Το υπερευλογημένο Σάββατο...

on .

Του ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΤΡΙΤΟΥ, Καθηγητή Α.Π.Θ.

Με σιωπή, δέος και έκσταση η Ορθόδοξη Εκκλησία βιώνει «το υπερευλογημένον Σάββατον, εν ω Χριστός αφυπνώσας αναστήσεται τριήμερος».

Πρόκειται για το φωτεινό και δοξασμένο τέρμα της Μεγάλης Εβδομάδος, το μεταίχμιο μεταξύ του πένθους της σταυρώσεως και της χαράς της Αναστάσεως. Όπως παρατηρεί ο ιερός υμνογράφος την ημέρα αυτή «υπνοί η ζωή και άδης τρέμει και Αδάμ των δεσμών απολύεται». Το Μεγάλο Σάββατο ξεπερνάει σε σπουδαιότητα όλες τις άλλες ημέρες τηςΜεγάλης Εβδομάδος. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει χαρακτηριστικά: «Ώσπερ η Μεγάλη Εβδομάς κεφάλαιον των λοιπών Εβδομάδων, ούτω ταύτης κεφαλή το Σάββατον το Μέγα. Διά τούτο εν αυτή πολλοί την σπουδήν επιτείνουσι, και οι μεν την νηστείαν αύξουσιν, οι δε τας αγρυπνίας τας ιεράς, οι δε ελεημοσύνην δαψιλεστέραν εργάζονται, τη περί τας αγαθάς πράξεις σπουδή και συντεταμένη περί τον βίον ευλαβεία, το μέγεθος της ευεργεσίας της εις ημάς γεγενημένης παρά Θεού μαρτυρούντες».

Η υμνολογία του Μεγάλου Σαββάτου είναι γεμάτη από αναστάσιμο πανηγυρικό τόνο για τη νίκη του Χριστού πάνω στο θάνατο. Μας προσκαλεί όπως «ίδωμεν την ζωήν ημών εν τάφω κειμένην, ίνα τους εν τάφοις κειμένους ζωοποιήση». Ξεχωρίζει ο περίφημος κανόνας, ο οποίος έχει ως περιεχόμενό του την ποιητική ιστόρηση της ταφής του Κυρίου και της κραταιάς καθόδου αυτού στον Άδη. Το υμνογραφικό αυτό αριστούργημα καλεί το χριστεπώνυμο πλήρωμα όχι να κλαύσει ένα νεκρό που πληρώνει το κοινό της φύσεως χρέος, αλλά να χύσει τα μύρα της αγάπης και της ευλάβειάς του εις «νεκρόν ζωαρχικώτατον, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν».
Προσφιλή θέματα της υμνολογίας του Μεγάλου Σαββάτου είναι η κάθοδος του Χριστού στον Άδη και η έννοια του σαββατισμού.
Ο Κύριος, αφού έζησε και απέθανε επί της γης, μετά το θάνατό του «κατήλθε μέχρις Άδου ταμείων». Η κάθοδος του Χριστού στον Άδη είναι η δυναμική φανέρωση της ζωής μέσα στην απόγνωση του θανάτου. Είναι η νίκη πάνω στο θάνατο. «Διά θανάτου το θνητόν, διά ταφής το φθαρτόν μεταβάλλεις· αφθαρτίζεις γαρ θεοπρεπέστατα, απαθανατίζων το πρόσλημμα...».
Ο θάνατος, μη έχων την προέλευσή του από το Θεό, δεν ήταν δυνατόν να έχει αιώνια διάρκεια. Το ίδιο και ο Άδης, ως το ζοφερό φυλακτήριο των ψυχών. Τον θάνατο και τον Άδη κατέλυσε ο Ζωοδότης Kύριος «τη αστραπή της θεότητος». Δικαιολογημένα, ο ποιητής του κανόνα αναφωνεί: «Βασιλεύει, αλλ’ ουκ αιωνίζει Άδης του γένους των βροτών· συ γαρ τεθείς εν τάφω κραταιέ, ζωαρχική παλάμη, τα του θανάτου κλείθρα διεσπάραξας··και εφήρυξας τοις απ’ αιώνος εκεί καθεύδουσι λύτρωσιν αψευδή...».
Στον Άδη, ο Ιησούς Χριστός συναντιέται με τη δύναμη του θανάτου. Πρόκειται για μια συνάντηση από την οποία προέκυψε η υπέρβαση της θνητότητας και της φθοράς και κατακτήθηκε το πλήρωμα της αληθινής ζωής. Ο Χριστός, επειδή είναι η αυτοζωή, με την κάθοδό του στον Άδη «προσέλαβε τον θάνατο του ανθρώπου απαθανατίζων το πρόσλημμα, σε μια μοναδική στο είδος της παραφορά αγάπης». Το εκ της Παρθένου Μαρίας ανθρώπινο πρόσλημμα θεοποιείται με την απερινόητη συνδρομή των δύο εν Χριστώ φύσεων.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην υμνολογία του Μεγάλου Σαββάτου στην έννοια του σαββατισμού. Στους αίνους του Μεγάλου Σαββάτου γίνεται λόγος για «σαββατισμόν αιώνιον» και για το γεγονός ότι ο βασιλεύς των αιώνων «εν τάφω σαββατίζει, καινόν ημίν παρέχων σαββατισμόν». Επίσης στο β’ τροπάριο της δ’ ωδής του κανόνα έχουμε την διευκρίνηση της εννοίας του σαββατισμού. «Εβδόμην σήμερον ηγίασας, ην ευλόγησας πριν, καταπαύσει των έργων· παράγεις γαρ τα σύμπαντα και καινοποιείς, σαββατίζων Σωτήρ μου, και ανακτώμενος».
Η ταφή του Κυρίου, σύμφωνα με τον υμνογράφο, χαρακτηρίζεται ως ο δεύτερος μέγας σαββατισμός του Θεού. Ο πρώτος σαββατισμός έγινε όταν ο Θεός ολοκλήρωσε σε έξι ημέρες το δημιουργικό του έργο και σύμφωνα με το Γεν. 2, 2 κατέπαυσεν εκ των έργων αυτού. Ο δεύτερος σαββατισμός έγινε το Μ. Σάββατο, όταν ο Κύριος, αφού με το σταυρικό θάνατο περάτωσε το λυτρωτικό του έργο, αναπαύθηκε στο μικρό μνημείο της Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για έναν σαββατισμό με τον οποίο καινοποιήθηκαν τα σύμπαντα με το φως της Αναστάσεώς Του.
Το αναστάσιμο προανάκρουσμα του Μεγάλου Σαββάτου εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο με το τέταρτο τροπάριο της Θ’ ωδής του κανόνα. Με αυτό καλείται η έμψυχη και άψυχη κτίση να γεμίσει χαρά και αγαλλίαση «ο γαρ εχθρός εσκύλευται Άδης». Η εκ νεκρών ανάσταση χαρίσθηκε σε όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους και επεκτείνεται σε ολόκληρη τη φυσική κτίση. Άνθρωποι, γη και ουρανοί μετέχουν στην εόρτια πασχάλια φωτοχυσία.«Αγαλλιάσθω η κτίσις, ευφραινέσθωσαν πάντες οι γηγενείς· ο γαρ εχθρός εσκύλευται Άδης· μετά μύρων γυναίκες προσυπαντάτωσαν· τον Αδάμ συν τη Εύα λυτρούμαι παγγενή, και τη τρίτη ημέρα εξαναστήσομαι».