Ένας Αυστριακός διπλωμάτης στα Γιάννενα τον Ιούλιο του 1883…

on .

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

 

 Ο Αλεξάντερ Φον Βάρσμπεργκ (1836-1889) ήταν πρόξενος της Αυστρίας στην Κέρκυρα. Είναι γνωστός ως ταξιδιωτικός συγγραφέας του ελληνικού χώρου και της Ανατολής, γιατί επισκέφτηκε όλα αυτά τα μέρη και έγραψε τις εντυπώσεις του από τα μέρη αυτά. Τον Ιούλιο του 1883 επισκέφτηκε τα Γιάννενα. Για την επίσκεψή του αυτή γράφει: «Το απόγευμα της 22ας Ιουλίου 1883 πήγα με μία βάρκα στο νησί που το μόνο αξιοθέατο που παρουσιάζει είναι τοότι εκεί δολοφονήθηκε ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, ένα από τα σιχαμερά τέρατα της ιστορίας.

Το νησί βρίσκεται πιο κοντά στο απέναντι, όλο απότομους βράχους, σταχτόχρωμο βουνό Μιτσικέλι, παρά στην όχθη των Ιωαννίνων. Τόσο κοντά (στο Μιτσικέλι) που από μακριά μπορεί να νομίσει κανείς πως είναι ένα κομμάτι του σκυθρωπού εκείνου καυτού, κακομούτσουνου βουνού. Κι αυτό ακόμη το μέρος από όπου παίρνει κανείς τη βάρκα για να πάει εκεί, είναι τόπος θλιβερής παραμονής. Μία όχθη με βούρλα και μερικές λεύκες. Και όμως είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να προσφέρουν τα Γιάννενα, αν θέλει να περάσει κανείς ένα απόγευμα στο ύπαιθρο.
Βρίσκω, επίσης, εκεί τις Κυριακές ένα σωρό ανθρώπους να αναπαύονται, μεταξύ τους πολλούς εβραίους για τους οποίους η εκεί παρουσία μου αποτελεί πραγματικό γεγονός. Οι βάρκες ανταποκρίνονταν στην ποιότητα του τόπου. Καθώς δεν έχουν καρίνα κλυδωνίζονται σε κάθε κίνηση των επιβατών τους και προκαλούν τον φόβο επειδή είναι συναρμολογημένες με σανίδες.
Μπροστά μας υψώνεται ο μελαγχολικός γυμνός βράχος, τοίχος πέρα από τη λίμνη και από πάνω ο καυτός ήλιος του Ιουλίου που ξηραίνει τα πάντα. Σε κάθε εικόνα που δείχνει τα Γιάννινα, το ασχημότερο σημείο είναι το Μιτσικέλι. Την ίδια παραμόρφωση παρουσιάζει και το νησί.
Στη μοναχική ανατολική ακτή του νησιού κατεβαίνομε στη στεριά κοντά σ’ένα μικρό μοναστήρι, αφού η βάρκα μας είχε εισδύσει σ’ ένα απάτητο δάσος από καλαμιές. Μου δείχνουν τα άθλια δωμάτια όπου σκότωσαν τον Αλή Πασά και αιχμαλώτησαν τη γυναίκα του (κυρά Βασιλική). Βλέπει κανείς ακόμη και τις τρύπες στο δάπεδο που μέσα απ’ αυτές τον πέτυχαν οι σφαίρες του ντουφεκιού στο υπογάστριο, καθώς τον πυροβολούσαν από το υπόγειο…
Η σύγχρονη ιστοριογραφία συνηθίζει να ενθουσιάζεται συστηματικά, όταν ασχολείται με αυτόν τον τύραννο. Όσο κι αν τον μελέτησα από όλες τις πλευρές, είδα εδώ επί τόπου την εικόνα του και αναπαρέστησα στο μυαλό μου τη δράση του, δεν κατόρθωσα ποτέ μου να ιδώ κάτι άλλο σ’ αυτόν παρά ένα κυριολεκτικά σιχαμερό φρικιό, χωρίς καμιά, οιαδήποτε μεγάλη ικανότητα, χωρίς καμιά απόλυτα ευγενική επιδίωξη, δοσμένος ολότελα στις πιο πρόστυχες προσωπικές του ηδυπάθειες, γι’ αυτό και οι προσπάθειές του έμειναν χωρίς οποιαδήποτε μεγάλη επιτυχία. Ούτε και για αρχομανία μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει (Εδώ νομίζω κάνει λάθος ο Αυστριακός διπλωμάτης).
