Το Κοινωνικό Κράτος…

on .

Υποστηρίζουν μερικοί πως «το κοινωνικό έργο» που προσφέρουν διάφοροι φορείς οφείλεται βασικά στην έλλειψη του κοινωνικού κράτους. Αυτό είναι σωστό, και εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα. Γι’αυτήν την έλλειψη ολοκληρωτικά ευθυνόμαστε εμείς οι πολίτες.
Δεν είναι δε απαραίτητο να αναφερθούμε στο απώτατο παρελθόν για να συνειδητοποιήσουμε αυτές τις ευθύνες μας. Μας αρκούν τα χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης, αν βέβαια κάνουμε την αυτοκριτική μας και αναλογιστούμε όσα συνέβησαν στο δημόσιο βίο της χώρας μας. Κάτω από συνθήκες γνωστές σε όλους, πολίτες και πολιτικοί πορευτήκαμε -και ακόμα πορευόμαστε- στενά δεμένοι μεταξύ μας, με την κατά το Γκαίτε «εκλεκτική συγγένεια», και δημιουργήσαμε μια κατάσταση που «ελάχιστα διαφέρει από τη «συλλογική σχιζοφρένεια», όπως υποστηρίζει στο βιβλίο του «Οι Αιτίες της Παρακμής της Σύγχρονης Ελλάδας» ο Παναγιώτης Κονδύλης, ένας από τους κατά γενική αποδοχή σημαντικότερους διανοούμενους της σύγχρονης Ελλάδας.
Καρπός -«αγλαός»μάλιστα- αυτής της κατάστασης η γνωστή σε όλους μας τρίμορφη άρχουσα τάξη του τόπου μας, με τις εξίσου γνωστές και αλληλοεξαρτώμενες συνιστώσες της: Η κυβερνώσα πολιτική ηγεσία, που κατά κανόνα με τα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα αποτελεί τη μειοψηφία στο λαό και αλλοιώνει έτσι την ουσία της Δημοκρατίας, παραβαίνοντας συχνά τους θεμελιώδεις θεσμούς της, χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν.
Δίπλα σ’ αυτήν η τάξη της οικονομικής ολιγαρχίας η οποία απαρτίζεται «σε βαθμό καθοριστικό για το ποιόν και το χαρακτήρα της, από νεόπλουτους, χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες», κατά κανόνα κρατικοδίαιτες, σε σημείο μάλιστα να εκλείπει, αργά αλλά σταθερά και η προγενέστερη νόθα αστική τάξη, που είχε δημιουργηθεί στον τόπο μας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και κατά τη μετεμφυλιωτική εποχή.
Και δίπλα σ’ αυτούς τους σφιχτούς εναγκαλισμούς έρχεται συχνά να προστεθεί «η σύζευξη εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας, ιδιαίτερα όταν από μέλη του ιερατείου παρατηρείται η τάση για ανάμιξη σε καθαρά εξω-εκκλησιαστικά θέματα και σε διαιώνιση προνομίων». Προνόμια που απορρέουν από την εποχή της τουρκοκρατίας, όπως συμβαίνει με τη λεγόμενη εκκλησιαστική περιουσία, «ένα μεγάλο μέρος της οποίας, ίσως το μέγιστο», όπως αποφαίνεται στην περισπούδαστη μελέτη του ο αείμνηστος καθηγητής της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Κουμάντος, «προέρχεται από κατατρεγμένους Έλληνες που δόθηκε στην Εκκλησία για να τη φυλάξει και να τη διασώσει, και συνεπώς ανήκει στο εθνικό σύνολο. Θεμελιώνεται λοιπόν το δικαίωμα της Πολιτείας να αξιώσει την απόδοση αυτών των περιουσιών».
Διατυπώνει δε, στη συνέχεια, τις ηθικές συνέπειες για την ίδια την Εκκλησία από αυτήν την τακτική, καθώς αναρωτιέται «μήπως υπάρχουν ασεβείς που παρακινούνται από την ελπίδα να φτάσουν κάποτε σε βαθμίδες υψηλές της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα διαχείρισης μεγάλων περιουσιών με ελάχιστο έλεγχο. Έτσι όμως διαφθείρεται η ιεροσύνη που, αντί να είναι αποτέλεσμα προσωπικής κλίσης ή κλήσης από το Θεό, είναι πειρασμός του Μαμμωνά».
Προνόμια έπειτα που απορρέουν από αντισυνταγματικά και παράνομα διατάγματα των τριών φασιστικών καθεστώτων τα οποία μόλυναν την πατρίδα μας τον περασμένο αιώνα, όπως ακριβώς συμβαίνει στη πόλη μας με τα Παλαιά Κληροδοτήματα των Ιωαννίνων και τις Σχολικές Περιουσίες της πόλης που προέρχονται από Κληροδοτήματα, με συνέπεια να προσβάλλεται βάναυσα η ιερή βούληση των Ευεργετών μας και να γελοιοποιείται η συνταγματική τάξη και η νομιμότητα. Αυτά τα προνόμια η πολιτική ηγεσία, «δειλή μοιραία και άβουλη αντάμα», καθώς επίσης και η Εκκλησιαστική Ηγεσία, αγωνίζεται να τα διατηρήσει και να διαιωνίσει αυτό το οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και ηθικά χρεοκοπημένο καθεστώς. Αυτό δε, γίνεται στα πλαίσια της διαπλοκής ανάμεσα στην πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία, για την οποία ο καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών, βαθύς γνώστης των εκκλησιαστικών μας πραγμάτων, Ι.Μ. Koνιδάρης, έγραψε, το 2010:
«Η φιληδονία και η φιλοχρηματία στη διοίκηση της Εκκλησίας επερίσσευσε και όταν διαπιστώθηκαν ηθικά και οικονομικά σκάνδαλα κουκουλώθηκαν επιτηδείως. Η διαπλοκή με τους πολιτικούς σε πολλές περιπτώσεις αυταπόδεικτη, επέτρεψε την καθιέρωση προνομιακής μεταχειρίσεως της Εκκλησίας».
Αυτό ακριβώς συνέβη με τη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Με την ανοχή της πολιτικής ηγεσίας-και συνενοχή όλων μας- έγινε, από «Οίκος του Θεού», που έπρεπε να είναι, «οίκος εμπορίου» και οδήγησε τις περιουσίες των Ευεργετών μας στη χρεοκοπία, χωρίς κανένας να συγκινείται.
Αυτό είναι το κράτος που φτιάξαμε όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, με πρωταγωνιστές την πολιτική εξουσία, τη διοικούσα εκκλησία και την οικονομική ολιγαρχία. Ένα κράτος πελατειακό, κομματικό, σπάταλο, αδιάφορο για τα βασικά προ βλήματα των πολιτών, που περιμένει από αυτούς στους οποίους έχει παραχωρήσει πλούσια προνόμια σε βάρος των πολιτών, να εκδηλώνουν τα «ευγενικά τους συναισθήματα» προς τους φτωχοποιημένους πολίτες και να τους απονέμει μάλιστα και τα ανώτερα κρατικά «παράσημα» για το προσφερόμενο «κοινωνικό τους έργο».
Και έρχεται τώρα το ερώτημα: Θα μπορέσουμε κάποτε ως Λαός και ως Έθνος να φτιάξουμε επί τέλους ένα γνήσιο κοινωνικό κράτος; Αυτό, όπως πριν από χρόνια μας έχει προειδοποιήσει ο εγνωσμένης αξίας και κοινής αποδοχής κοινωνιολόγος MAX WEBER, επιτυγχάνεται μόνο «εκεί όπου υπάρχει η θέληση του Λαού να μην επιτρέψει να κυβερνηθεί σαν ένα κοπάδι πρόβατα». Μας το είπε και ο δικός ο Βάρναλης: «Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει όταν ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί».
Έχουμε τη δύναμη και τη θέληση να το κάνουμε; Τη δύναμη την έχουμε. Μας την προσφέρει απλόχερα το Α’ άρθρο του Συντάγματος που ορίζει με σαφήνεια ότι «Θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η Λαϊκή Κυριαρχία». Η θέληση μας λείπει να τη διεκδικήσουμε. Και μάλιστα να ξεκινήσουμε αμέσως. Να απαιτήσουμε από το Δήμο Ιωαννιτών και από τους πέντε Βουλευτές του νομού, στους οποίους με την ψήφο μας, έχουμε εκχωρήσει αυτή τη δύναμή μας, να πράξουν αυτό που πρέπει και αυτό που ξέρουν ότι πρέπει να πράξουν, ώστε να απαλλάξουμε την πόλη μας από το ζοφερό σκοτάδι του μεσαίωνα στον οποίο την έχει καταδικάσει η διαχρονική διαπλοκή της πολιτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας στο θέμα των Παλαιών Κληροδοτημάτων Ιωαννίνων και των Σχολικών Περιουσιών της πόλης που προέρχονται από Κληροδοτήματα και να περισώσουμε -το χρωστάμε, έστω και καθυστερημένα στους Ευεργέτες μας- ό,τι έχει απομείνει από τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι μητροπολίτες Ιωαννίνων με την κάλυψη της πολιτικής ηγεσίας και την ανοχή όλων μας.
Και αυτό που πρέπει να κάνουν ο Δήμος και οι βουλευτές του νομού, να το κάνουν άμεσα, μάλιστα πριν από τις επικείμενες εκλογές, για να είμαστε κι εμείς οι πολίτες βέβαιοι ότι μας εκπροσώπησαν επάξια, όπως άλλωστε απαιτεί και το Σύνταγμα που ορίζει ότι «οι βουλευτές εκπροσωπούν το Λαό και το Έθνος». Το ίδιο ισχύει και για τους δημοτικούς μας συμβούλους.
ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