Οι εθνικιστικές εξάρσεις των Αλβανών οδηγούν τη χώρα στην καταστροφή!

on .

Ο αλβανικός λαός δεν συνήλθε ακόμη από την 45χρονη καταιγίδα της χοτζικής δικτατορίας. Προσπάθειες καταβάλλει να απεγκλωβιστεί από τις πολύχρονες καταστρεπτικές καταβολές και να απελυθερωθεί από τα δεσμά της αμορφωσιάς και της ταπείνωσης. Η οικονομία της χώρας καρκινοβατεί, προχωράει αγκομαχώντας να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, κάνοντας τα πρώτα αναπτυξιακά βήματα να σταθεροποιηθεί.
Η κοινωνική και πολιτισμική ανέλιξη του λαού πασχίζει να βρει τους ρυθμούς της και να αποβάλλει όλα εκείνα τα ηχηρά κομματικά συνθήματα που κρατούσαν τον κόσμο σε «χειμερία νάρκη». Προσπάθειες γίνονται ο πνευματικός κόσμος να βρει τον προσανατολισμό του και να επικοινωνήσει με πνευματικούς κύκλους του εξωτερικού, με τους οποίους έρχεται σε επαφή σιγά – σιγά.
Σε όλη αυτή τη συγκυρία, σε όλες τις δυσχέρειες και δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο αλβανικός λαός, οι ηγέτες του και μετά την κατάρρευση του προηγούμενου καθεστώτος και μέχρι τις μέρες μας, παραβλέποντας τα προβλήματα, κυριευμένοι από τη μέθη της εξουσίας που απολαμβάνουν, οδηγούν τον λαό στον γκρεμό και στην καταστροφή.
Αψευδείς μάρτυρες της καταστρεπτικής και ανήκουστης αυτής πολιτικής των κυβερνήσεων της Αλβανίας είναι τα καθημερινά δημοσιεύματα και οι ανταποκρίσεις του «Πρωινού Λόγου» από την Αλβανία για όσα συμβαίνουν και διαδραματίζονται στη γειτονική μας χώρα, τα οποία, σε τελευταία ανάλυση, μας απογοητεύουν και μας στενοχωρούν, γιατί, εκτός του ότι στην αλβανική επικράτεια ζει η εθνική Ελληνική μειονότητα, με τον αλβανικό λαό μας συνδέουν πολλά και μας χωρίζουν ελάχιστα.
Οι πρωθυπουργοί που κυβέρνησαν την Αλβανία μετά την πτώση του Χοτζικού καθεστώτος, ο Σάλι Μπερίσα και ο Φάτος Νάνο, δυστυχώς, πολιτεύτηκαν όχι ως γείτονες και φίλοι, αλλά σαν αντίπαλοι σαν εχθροί, θα έλεγα, της Ελλάδος, ξεχνώντας και αποσιωπώντας τις ευεργεσίες της Ελλάδος προς τον αλβανικό λαό.
Την ίδια πολιτική και ακόμη πιο επιθετική ακολουθεί και ο σημερινός πρωθυπουργός της Αλβανίας, ο κ. Έντι Ράμα. Ξεπερνώντας σε επιθετικότητα και ανοίκιους χαρακτηρισμούς τους προκατόχους του πρωθυπουργούς, με απύθμενο μένος, υποθάλπει και παρακινεί σοβινιστικούς αλβανικούς κύκλους να προβαίνουν σε πράξεις εγκληματικές εις βάρος του ελληνικού στοιχείου και εις βάρος της Ελλάδος γενικότερα. Οι κύκλοι αυτοί χρησιμοποιώντας τον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο καταφέρονται με ακατανόμαστο μίσος εναντίον της Ελλάδος, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μεταξύ του λαού ρήγματα που εγκυμονούν κινδύνους με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ποιος δε θυμάται το θράσος του κ. Έντι Ράμα όταν έδινε εντολές να κατεδαφίσουν σπίτια στη Χιμάρα ιδιοκτησίες Ελλήνων; Πώς να λησμονήσουμε τις δηλώσεις του για την εν ψυχρώ εκτέλεση του Κωνσταντίνου Κατσίφα στους Μπουλιαράτες ότι απαλλάχτηκε ο τόπος από έναν «τρελό» από έναν «τρομοκράτη»; Είναι τόσες πολλές οι ανθελληνικές δηλώσεις του ώστε δεν αξίζει ο κόπος να τις απαριθμήσουμε.
Φαίνεται ότι ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας ή πάσχει από το σύνδρομο της μεγαλομανίας ή κατέχεται από αισθήματα μειονεξίας, τα οποία καλύπτει με την ιδέα της «Μεγάλης Αλβανίας», παρασύροντας και τον λαό στον κατήφορο.
Η Ελληνική Πολιτεία με ηπιότητα και σοβαρότητα απαντάει στις επιθετικές δηλώσεις, στους απίστευτους μύδρους των Αλβανών, συμβουλεύοντας ορθοφροσύνη και ευθυκρισία. Συμβαίνει μάλιστα πολλές φορές η Ελλάδα να αντιμετωπίζει με υποχωρητικότητα και ενδοτικότητα τις αλβανικές αιτιάσεις.
Η έξαρση του μαγλοϊδεατισμού για «αλλαγή συνόρων», για «Τσαμουριά», για «Μεγάλη Αλβανία» και για άλλα συναφή σε τίποτε δεν ωφελεί τους Αλβανούς, αντίθετα τους απομονώνει, τους καθηλώνει στην υπανάπτυξη και τους καταδικάζει στην ανυποληψία, στην κοινωνική υποβάθμιση και στον παραγκωνισμό.
Οι ηγέτες των Αλβανών για να κρατηθούν στην εξουσία εξάγουν αλυτρωτισμό συντηρώντας και τροφοδοτώντας την έμφυτη παρόρμηση του λαού κατά «παντός του ελληνικού», δηλητηριάζοντας έτσι και τις διμερείς σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Οι αλόγιστες και απερίσκεπτες αυτές ενέργειες είναι και άχρηστες και αναποτελεσματικές. Όταν κρύβουν τα προβλήματα της χώρας «κάτω από το χαλί», τρέφοντας τον λαό με φρούδες ελπίδες, απλώς οπισθοδρομούν τη χώρα.
Ο αλυτρωτισμός και εθνικισμός, οι ορμέμφυτες ενθαρρύνσεις του κόσμου για «Μεγάλη Αλβανία» δεν έχουν νόημα, σε μια εποχή μάλιστα που η χώρα έχει ανάγκη, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, από τους γείτονες και, κυρίως, από την Ελλάδα που στάθηκε αρωγός και συμπαραστάτης στην πιο δύσκολη περίοδο μετά την κατάρρευση του προηγούμενου καθεστώτος.
Τα τελευταία γεγονότα με τις συνεχείς διαδηλώσεις στα Τίρανα εναντίον του πρωθυπουργού, τον οποίον εγκαλούν για διαφθορά και απαιτούν την παραίτησή του, δεν προοιωνίζουν ευχάριστα αποτελέσματα. Η αναστάτωση και η αναταραχή μακάρι να μην έχουν δυσάρεστες συνέπειες για τη χώρα και το λαό της.
Επιτέλους, ας αναλογιστεί ο πρωθυπουργός πού οδηγούν οι ακραίες μεθοδεύσεις του, ας στοχαστεί πού οδηγούν οι άστοχες εθνικιστικές κορώνες και ανάλογα να συμπεριφερθεί και να πράξει.
Στην Ελλάδα ζουν και εργάζονται χιλιάδες Αλβανοί, οι οποίοι με τα συμβαίνοντα στην πατρίδα τους ανησυχούν. Δεν γνωρίζουν ποια θα είναι η κατάληξη των διαδηλώσεων και είναι ανήσυχοι για τους δικούς τους ανθρώπους και τους συγγενείς τους που παραμένουν στον τόπο τους. Ευχόμαστε ευτυχή διέξοδο από την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα για το καλό του αλβανικού λαού.
Στις επετειακές εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κόνιτσα για την απελευθέρωσή της παραβρέθηκε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος δήλωσε το αυτονόητο, ότι οι όποιες προσπάθειες των Αλβανών για ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, περνούν από την ελληνική μειονότητα και από τον βαθμό που τη σέβονται και την αντιμετωπίζουν οι αλβανικές κυβερνήσεις.
Η αλβανική κυβέρνηση χρησιμοποίησε για άλλη μια φορά τους Τσάμηδες, οι οποίοι καταφέρονται και εναντίον του κ. Παυλόπουλου, γεγονός που δεν περιποιεί τιμή για την αλβανική ηγεσία και ούτε εξυπηρετεί την προσέγγιση, την αλληλοκατανόηση και αλληλοβοήθεια μεταξύ των δύο γειτονικών λαών.
Οι δωσίλογοι Τσάμηδες έχουν καταδικαστεί από τα ελληνικά δικαστήρια και στη συνείδηση του Θεσπρωτικού λαού και κάθε ανακίνηση του ανύπαρκτου θέματος πέφτει στο κενό.
ΝΙΚΟΣ ΥΦΑΝΤΗΣ