Θέατρο του παραλόγου…

on .

Πριν από δεκαετίες, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε διακηρύξει πως «ολόκληρη η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε απέραντο φρενοκομείο». Άποψη που ξάφνιασε πολλούς, πρώτα γιατί προερχόταν από ένα πρόσωπο που είχε διαδραματίσει, από καίριες θέσεις, πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας, έπειτα, γιατί η κατάσταση στη χώρα μας, εκείνη την εποχή, δεν έδινε στους πολίτες της την εικόνα του φρενοκομείου.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος, πριν μερικά χρόνια, ο Παναγιώτης Κονδύλης, ένας, κατά γενική αποδοχή, από τους σημαντικότερους διανοητές της σύγχρονης Ελλάδας, επιχειρώντας μια εθνική ενδοσκόπηση για την κατανόηση «του πώς φτάσαμε ως εδώ», θα διακηρύξει: «Πολιτική σχιζοφρένεια διέπει τη συμπεριφορά των κομμάτων τα οποία εκποιούν τον κρατικό μηχανισμό και το κράτος γενικότερα για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ψηφοφόρων τους».
Δεν είμαι σε θέση να πω αν η πολιτική κατάσταση της πατρίδας μας τα τελευταία χρόνια της κρίσης παρουσιάζει εικόνα «πολιτικής σχιζοφρένειας», όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, όμως το θέατρο παραλόγου από όλους και προς όλους είναι εμφανέστατο και μάλιστα από τα πρώτα χρόνια της κρίσης.
Θυμάστε ασφαλώς το Γιωργάκη ο οποίος, ενώ η χώρα βρισκόταν ήδη σε κατάσταση χρεοκοπίας και το έλλειμμα είχε φτάσει σε διψήφιο αριθμό για το οποίο και ο ίδιος επίσημα είχε ενημερωθεί, εξαπέλυσε την προεκλογική του πιρουέτα πως «λεφτά υπάρχουν», παρέσυρε το 43,50% του εκλογικού σώματος και, αντί για τα λεφτά, που δεν υπήρχαν, μας έφερε το πρώτο Μνημόνιο και το Δ.Ν.Τ..
Το ίδιο θέατρο παραλόγου παίχτηκε με τα «Ζάππεια» του Σαμαρά που μας έφεραν το δεύτερο Μνημόνιο και ολοκληρώθηκε με την κατάργηση των Μνημονίων και τη διαγραφή του χρέους του Τσίπρα, με τις οποίες εξασφαλίσαμε και τρίτο Μνημόνιο. Και τα θέατρα στα οποία δίνονταν αυτές οι παραστάσεις ήταν γεμάτα από θεατές, που δεν καταλάβαιναν το παράλογο των παραστάσεων ξεσπώντας στα ανάλογα χειροκροτήματα. Περιττό να τονίσω πως οι παραστάσεις αυτές δίνονταν στο βωμό της κατάκτησης και της νομής της εξουσίας.
Τον τελευταίο καιρό όμως το ρεπερτόριο του θεάτρου άλλαξε. Από τον οικονομικό τομέα που πια είχε ξεκαθαρίσει και οι παραστάσεις του θεάτρου είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν, μεταφέρθηκε στον τομέα το διπλωματικό -καθαρά πολιτικό- και συνδέθηκε με το θέμα των Σκοπίων που ταλαιπώρησε επί ολόκληρες δεκαετίες τη χώρα. Αυτού του είδους οι παραστάσεις, όπως ήταν επόμενο, παίζονται σε επίπεδο όχι μόνο εθνικό, αλλά ευρωπαϊκό και διεθνές, οι πρωταγωνιστές συνήθως βρίσκονται στο εξωτερικό και στο εσωτερικό δίνουν παραστάσεις οι κομπάρσοι.
Και αυτό δε γίνεται για πρώτη φορά. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με τις συμφωνίες της Ζυρίχης για το Κυπριακό. Το ίδιο επίσης συνέβη και με το γνωστό στους παλιότερους Πακέτο Πινέιρο, που προέβλεπε την επίσημη ίδρυση του κράτους των Σκοπίων με το όνομα Νέα Μακεδονία. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ίδιο συνέβη και με τη συμφωνία των Πρεσπών. Η παράσταση μπορεί να δόθηκε στις Πρέσπες, όμως το ρεπερτόριο γράφτηκε στο εξωτερικό από το Νίμιτς, τους Αμερικανούς, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και η εντολή ήταν ξεκάθαρη και προς τις δυο πλευρές: Η συμφωνία θα υπογραφεί άμεσα και μάλιστα θα παρουσιαστεί ως επιτυχία και για τα δυο κράτη, τα οποία ήταν και απλοί θεατές.
Και έπρεπε να γίνει γιατί εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, των Αμερικανών και της Γερμανικής Ευρώπης. Η διαταγή εκτελέστηκε και χαιρετίστηκε πανηγυρικά από αυτούς που την επέβαλαν και εξέφρασαν δημόσια τα συγχαρητήριά τους. Ακούγοντας τη Μέρκελ να συγχαίρει τον Έλληνα πρωθυπουργό για την υπογραφή της συμφωνίας, συνειρμικά έφερα στο νου μου το γνωστό, ίσως, σε μερικούς περιστατικό με το φιλόσοφο Διογένη τον επονομαζόμενο «Κυνικό», αποτυπωμενο στο παρακάτω απόσπασμα: «Επαινούμενος ποτέ Διογένης υπό πονηρού έφη: δέδοικα μη τι κακόν δέδρακα».
Συσχέτισα τον πονηρό επαινέτη του αρχαίου αποσπάσματος με τη Μέρκελ του σύγχρόνου θεάτρου παραλόγου που παίζεται αυτά τα χρόνια της κρίσης σε τούτο το δύσμοιρο τόπο, γιατί είχα υπόψη μου τα όσα οι σημερινοί συμπρωταγωνιστές του θεάτρου έσερναν πριν από τις εκλογές στην κυρία Μέρκελ, την οποία κατά την επίσκεψή της το 2014 την προέτρεπαν με τη φράση «Go home Merkel» να εγκαταλείψει τη χώρα μας, στην οποία τόσα δεινά έχει επιφέρει με τα δυο πρώτα Μνημόνια. Είχα επίσης υπόψη μου πόσο εύηχα οι ίδιοι κοσμούσαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους που τους αποκαλούσαν «μερκελιστές, γερμανοτσολιάδες, δοσίλογους, συνοδοιπόρους των τοκογλύφων» και άλλα ηχηρά παρόμοια, δίνοντας με αυτού του είδους τις σκηνές ιδιαίτερη χροιά στις παραστάσεις του θεάτρου, στο οποίο τελευταία, οι ίδιοι από άλλο ρόλο, συμπρωταγωνιστούσαν.
Δεν ξέρω αν η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια «ιστορική» συμφωνία, όπως την αποκαλούν οι κυβερνώντες που την υπέγραψαν ή αν είναι μια συμφωνία «επαίσχυντη», όπως την αποκάλεσαν στη Βουλή οι αρνητές της. Αυτό θα φανεί από τα αποτελέσματα της εφαρμογής της, καθόσον «έκαστον εκ των αποβαινόντων κρίνεται». Εκείνο που ξέρω όμως είναι ότι, όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία των πολιτών είναι αντίθετη και ότι είχε και τους πρώτους τριγμούς: Ο υπουργός Κοτζιάς που την υπέγραψε καρατομήθηκε -κοινώς παραιτήθηκε- με βαριές μάλιστα κατηγορίες από άλλον υπουργό -συγκυβερνήτη- που και αυτός καρατομήθηκε στη συνέχεια επειδή ήταν αντίθετος. Και όπως έγραψε ο ευρωπαϊκός τύπος, όλοι έχουν τώρα στραμμένο το βλέμμα προς τον επόμενο, χωρίς να ξεκαθαρίζει βέβαια τι και ποιον εννοεί.
Υπήρξαν όμως και άλλα θύματα, αυτά σε κομματικούς θιάσους. Ο ένας θίασος το έπαιζε προοδευτικός, τάχθηκε υπέρ της συμφωνίας και αυτοδιαλύθηκε, ο άλλος το έπαιζε πατριώτης - συντηρητικός, κατάγγειλε τη συμφωνία και τον αυτοδιέλυσαν Όλοι βέβαια ορκίζονταν πως ό,τι έκαναν, το έκαναν από πατριωτικό καθήκον.
Φαίνεται δεν είχαν διαβάσει το γνωστό Βρετανό ποιητή, συγγραφέα και διανοητή Σάμιουελ Τζόνσον ο οποίος, με αφορμή παρόμοιες περιπτώσεις της πατρίδας του, είχε διακηρύξει πως συχνά «ο πατριωτισμός γίνεται το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων», αλλά είχαν υπόψη τους τον Τσαρούχη που είχε πει πως «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις», ή είχαν ακούσει τη γνωστή σε πολλούς -αλλά άγνωστης σ’ αυτούς προέλευσης- φράση «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε».
Παρακολούθησα στο Εθνικό μας Θέατρο την παράσταση ενός από τα πιο δημοφιλή και καυστικά έργα του Ιταλού δραματουργού και δοκιμιογράφου Λουίτζι Πιραντέλλο, το «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» και φεύγοντας προβληματίστηκα σχετικά με την προσπάθεια των ηρώων του έργου να αποδείξουν στην, κατά κανόνα δύσπιστη κοινή γνώμη -ο καθένας για τον εαυτό του- την αλήθεια των αντιφατιτικών ενεργειών τους, δημιουργώντας έτσι στο θεατή το σκληρό ερώτημα για τα πραγματικά κίνητρα των πράξεών τους και το αν πράγματι είναι αυτό που λένε οι πράξεις τους και οι προθέσεις τους.
Ο ίδιος προβληματισμός και το ίδιο ερώτημα, πιστεύω, δημιουργείται και σε ένα μέρος της κοινής γνώμης -μικρό ή μεγάλο δεν έχει σημασία- καθώς παρακολουθεί, στα χρόνια της κρίσης, το θέατρο παραλόγου που παίζεται στον τόπο μας, απαντώντας στους πρωταγωνιστές του με την ίδια ειρωνική διάθεση του -ελληνικής καταγωγής, κατά δήλωσή του- Λουίτζι Πιραντέλλο: «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε».
ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