Για το χρήμα και μόνον διέπραξε τις περισσότερες θηριωδίες του. Εντελώς εβραιοεμπορικό παρουσιάζεται το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα του. Στην εποχή μας (1883) όπου επικρατούν η τάξη και ο νόμος, όπου ο φόνος και η αυθαιρεσία δεν είναι πια τόσο δουλειά του καθενός, θα είχε ανεβεί ψηλά σαν τοκογλύφος και σαν τραπεζίτης, όπως οι τύποι αυτοί εμφανίζονται σήμερα στα χρηματιστήρια, στις επιχειρήσεις των σιδηροδρόμων και στην ίδρυση τραπεζών καταληστεύοντας τους συνανθρώπους του κατά τον πιο ασυνείδητο τρόπο με ψευδείς ειδήσεις και εξαγορασμένα τηλεγραφήματα του πρακτορείου ειδήσεων Χαβάς.
Αυτό που θα ήταν δυνατό κάπως να συγχωρήσει κανείς σ’ αυτούς τους εκμεταλλευτές (όπως συγχωρώ προσωπικά και κάποια εγκλήματα στους τυραννίσκους των ιταλικών πόλεων της εποχής της Αναγέννησης, επειδή με τα βουτηγμένα στο αίμα πλούτη τους δημιούργησαν κατόπιν ωραία καλλιτεχνήματα) αυτό το μερικό συγχωροχάρτι δεν το αξίζει ο Αλή Πασάς. Ούτε το ελάχιστο ίχνος φιλοτεχνίας σάλευε μέσα του. Η καταστροφή και τίποτε άλλο, ήταν ο σκοπός του.
Με τέτοιες σκέψεις, συλλογισμούς και αισθήματα, περπατούσα πάνω στο νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων και μέσα στα δωμάτια που έζησα τη δίκαιη εκτέλεση του Αλή Πασά, χωρίς να τρέφω τον συνηθισμένο θαυμασμό για τον θηριώδη αυτόν άνθρωπο, μια από τις πιο αξιοπεριφρονητές μορφές της ιστορίας.
Επιστρέψαμε από τη νότια πλευρά του νησιού περπατώντας με πολύ βραδύ ρυθμό και βλέποντας τον ήλιο να βασιλεύει. Εδώ απλώνεται η πιο όμορφη πλευρά της λίμνης, στην αρχή ήπια γαλάζια νερά σε μεγάλη έκταση ως τη βραχώδη όχθη. Εκεί, επάνω σ’ ένα βουνό που κατεβαίνει σαν χερσόνησος αναδύθηκαν τα ερείπια της Καστρίτσας μίας διαμορφωμένης πόλης, αρχαίας όσο και το Γαρδίκι που την θεωρούσαν μάλιστα για λίγο καιρό ότι είναι η Δωδώνη. (Το Γαρδίκι βρίσκεται στη θέση που βρισκότανε η αρχαία πόλη Πασσαρώνα, πρωτεύουσα των Μολοσσών. Το 3ο αιώνα η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αμβρακία σημ. Άρτα).
Ένα μοναστήρι περιζωσμένο με πράσινους θάμνους φανερώνει σήμερα από μακριά την τοποθεσία του. Σε τέτοια θέση βρίσκονταν γύρω από τη λίμνη της Κωπαΐδας η Αλιάρτα και ο Ορχομενός, δεσπόζοντας πάνω από τη λίμνη και τους εμπορικούς της δρόμους, έτσι εξελίχθηκαν σε πόλεις που ο Όμηρος τις στολίζει με το επίθετο «χρυσές», πολεμώντας η μία την άλλη από αλαζονία και φθόνο που γεννούσε ο πλούτος, για τα πρωτεία ανάμεσα στις τοποθεσίες αυτές της ευδαιμονίας.
Και εδώ δεν θα υπήρξαν τα πράγματα διαφορετικά. Ωστόσο, επειδή στην περίπτωσή μας μιλάμε για «προϊστορία», πρέπει αυτό να το προϋποθέτομε απλώς και με την έρευνα να το επιβεβαιώσομε. Δίπλα στο αρχαίο αυτό οχυρό βουνό, δεξιά προς τα κάτω, προς το δυτικό μέρος, απλώνεται η πεδιάδα που γίνεται το χειμώνα λίμνη (Λαψίστα) και ασφαλώς κάποτε υπήρξε μόνιμα λίμνη, όπως σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει η λίμνη των Ιωαννίνων, ένα μνημείο – τεκμήριο ότι ο μύθος του Δευκαλίωνα δικαιολογημένα εντοπίστηκε σ’ αυτή την περιοχή.
