Ο Παπαναστάσης…

on .

Από μικρό χωριό πέρα Καλαμά ήταν η καταγωγή του. Παπαδάσκαλος, απόφοιτος του Σχολαρχείου Κουρέντων. Άριστος στα Νεοελληνικά και στην καθαρεύουσα.
Για κακή του τύχη, μόλις χειροτονήθηκε παπάς έχασε την παπαδιά του. Ο νόμος των παπάδων δεν τους επιτρέπει να έλθουν σε δεύτερη γάμου κοινωνία. Δεν γνωρίζω τώρα τι γίνεται με τον πολιτικό γάμο.
Εκείνο που απέμεινε γι’ αυτόν ήταν στο κάθε χωριό που υπηρετούσε να συγκατοικεί με καμιά χήρα φτωχιά η οποία τον φρόντιζε και εκείνη είχε όφελος στα οικονομικά του και στην

ντίδα των παιδιών, αν υπήρχαν.
Τα οικονομικά του βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα από τους άλλους εφημερίους γιατί είχε το μισθό του δασκάλου, ενώ οι παπάδες τότε δεν μισθοδοτούνταν από το κράτος όπως σήμερα.
Το 1941-42 τότε που είμαστε υπό την κατοχή των Ιταλών και στη συνέχεια Γερμανών, η πείνα είχε εξαπλωθεί σε όλη την επικράτεια, τα χρήματα σχεδόν άχρηστα. Όπως όλοι δυσκολεύτηκε και ο ίδιος, αλλά, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Ο Παπαναστάσης με το δαιμόνιο που τον διέκρινε για να τα βγάλει πέρα με την οικογένεια που συζούσε σοφίστηκε το εξής:
Πήγε στο μοναστήρι Διούτιστας και πήρε ένα μικρό κασελάκι με τα οστά κάποιου αγίου. Το στήριξε με δερμάτινη ζώνη από εδώ και από εκεί και το πέρασε στο λαιμό ενός γεροδεμένου ανιψιού του. Έτσι γύριζε τα χωριά μαζεύοντας καλαμπόκι, φασόλια και ό,τι άλλο του δίναν όσοι ασπάζονταν με ευλάβεια τα οστά του Αγίου.
Πρώτος σταθμός –αφετηρία- το Μαζαράκι και από εκεί όλα τα γύρω καμποχώρια που ήταν πλούσια σε παραγωγή καλαμποκιού. Εκεί τον γνώρισα τον Παπαναστάση, στο Μαζαράκι, που ήταν εφημέριος ο πατέρας μου. Στο σπίτι μας φιλοξενήθηκε την πρώτη μέρα. Ένα γερό γομαροφώρτι συγκέντρωσε ο Παπαναστάσης με τον ανιψιό του και με τη βοήθεια των οστών του Αγίου.
Τα χρόνια πέρασαν, η υγεία του βάραινε. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσε στο καφενείο του χωριού μαζί με άλλους ηλικιωμένους που χαρτόπαιζαν. Τα καφενεία τότε ήταν το μισό τραπέζια με καρέκλες για τους θαμώνες και το άλλο μισό μπακάλικο.
Στο μπακάλικο έμπαινε και έβγαινε γυναικόκοσμος όλων των ηλικιών. Ο Παπαναστάσης κοίταζε και ξανακοίταζε –φέρνοντας το μυαλό του λίγα χρόνια πίσω- και με πολύ παράπονο κρυφοαναστέναζε.
Για μια στιγμή σηκώθηκε από την καρέκλα του και με όση φωνή διέθετε αναφώνησε: «Θεέ μου, εγώ είμαι πιστός εις την αμαρτία, αυτή γιατί με εγκατέλειψε;».
Στο άκουσμα παραξενεύτηκαν οι θαμώνες και του λένε: «Τι λες βρε Παπαναστάση»;
«Τι να πω, να λέω τώρα όπως κατήντησα δεν μπορώ να σηκώσω ούτε τα χέρια μου ψηλά να πω το: “άνω σχόμεν τας καρδίας”»…
Πέρασαν πολλά χρόνια για να ξαναδώ τον Παπαναστάση. Μια χειμωνιάτικη μέρα το 1960 –τότε που διατηρούσα κατάστημα βιβλιοδετείο επί της οδού Μπότσαρη– βλέπω απ’ έξω έναν κοντούλη παπά –ήταν δεν ήταν ενάμιση μέτρο- να διαβάζει την ταμπέλα του καταστήματος ολίγο φωναχτά: «Βιβλιοδετείο Χρήστου Πλάτωνα. Ααα! Εδώ είναι, αυτός είναι». Χτυπά με το μπαστούνι του την πόρτα λέγοντας: «Κύριε Χρήστο ελάτε ολίγον τι ίνα με υποβαστάξετε να ανέβω το σκαλοπάτιο τούτο να εναποθέσω το αλεξιβρόχιόν μου όπως μεταβώ στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο –που ήταν πιο πάνω- να τακτοποιήσω τας αποταμιεύσεις μου».
Το μαγαζί μου τότε είχε πολύ ψηλό σκαλοπάτι και δεν μπορούσε να ανέβει. Τότε ήταν που αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά με τον Παπαναστάση. Καθάριο το μυαλό του όπως καθάρια και η καθαρεύουσά του.

(Τυχόν ομοιότητα σε πρόσωπα είναι τελείως συμπτωματική).

Υ.Γ.: Τα όσα γράφω για την ιστορία του Παπαναστάση είναι από διήγηση του μακαρίτη συμβολαιογράφου Νικολάου Μήτρου, παπαδοπαίδι από το χωριό Γκρίμποβο Κουρέντων.