Η Οριοθέτηση της λίμνης…

on .

 Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΚΡΗ*

Κατά το στάδιο της πρόσφατης διαβούλευσης του Σχεδίου Π.Δ της Παμβώτιδας, σχολιάστηκε και επισημάνθηκε από αρκετούς, η μη αναγραφή του υψόμετρου της στάθμης της λίμνης μας, που καθορίζει την οριογραμμή της όχθης της. Ένα επίμαχο υψόμετρο, που έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα, καθώς, οι Επιτροπές οριοθέτησης Αιγιαλού και Παραλίας της Παμβώτιδας, οριοθέτησαν την υδάτινη έκτασή της με βάση το ανώτατο ύψος της στάθμης του νερού, στο όριο της πολυγωνικής περιβάλλουσας γραμμής, της ισοϋψούς καμπύλης η οποία χαράχτηκε σε απόλυτο υψόμετρο 469,54 μέτρων, που είναι η κατακόρυφη απόσταση σημείου ή επιπέδου, από την μέση στάθμη της θάλασσας. Το υψόμετρο των 469,54 μέτρων, αποφασίστηκε από συναρμόδιες επιτροπές μετά το 1992 και είναι ένα υψόμετρο, που ταυτίζεται με το ύψος της στέψης της σιδερένιας πόρτας του θυροφράγματος του υπερχειλιστή όταν αυτή είναι κλειστή και αντιστοιχεί στο σχετικό υψόμετρο 470,70 μ. που είναι η κατακόρυφη απόσταση, σημείου ή επιπέδου, μετρούμενη από καθοριζόμενο δεδομένο. Στη λίμνη μας, το όριο της ακτής της ήταν αποτυπωμένο σε αρκετά (παλαιά) τοπογραφικά διαγράμματα. Τμήματα προς την πλευρά της πόλης των Ιωαννίνων ήταν αποτυπωμένα στο διάγραμμα του Μελιγγάνου 1929-1931, Διανομής Κήποι Παμβώτιδας 1939 και στο Σχέδιο Πόλης 1954, καθώς και τμήματα τέως Κοινοτικών εκτάσεων πλησίον της λίμνης, σε διανομές του Υπουργείου Γεωργίας, έτη 1931-1948 έως 1973 (Πέραμα, Αμφιθέα, Μπρακμάδι, Λογάδες κ.λ.π.). Στα τοπογραφικά αυτά διαγράμματα, ειδικά στις διανομές, τα όρια των τελευταίων αγροτεμαχίων προς την λίμνη, εφάπτονταν με την λίμνη και τα όρια της γραμμής αυτής αποτυπώνονται και σαν όχθη της Λίμνης. Σύμφωνα με τα υψομετρικά στοιχεία από την μελέτη Ζέρης - Δάλλας, για την περίοδο 1930-1941 (έτη 11- 1ης περιόδου) και την περίοδο 1949-1962 (έτη 13 – 2ης περιόδου ) προ της κατασκευής των έργων και κατά το στάδιο της προμελέτης και μετά την μελέτη, υπήρχαν συστηματικές ημερήσιες καταμετρήσεις της στάθμης της και εκ των παρατηρήσεων πρόεκυψαν τα εξής χαρακτηριστικά της μεταβολής της: Μέση ετήσια 469,82 μ., με Μέγιστη 470,10 μ. και Ελαχίστη 469,49 μ. (1ης περιόδου) και μέση ετήσια 469,62 μ., με Μεγίστη 469,78 μ. και Ελάχιστη 469,39 μ. (2ης περιόδου). Προκειμένου να καθορισθούν τα όρια της όχθης, της παρόχθιας όχθης και της παλαιάς όχθης, των λιμνών ακολουθούνταν η διαδικασία, του τέως α.ν. 2243/1940, που ίσχυσε έως το 2001, όπου αντικαταστάθηκε από τον ν. 2971/2001. Στη λίμνη μας, έως και πριν την κατασκευή των εγγειοβελτιωτικών έργων τo 1962 κατά την ισχύ του αναφερόμενου αρχικού α.ν. 2344/1940, δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία χάραξη της όχθης, παλαιάς όχθης και παρόχθιας όχθης. Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι από τα ανωτέρω στοιχεία, οι συνήθεις αναβάσεις των νερών της (χειμώνα – καλοκαίρι), καθορίζουν μια μέγιστη στάθμη στο 470,10 μ. (αναφορά 1ης περιόδου), με μέση ετήσια στάθμη κοντά στο σχετικό υψόμετρο 469,60 μ. (αναφορά 2ης περιόδου) και ελαχίστη στο 469,39 μ.. Το μέγιστο αυτό, σχετικό υψόμετρο 470,10 μ. (1ης περιόδου), θα μπορούσε να αποτελέσει την πρώτη άτυπη οριογραμμή φυσικής όχθης της Παμβώτιδας, σχηματίζοντας το όριο της μεγίστης φυσικής ισοϋψούς καμπύλης στο αναφερόμενο υψόμετρο και είναι απόλυτα σύμφωνο με τον ορισμό όχθης, του τότε ισχύοντος α.ν. 2344/1940. Στην συνέχεια, κατά την μελέτη των εγγειοβελτιωτικών έργων του Λεκανοπεδίου, το σχετικό μέσο υψόμετρο 469,60 μ. (αναφορά 2ης περιόδου), επιλέχτηκε και από τους μελετητές των εγγειοβελτιωτικών έργων, ως το μέσο υψόμετρο της στάθμης της λίμνης και η ανώτερη στάθμη των νερών της (Α.Σ.Υ) ορίστηκε στο σχετικό υψόμετρο 470,20 μ., με κατώτερη το σχετικό υψόμετρο 469,0 μ και ελαχίστη πολύ πιο κάτω το 467,25 μ (βάση πόρτας θυροφράγματος). Οι οκτώ οχετοί αντικαθίστανται με το τεχνικό έργο του κεντρικού Ρυθμιστή εκροών της στην περιοχή Περάματος, που είναι συνδυασμός υπερχειλιστή και ρουφράκτη με θυρόφραγμα (μεταλλική πόρτα), προβλέπεται η κατασκευή δυο αναχωμάτων και οι κρηπιδότοιχοι στο παραλίμνιο μέτωπο της πόλης μας. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής των έργων και με την λειτουργία του, τίθενται οι πρώτοι περιορισμοί της στάθμης της. Η Παμβώτιδα γίνεται ένας κλειστός ταμιευτήρας και με τα αναφερόμενα έργα, επιτυγχάνεται η διατήρηση της στάθμης σε επιθυμητό υψόμετρο, για τις ανάγκες άρδευση του λεκανοπεδίου. Στο αναφερόμενο έργο του ρυθμιστή εκροών γίνεται ρύθμιση των εκροών της (πλημμυρικών ή κανονικών), τα επί πλέον ύδατα των βροχοπτώσεων όταν η μεταλλική πόρτα του θυροφράγματος είναι κλειστή υπερχειλίζουν προς την Κ.Σ.Τ. Λαψίστας. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι από τα ανωτέρω στοιχεία, οι συνήθεις αναβάσεις των νερών της λίμνης (χειμώνα – καλοκαίρι), εξαιρώντας τις περιπτώσεις πλημμύρας και όταν η μεταλλική πόρτα του θυροφράγματος είναι κλειστή, καθορίζουν μια μέγιστη ετήσια στάθμη κοντά στο σχετικό υψόμετρο 470,20 μ., ήτοι στο αντίστοιχο απόλυτο υψόμετρο 469,04 μ. Πλησίον σε αυτό το σχετικό υψόμετρο 470,20 μ., έφτανε η μέγιστη στάθμη των νερών της λίμνης (470,10 μ.) κατά τη χειμερινή περίοδο, πριν την κατασκευή των έργων, σύμφωνα με τα προϋπάρχοντα υψομετρικά στοιχεία της 1ης περιόδου. Μετά την κατασκευή και λειτουργία των εγγειοβελτιωτικών έργων, στη λίμνη δημιουργείται και μια νέα δεύτερη άτυπη τεχνική όχθη, σχηματιζόμενη από την ισοϋψή καμπύλη με ανώτατη στάθμη ύδατος (Α.Σ.