Πίσω από αυτά τα μέρη υψώνεται το έδαφος σε μέτριο βαθμό μόνον, για πολύ μένει επίπεδο και στρογγυλεύει έπειτα μόνον σε μικρούς λόφους. Από πίσω αμέσως υψώνεται ο Τόμαρος, όπως σε όλη την περιοχή και γύρω τριγύρω, η πιο ωραία και πιο παράξενη μορφή της όλης βουνοσειράς προς αυτή την κατεύθυνση. Έβλεπα τώρα τα πάντα να είναι σκιασμένα μενεξεδένια, μαύρα, επειδή ο ήλιος είχε βυθισθεί ήδη από πίσω βαθιά στον ορίζοντα και μέσα σ’ αυτή τη σκιά φανταζόμουν τη Δωδώνη βυθισμένη, το μυστήριο που είχε βυθισθεί μέσα στα χρώματα που ταίριαξαν.
Τα Γιάννινα με τους Τούρκους απογοητεύουν
Το περιδιάβασμα μέσα στην πόλη δημιουργεί τις πιο θλιβερές εντυπώσεις. Τα πάντα σε διάλυση, οι στολές των στρατιωτών κρέμονται σαν κουρέλια. Τα προχώματα και τα οχυρά είναι έργα των Βενετσιάνων. Όποιος γνωρίζει την Κέρκυρα αναγνωρίζει εδώ αμέσως τις ίδιες συνθήκες. Κι αν είχαν οι Τούρκοι δεσπόσει στην Κέρκυρα, το βασίλειο του Αλκίνοου θα είχε την ίδια όψη όπως κι εδώ, μέσα σ’ αυτά τα ερείπια του πολιτισμού (βλέπε τις ίδιες συνθήκες).
Η βενετσιάνικη αυτή πόλη είναι σήμερα συνοικία των Εβραίων. Οι εξοπλισμένες τάφροι του οχυρού (κάστρου) αποπνέουν μια φοβερή δυσοσμία, είναι η εστία της χολέρας που οργίασε πολλές φορές εδώ, χωρίς να λάβουν οι αρχές ούτε το ελάχιστο μέτρο. Και όμως φρουρούν αυτή τη διάλυση των πάντων ζηλόφθονα μπροστά μας σε τέτοιο βαθμό που εγώ, μολονότι με συνόδευε σαν αρχή ο Τούρκος Πρόξενος, δυσκολεύτηκα να μου δώσουν την άδεια κατά την αποβίβαση στην πύλη της λίμνης και κατά την έξοδο προς τη νέα πόλη. Το οχυρό, όμως, και τα τζαμιά, δεν μου επέτρεψαν καθόλου να τα επισκεφθώ.
Είναι δύσκολο σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου λείπει η λογική, να μείνει κανείς λογικός, δηλαδή μακρόθυμος και υπομονετικός. Αλλά, δεν πρέπει κανείς να εκπλήσσεται, όταν κι εμείς που συμμετέχομε σ’ αυτό μόνον από τόσο μακριά, δείχνουμε ψυχραιμία, όταν οι κάτοικοι που επί 24 ώρες της ημέρας υποφέρουν κάτω από την ωμή αυτή βλακεία, χάνουν τελικά την ψυχραιμία τους και ξεσηκώνονται».
***
Ο Αυστριακός διπλωμάτης μας έδωσε μία εικόνα των Ιωαννίνων πριν από 135 χρόνια (1883) και 30 χρόνια πριν από την απελευθέρωση της πόλης.
Εκείνο που παρατηρεί κανείς εκ πρώτης όψεως είναι ότι γνωρίζει την ιστορία της Ηπείρου και της Ελλάδος. Τον Ιούλιο μήνα που ήλθε εδώ, η κορυφή των Τζουμέρκων, όπως αναφέρει, ήταν χιονοσκέπαστη. Στην εποχή μας δεν είναι χιονοσκέπαστη τελείως ούτε το χειμώνα. Πόσο άλλαξαν οι καιρικές συνθήκες…
Η ανακάλυψη της πραγματικής θέσης της Δωδώνης έγινε το 1877 από τον Κων/τίνο Καραπάνο, δηλαδή έξη χρόνια πριν από την επίσκεψη του Αυστριακού διπλωμάτη Βάσμπεργκ στα Γιάννινα. Ο παραλληλισμός που κάνει του κάστρου των Ιωαννίνων με το κάστρο της Κέρκυρας δεν ευσταθεί. Της Κέρκυρας το κάστρο το έκτισαν οι Βενετσιάνοι, όχι όμως και το κάστρο των Ιωαννίνων.
Η διαπίστωση που κάνει για την άθλια ζωή των κατοίκων, δίνει ανάγλυφη την εικόνα της σκλαβιάς, που έκανε τους ραγιάδες αποφασισμένους ή να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν.