιασιάς και της ανείπωτης ευφροσύνης. Μας οδηγούν στην αστείρευτη βρυσομάνα του προγονικού μας μεγαλείου, ενός μεγαλείου μοναδικού και ακατάλυτου και ενός παρελθόντος ανεπανάληπτου και πάντα ζωντανού να διδάσκει και να οδηγεί τα βήματα του Νέου Ελληνισμού για κάτι καλύτερο, υψηλότερο, ηθικότερο.
Η νύφη, η Πωγωνήσια νύφη, η τόσο όμορφα στολισμένη «με τα νυφικά της» (σιαγιάκι, ντουλαμά τρανταφυλλάτο, κοντούρες, κάλτσες με πλουμιά, κορώνα, κουμπιά, τσιαπράκια), με το ρόδινο χρώμα, με χαμηλωμένα μάτια, ντροπαλή μεσ’ τη χαρά της, δείχνει πραγματικά πανώρια και ασυναγώνιστη, προκαλώντας τον θαυμασμό, όταν, ανάλαφρη, λυγερή και αεράτη, σέρνει μετά τη στέψη το χορό, μεταδίδοντας τη δική της χαρά στους καλεσμένους.
Όλα τούτα φαίνονται σήμερα σαν να ανήκουν σε μια άλλη εποχή. Πολλές φορές μας παραξενεύουν και μας κάνουν να στεκόμαστε σκεπτικοί μπροστά τους. Παλιότερα, όμως, ήταν η ίδια η ζωή, έτσι όπως κυλούσε μέσα σε χαρές και στις λύπες, να ανασαίνουν τον αέρα του χωριού τους και να γεύονται με καλοσύνη και αδιαφιλονίκητη ικανοποίηση ό,τι ωραιότερο τους χάριζε η ζωή.
Βρισκόμαστε πολλά χρόνια κοντά τους, ανασαίνω τον αέρα της αφροντισιάς τους, γεύομαι τη χαρά τους και κάθε στιγμή διαπιστώνω τους ακατάλυτους δεσμούς του «τώρα» με του «τότε», την Πατρίδα να ξεπηδάει στην πραγματικότητα από αυτά τα απομεινάρια των ζωηρών εκφάνσεων του λαού μας.
Οι καιροί και οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, μένουν μόνο τα ακατάλυτα έθιμα που μαρτυρούν μια ζωή γεμάτη ζωντάνια που χάνεται, προκαλώντας στον τόπο κενά και στους ανθρώπους πληγές.
ΝΙΚΟΣ ΥΦΑΝΤΗΣ