Υ.) την στάθμη υπερχειλίσεως, στο σχετικό αναφερόμενο υψόμετρο το 470,20 μ. (κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες), υψηλότερη κατά 0,10 εκατοστά, από την στάθμη της πρώτης φυσικής όχθης στο 470,10 μ. που σχηματιζόταν το όριο της πρώτης ισοϋψής καμπύλης. Συγκρίνοντας τις δυο οριογραμμές 470,20 μ. και 470,10 μ. παρατηρούμε ότι τα δυο υψόμετρα δεν παρουσιάζουν και μεγάλη διαφορά ύψους ( + 0,10 μ.) ώστε να ανησυχούμε για την βρεχόμενη από τη νέα αυτή ανάβαση ζώνη ξηράς, των νερών της Λίμνης μας. Το σχετικό υψόμετρο 470,20 μ. (Α.Σ.Υ), είναι απόλυτα σύμφωνο με τον αναφερόμενο ορισμό όχθης, του τέως α.ν. 2243/1940 και του μετέπειτα ισχύοντα ν. 2971/2001, καθώς κατά την αναφορά τους, η περιστοιχίζουσα γη της λίμνης, η αποκαλούμενη και χερσαία ζώνη της, που βρέχεται από τις μεγαλύτερες αλλά συνηθισμένες αναβάσεις των νερών της (χειμώνα -καλοκαίρι), μπορεί να αποτελεί την νέα δεύτερη όχθη της. Στη λίμνη συρρέουν οι απορροές του Λεκανοπεδίου, εμβαδού 222,8 τ. χ. περίπου, περιλαμβανόμενης και της έκτασής της. Σύμφωνα πάντα με τους μελετητές (Ζέρης - Δάλλας), ο συρρέων εις την Παμβώτιδα όγκος ύδατος σε περίπτωση έντονων βροχοπτώσεων (πλημμύρας) κατά τους χειμερινούς μήνες, θα υφίσταται ανάσχεση εις την λίμνη, της οποίας η στάθμη θα ανέρχεται υψηλότερα από την καθορισθείσα στάθμη υπερχειλίσεως, το σχετικό υψόμετρο 470,20 μ και μέχρι μιας ανεκτής στάθμης ανασχέσεως, έως το σχετικό υψόμετρο 470,70 μέτρων (υψόμετρο πλημμύρας) υψηλότερη κατά 0,50 εκατοστά από την Α.Σ.Υ, για μέγιστο χρονικό διάστημα έως 6,5 ημέρες. Αυτό μπορεί να συμβεί, εφόσον η ρύθμιση των πλημμυρικών εκροών προς τη σήραγγα Λαψίστας, με το άνοιγμα της μεταλλικής πόρτας του θυροφράγματος δεν γίνει έγκαιρα, η εισροή είναι πολύ ποιο μεγάλη, δεν επαρκεί η εκροή και γενικά λόγω μη σωστής λειτουργίας του ρυθμιστή εκροών, στο άνοιγμα της πόρτας του θυροφράματος. Στον ορισμό της οριογραμμής όχθης, για την βρεχόμενη από τη μέγιστη, αλλά συνήθεις αναβάσεις ζώνη ξηράς, η λέξη «συνήθεις» αναφέρεται, για να αποκλείσει τις μη συνήθεις συνθήκες που αντιστοιχούν σε θεομηνίες και έκτακτα φυσικά φαινόμενα (π.χ. πλημμύρες) αναφορά στο άρθρο 15 του από 21/06/1837 νόμου «Περί διακρίσεως κτημάτων». Η λόγω έκτατων και έντονων βροχοπτώσεων ανάβαση των νερών της λίμνης, μέχρι μιας ανεκτής στάθμης ανασχέσεως πάνω από το σχετικό υψόμετρο 470,20 μ., ειδικά σε ανάβαση των νερών στο μέγιστο σχετικό υψόμετρο 470,70 μ., που μπορεί να συμβεί μια φορά στη δεκαετία σε φαινόμενα πλημμυρών, δεν συμπεριλαμβάνεται στις συνήθεις αναβάσεις των νερών της λίμνης και δεν δύναται να καθορίζει η ανάβαση αυτή των νερών της, στο σχετικό υψόμετρο 470,70 μ. πλημμύρας, ήτοι στο αντίστοιχο απολυτό υψόμετρο 469,54 μ., την οριογραμμή της όχθης της Λίμνης Παμβώτιδας * Ο Δημήτρης Μακρής είναι Πολιτικός Μηχανικών Τ.Ε., ειδικευμένος σε θέματα υδραυλικών έργων υποδομής.